Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

Η καταλυτική σημασία που είχαν για την Επανάσταση η εκστρατεία του Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα από τον Οκτώβρη του 1826 έως τον Φεβρουάριο του 1827 και οι νικηφόρες μάχες του στην Αράχωβα και στο Δίστομο

 Η εισήγηση "Η καταλυτική σημασία που είχαν για την Επανάσταση η εκστρατεία του Καραϊσκάκη  στη Στερεά Ελλάδα από τον Οκτώβρη του 1826 έως τον Φεβρουάριο του 1827 και οι νικηφόρες μάχες του στην Αράχωβα και στο Δίστομο"παρουσιάστηκε στην Αίθουσα Τέχνης και Πολιτισμού του Δήμου Λεβαδέων το Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025 από τον κ. Χαράλαμπο Βλάχο στα πλαίσια του 4ου κύκλου του  Λαϊκού Πανεπιστημίου με την επωνυμία "Τροφώνια Ακαδημία".

 

"Η προετοιμασία του Καραϊσκάκη για τη νικηφόρα εκστρατεία που έκανε στη Στερεά Ελλάδα το 1826, κι η καταλυτική σημασία που είχαν για την Επανάσταση οι νικηφόρες μάχες του στην Αράχωβα και στο Δίστομο. Άγνωστες επιστολές του Καραϊσκάκη σ’ αυτό το διάστημα που αναδεικνύουν την προσωπικότητά του».

ΠΗΓΕΣ:

Δημ. Αινιάν, Δημ. Φωτιάδης, Κων. Παπαρρηγόπουλος, Σπυρ. Τρικούπης, Γιάν. Βλαχογιάννης, Νικ. Κασομούλης, Μακρυγιάννης, Σαρ. Καργάκος, Δημ. Αγγελής, Δημ. Μπελέζος, Αθην. Κακούρη.

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Λαός που δεν κρατάει τις μνήμες από το παρελθόν του, ιδίως από το ένδοξο, δεν έχει παρόν αντάξιο της ιστορίας του, πολύ περισσότερο δεν έχει μέλλον.

24 Νοεμβρίου 1826. Μία σημαντικότατη ημέρα για την ελληνική ιστορία, που ίσως δεν έχει τη θέση που θα έπρεπε να έχει σ' αυτήν. Ολοκληρώθηκε η μάχη της Αράχωβας, που είχε αρχίσει την 19 Νοεμβρίου 1826, με συντριβή της τούρκικης στρατιάς. Σκοτώθηκαν 2.000 τούρκοι κι ελάχιστοι Έλληνες. 6 Φεβρουαρίου 1827. Αποχώρηση των τούρκων από το Δίστομο. Απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας, πλήν Μεσολογγίου, Ναυπάκτου, Βόνιτσας.

 

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ

Αυτό που με συγκλόνισε, μελετώντας το οδοιπορικό 120 ημερών της εκστρατείας του Καραϊσκάκη στην Στερεά Ελλάδα, από τότε που την ξεκίνησε πάνω σ’ ένα ξυλοκρέβατο λόγω της βαρύτατης ασθένειάς του που τότε ήταν σε έξαρση (φυματίωση ή «χτικιό»), μέσα στο καταχείμωνο του 1826, ως την ολοκλήρωσή της τις αρχές του 1827, με την απελευθέρωσή της, ήταν η περιφρόνηση του σωματικού κόπου και των κακουχιών από τις διαρκείς μετακινήσεις των περισσότερων παλληκαριών του με τα πόδια σε μακρινές αποστάσεις με βροχές, λάσπες, κρύα και χιόνια, κυρίως όμως η καταφρόνηση του θανάτου μπροστά στο όραμα της ελευθερίας.

 

Φ.1 Ο Καραϊσκάκης

Λίγο πρίν εκπνεύσει είπε: «Το ανίκητο όπλο της ελευθερίας είναι η καταφρόνηση του θανάτου».

Με εντυπωσίασαν ακόμα, η τακτική και η στρατηγική ικανότητα του Καραϊσκάκη, η αταλάντευτη προσήλωσή του στην ομόνοια, στη συλλογική δράση, στην ενωτικότητα, στην αδελφοσύνη και στην επίτευξη των στόχων του, οι αρχές του, οι αξίες του, η πίστη του στην ελευθερία, στην Πατρίδα, στο Έθνος.

Εντυπωσιακή είναι επίσης η δίκαιη και ηγετική προσωπικότητα του Καραϊσκάκη, η διορατικότητα κι η μεγαλοφυία που επέδειξε σε κρίσιμες περιστάσεις, μαζί με μία βαθιά μελετημένη και μεθοδική αποφασιστικότητα και πρωτοβουλία που αναλάμβανε στον κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη στιγμή και στο κατάλληλο σημείο για την επίτευξη του στόχου του, αλλά κι η ισότιμη σχέση που ενδόμυχα πίστευε πως έχει με τα παλληκάρια του, παρότι ήταν ο φωτισμένος Στρατηγός τους, που είχε την ικανότητα να κάνει ορθές επιλογές και να τις υλοποιεί με επιτυχία.

Πάντως, η προσωπικότητα του Καραϊσκάκη απέχει πάρα πολύ από αυτήν που έχει περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο, ότι δηλαδή ήταν άξεστος, αισχρολόγος, χυδαίος, ωμός, οξύθυμος, τραχύς κι ακατέργαστος ως χαρακτήρας, ίσως αυτό που λέμε χοντράνθρωπος, λόγω της αθυροστομίας και της αχαλίνωτης γλώσσας που είναι πασίγνωστο ότι χρησιμοποιούσε. Δεν είχε τέτοιον χαρακτήρα. Ίσως η αχαλίνωτη γλώσσα που χρησιμοποιούσε προερχόταν από τα παιδικά του βιώματα, αφού τον αποκαλούσαν «γύφτο», «μούλο», «γιό της καλόγριας». Ήταν αθυρόστομος έναντι όποιων άξιζαν περιφρονητική και ταπεινωτική συμπεριφορά, κι εκφραζόταν έτσι, χωρίς να φοβάται την εκδίκησή τους.

Φ.2 Ο Καραϊσκάκης κατά τον Θεόφιλο

Ο Καραϊσκάκης ήταν ένας γνήσια λαϊκός άνθρωπος, ήταν ευθύς, τίμιος, δίκαιος, διορατικός και σοφός, ήταν μέγας μαχητής και είχε το χάρισμα να επιβαλλόταν, χωρίς να εκμεταλλεύεται καταχρηστικά σε βάρος των άλλων αυτή την ικανότητά του, που χρησιμοποιούσε προς όφελος μόνο της Πατρίδας. Όλα αυτά τα προσόντα ο Καραϊσκάκης τα όφειλε, εκτός από τη φύση του και τον χαρακτήρα του, προφανώς και στην ανατροφή που έλαβε από κάποια άγνωστη οικογένεια «βλάχων», που ανέλαβε να τον μεγαλώσει και να του δώσει εφόδια ως εξώγαμο τέκνο που ήταν, τα όφειλε βέβαια και στη θητεία που είχε ως κλέφτης, «δεξί χέρι» δίπλα στον μέγα Κατσαντώνη, από τον οποίο διδάχθηκε την τακτική και τη στρατηγική τέχνη.

Οι επιστολές που έγραψε ο ήρωας Καραϊσκάκης στο διάστημα αυτό είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό, κι αποτελούν μνημείο αγνής φιλοπατρίας, βαθύτατης και συνεκτικής σκέψης, υψηλής νοημοσύνης, πνεύματος συλλογικότητας και ορθολογισμού, οι οποίες θα μπορούσε να διδάσκονται στα παιδιά μας για να φωτίζουν το μέλλον τους. 

Οι ήρωες, όπως ήταν κι ο Καραϊσκάκης, προσδιορίζονται ως ήρωες, με βάση την ηρωική γενικά στάση ζωής τους, κι όχι μόνο από κάποιες μεμονωμένες λαμπρές νίκες που πέτυχαν στη ζωή τους. Η λέξη «ήρως», ήρωας (με δασεία) προέρχεται από τη λέξη «αιρέω» (με δασεία), στον ενεργητικό παρακείμενο ήρηκα, που σημαίνει παίρνω κάτι με το χέρι, παίρνω κάποιον απ’ το χέρι, παίρνω κάτι για τον εαυτό μου, κυριεύω, δηλαδή ήρωας είναι αυτός που παίρνει την πρωτοβουλία να ανοίξει δρόμο για να κατακτηθεί καλύτερο επίπεδο στη ζωή όλων και το πετυχαίνει.

Η ιστορία έγραψε για τον Καραϊσκάκη ότι έδωσε και το αίμα του για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ένοπλο κατακτητή της, ενώ για κάποιους σύγχρονους η ιστορία στο μέλλον θα γράφει ότι έδωσαν και το αίμα μας για την οικονομική σκλαβιά της Ελλάδας από τους άοπλους κατακτητές της.        



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Πρίν παραθέσω το χρονολόγιο των γεγονότων από την προετοιμασία το 1826 μέχρι το πέρας της εκστρατείας του Καραϊσκάκη, με την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας τον Φεβρουάριο 1827, κρίνω σκόπιμο να δώσω ένα περίγραμμα για όσα γενικότερα προετοίμασαν το έδαφος για να κηρυχθεί η Επανάσταση του 1821.

Την αποτυχημένη εξέγερση των Ορλωφικών από το 1769 ως το 1770, όπου οι Ρώσοι είχαν βρεθεί στο πλευρό των Ελλήνων χωρίς το επιθυμητό για τους Έλληνες αποτέλεσμα, ακολούθησε το 1774 η συνθήκη του Κιουτσούκ Καïναρτζή, με την οποία η Οθωμανική αυτοκρατορία επέτρεπε στο εξής την ελεύθερη διέλευση των ρώσικων πλοίων από τα στενά του Βοσπόρου, αλλά κι έδινε στη Ρωσία το δικαίωμα της επέμβασης για προστασία των χριστιανικών πληθυσμών στην Οθωμανική αυτοκρατορία, αν έκρινε ότι υπάρχει καταπίεση στην άσκηση των θρησκευτικών, ή μή, δικαιωμάτων τους.

 

Φ.3 Χάρτης με τις επιχειρήσεις στα Ορλωφικά

 

Μετά τα Ορλωφικά είχε παραλύσει κάθε επαναστατική διάθεση.


Φ.4 Εξέγερση Ορλωφικών 1770

Ο πρώτος που ξεκίνησε επαναστατικές ενέργειες κατά των τούρκων και αναζωπύρωσε το επαναστατικό φρόνημα των Ελλήνων ήταν ο συντοπίτης μας Λάμπρος Κατσώνης, με πειρατική δράση κατά τούρκικων πλοίων στο Αιγαίο από το 1788 ως το 1792, ανακηρύσσοντας περιοχή της Μάνης ως ελεύθερη και τον εαυτό του «Πρίγκηπα της Μάνης».


Φ.5 Ο Λάμπρος Κατσώνης


Φ.6 Σημαία Λάμπρου Κατσώνη

 

Φ.7 Λάβαρο Λάμπρου Κατσώνη

 Ακολούθησε χρονικά ο πολιτικός στοχαστής, πρωτεργάτης του νεοελληνικού διαφωτισμού και νεομάρτυρας Ρήγας Φεραίος, με θαυμαστή δραστηριότητα από το 1792 έως το 1797.

 


Φ.8 Ρήγας Φεραίος

Μετά ακολούθησε ο Κατσαντώνης από το 1803, που μετέτρεψε τους κλέφτες σε «κλεφτουριά» (Βαλαωρίτης), την οποία και δόξασε, έχοντας «δεξί χέρι» του τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, ως τον φριχτό θάνατό του το 1809 από τον Αλή Πασά.

 Φ.9 Ο  Κατσαντώνης                    Φ.10 Ο Κατσαντώνης κατά τον Θεόφιλο

 Ακολούθησε ως γεγονός η πρώτη κλεφταρματολική σύναξη που έγινε το καλοκαίρι του 1805 στο Καρπενήσι και θεωρείται ο προπομπός της Επανάστασης (κατά τον Μπαρτόλδυ Μέντελσον, «η πρώτη αφετηρία συστηματικής αντίστασης κατά των τούρκων»), οικοδεσπότης της οποίας κατονομάζεται ο πρώην αρματολός του Καρπενησιού και τότε δημογέροντας Δημήτριος Παλαιόπουλος, που είχε διατελέσει ταγματάρχης στον ρώσικο στρατό, αλλά και αλληλογραφούσε με τον Ρήγα Φεραίο και τον Μέγα Ναπολέοντα, ο οποίος συνελήφθη από τον Αλή Πασά, φυλακίστηκε στα Γιάννενα κι απέδρασε μετά από 3 έτη, καταφεύγοντας στην Κωνσταντινούπολη, όμως καταστράφηκε οικονομικά (*), ενώ αρματολός ήταν ο Γιώργος Βλάχος ή Βλαχογιωργάκης, που σε επόμενο χρόνο εκτελέστηκε με εντολή του Αλή Πασά.  



 

Φ. 11 Αλή Πασάς                   Φ12 Χορός Κατσαντώνη με Καποδίστρια            

 Αργότερα, την 1 Ιουλίου 1807 έγινε υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια η μεγάλη συνέλευση των κλεφταρματολών στη θέση «Μαγεμένος» στη Λευκάδα, όπου είχαν μεταβεί για την αποβείσα επιτυχή «Άμυνα της Λευκάδας» έναντι της επίθεσης του Αλή Πασά, την οποία ακολούθησε η γιορτή της «Εθνικής Αναγέννησης», κι αφού αποφασίστηκε να γινόταν ξεσηκωμός ενάντια στον οθωμανικό ζυγό, εκλέχτηκε «γενικός αρχηγός των κλεφτών», πολέμαρχος των Ελλήνων, ο Κατσαντώνης. Ο ξεσηκωμός τελικά δεν έγινε, διότι η Ιόνια Πολιτεία μόλις τα τέλη Ιουλίου 1807 πέρασε με τη συνθήκη του Τιλσίτ από τους Ρώσους στους Γάλλους.

Ακολούθησε το 1814 η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, που προετοίμασε ποικιλοτρόπως την Επανάσταση, την οποία οργάνωσε και κήρυξε το 1821.

Φ.13 Σημαία Φιλικής Εταιρείας

 

Στη συνέχεια, με την Επανάσταση του 1821 και στη διάρκεια αυτής, εμφανίζεται ο Κολοκοτρώνης με σπουδαία και καταλυτική δράση, ιδίως με την άλωση της Τριπολιτσάς και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στη μάχη των Δερβενακίων.

 

 Φ.14 Ο Κολοκοτρώνης

Επίσης, εμφανίζεται και ο Καραϊσκάκης, κι αυτός από την αρχή της Επανάστασης, ιδίως όμως από το 1825 ως τον θάνατό του το 1827.

Βέβαια, υπάρχει κι ο Καποδίστριας, ο οποίος, αφού είχε μεγάλη αφανή διπλωματική δράση για την απελευθέρωση της Ελλάδας κι εν συνεχεία την επέκταση των αρχικών συνόρων της, που όμως δεν μπορεί να γίνει γνωστή, παρά μόνο από τον συνδυασμό γεγονότων, έγινε ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, διοικώντας την με υποδειγματική δικαιοσύνη.     

 

Φ.15 Ο Καποδίστριας

 ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ ΣΤΗ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΗΝ 25 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1826 ΕΩΣ ΤΗΝ 21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1827

11 Απριλίου 1826: Έξοδος του Μεσολογγίου, πλήθος Μεσολογγιτών πήγε στην Ακρόπολη των Αθηνών όπου οχυρώθηκε.


 Φ.16 Έξοδος Μεσολογγίου

 Τα πάντα έδειχναν ότι η Επανάσταση εξέπνεε. «Οι κάτοικοι της Στερεάς Ελλάδας περί τα μέσα του 1826, ουδεμίαν ουδαμού του ορίζοντος καθορώντες ακτίνα παραμυθίας, περιέπεσον εις εσχάτην απελπισίαν» (Παπαρρηγόπουλος).

15 Ιουνίου 1826: Ο Καραϊσκάκης εμφανίστηκε αυτόκλητος στην κυβέρνηση (ονομαζόταν «Διοικητική Επιτροπή», με πρόεδρο τον Ανδρέα Ζαΐμη) και ζήτησε την αρχιστρατηγία της Στερεάς Ελλάδας.

Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι, στον χρόνο εκείνο που η Επανάσταση εξέπνεε, «η εκπεσούσα της Επαναστάσεως θρυαλλίς ανήψεν εν τη αμορφώτω και πολυμιγεί εκείνη ψυχή την φλόγα της Επαναστάσεως και της μεγαλοπραγμοσύνης».

26 Ιουνίου 1826: Κάλεσμα του Καραϊσκάκη στον Κολοκοτρώνη για αντάμωση και συνεννόησή τους. Του έγραψε:

«Εξοχώτατε αρχηγέ, είναι ανάγκη, και ανάγκη μεγάλη διά την προσωπικήν μας αντάμωσιν, να ενώσωμεν τα συμφέροντα της πατρίδος και να τιμήσωμεν τα άρματα. Επειδή δεν έχομεν τον καιρόν οπού να σε εκτανθούμεν τα πάντα εις πλάτος, τα πληροφορείσθε από το γράμμα του κόντε Μεταξά. Ετούτο μόνον σε λέμε. Χωρίς αναβολήν καιρού να έλθης εις το Άστρος ή Άργος, στέλλοντάς μας πρωτήτερα διά να ελθούμεν και ημείς να ομιλήσωμεν τα δέοντα. Αυτό σας παρακαλούμεν να μη βάλετε στιγμήν εις την μέσην ότι δεν επιδέχεται άργητα. Μένομεν. Τη 26 Ιουνίου εν Ναυπλίω 1826. Οι αδελφοί σας ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ και λοιποί Ρουμελιώται πέρα και πέρα».

Πράγματι, ο Κολοκοτρώνης ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Καραϊσκάκη και συναντήθηκαν την 26 Ιουνίου 1826 στο Άργος, όπου ορκίστηκαν μεταξύ τους παντοτινή φιλία, πίστη και αλληλοβοήθεια, ενώ ο Κολοκοτρώνης έδωσε στον Καραϊσκάκη, για να τον συνδράμουν στον αγώνα του, τον γιό του Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον Νικηταρά Σταματελόπουλο. Ο Δ. Κόκκινος παραθέτει σχετικό έγγραφο, που συντάχθηκε τον Ιούλιο 1826, «αποτελούν μυστική συμφωνία μεταξύ των πολεμικών αρχηγών διά την ένωσίν των εις τον αγώνα».

16 Ιουλίου 1826: Ο Κιουταχής αρχίζει να πολιορκεί με 10.000 ιππείς και 26 πυροβόλα την Ακρόπολη των Αθηνών, που είχε φρούραρχο τον Γκούρα.

18 Ιουλίου 1826: Ο Καραϊσκάκης ορίζεται από την κυβέρνηση του Ζαΐμη («Διοικητική Επιτροπή»), στο Μπούρτζι του Ναυπλίου, «Αρχιστράτηγος Χέρσου Ελλάδος - Γενικός Αρχηγός».

19 Ιουλίου 1826: Ο Καραϊσκάκης ξεκίνησε από το Ναύπλιο με 130 άνδρες και στρατοπέδευσε στην Ελευσίνα για να παρεμποδίζει τον Κιουταχή, κι εκεί σχηματίζει τελικά στρατόπεδο 3.500 ανδρών.

12 Αυγούστου 1826: Επιστολή Καραϊσκάκη στον Κολοκοτρώνη, που με την από 10 Αυγούστου 1826 επιστολή του στον Καραϊσκάκη είχε γράψει «εγώ είμαι αδελφός σου αχώριστος μέχρι θανάτου», με την οποία απαντάει στον Κολοκοτρώνη:

«Από μόνη τη σοφή και προσαρμοσμένη διοίκηση κρέμεται η ευτυχία της Ελλάδας. Άδικο λοιπόν είναι εμείς οι Έλληνες να αδιαφορούμε στο πώς και ποιοί θα μας διοικούν. Έξευρέ με, καθώς και υπεσχέθημεν ο εις τον άλλον, αχώριστος αδελφός σου, διότι σου έδωσα τον λόγον της τιμής μου και πρέπει να αποθάνω απάνω εις αυτόν».

18 Αυγούστου 1816: Νέα επιστολή Καραϊσκάκη στον Κολοκοτρώνη, όπου του έγραψε:

«Γενναιότατε αδελφέ Κολοκοτρώνη! … Ανάγκη πάσα είναι να με προφθάσης την άτακτον καβαλλαρίαν οπού έχετε αυτού, είναι εδώ και η τακτική, κατορθώνομεν και μερικούς ακόμη από άλογα γερά και πινιτζίδες όπου είναι εις το στρατόπεδον, και γίνεται εν σώμα από 300 και επέκεινα, τόσοι φθάνουν δια να κυνηγήσουν τον εχθρόν. Και μέσα εις την Πελοπόννησον γνωρίζω ότι χρησιμεύει η καβαλλαρία, πολύ περισσότερον όμως θέλει ωφελήσει αν έλθη εδώ και ενωθή με την τακτικήν, και τότε αφού δώσωμεν του διαβόλου τον Κιουταχή, ερχόμεθα συσσωματωμένοι και πέφτομεν εις τον Ιμπραήμην. Στρατηγέ και αδελφέ! Ημείς ενώθημεν και η ένωσίς μας θε να είναι παντοτινή. Πρέπει όμως να δείξωμεν εις τους Έλληνες και εις τους ξένους ότι ο σκοπός της ενώσεώς μας είναι το κοινόν της Πατρίδος όφελος. Βοήθησέ με, η γενναιότης σου, εις αυτήν την εκστρατείαν της Ρούμελης διά να χάσωμεν τον Κιουταχή, και ακολούθως σε βοηθώ και εγώ με την ζωήν μου και χάνεται ο Ιμπραήμης. Αυτή η αμοιβαία βοήθεια είναι ο μόνος δεσμός της φιλίας μας, δεσμός όπου θα ξιππάσει όλους τους ιδιοτελείς και όπου θα σώσει την πατρίδα …. ».

19 Αυγούστου 1816: Αναγγέλεται στον Καραϊσκάκη ο θάνατος της γυναίκας του Γκόλφως Ψαρογιαννοπούλου στο νησί του Ιονίου πελάγους Κάλαμος, όπου κατοικούσε με τα 3 παιδιά τους,  κι ακολουθεί την ίδια μέρα επιστολή Καραϊσκάκη στην κυβέρνηση.

Την 25 Μαΐου 1825 ο Καραϊσκάκης είχε γράψει στη γυναίκα του: «Είμαι περίλυπος οπού μας επερκύκλωσεν η Τουρκία εδώ, και μ’ εμποδίζει κατά το παρόν από το να έλθω αυτού, κι εσείς με καρτερούσατε. Ας έχομεν υπομονή όμως και ο Θεός τα φέρει δεξιά, διότι ο καιρός είναι δυστυχισμένος».

Στην επιστολή του προς την κυβέρνηση, με τον θάνατο της γυναίκας του, ο Καραϊσκάκης έγραψε:

«Απέθανεν η σύζυγός μου και ήθελον να υπάγω να οικονομήσω τα παιδιά μου, αλλά δεν αφήνω την πατρίδα. Ο αγαθός πολίτης χρεωστεί να θεωρή ως δεύτερα τα μερικά, πάντα προς τα κοινά του έθνους συμφέροντα. Απεφάσισα να προτιμήσω και αυτής της οικίας μου την παντελή απώλειαν, εάν, κατά δυστυχίαν, ακολουθήσει, διά να μη παραιτήσω κατ’ αυτάς τας κρισίμους περιστάσεις την υπηρεσίαν της Πατρίδος, υπέρ της οποίας θέλω θυσιάσει και αυτό το ολίγο αίμα μου».

20 Σεπτεμβρίου 1826: Αίτημα του Καραϊσκάκη στην κυβέρνηση να τον αντικαταστήσει, λόγω έλλειψης υλικής υποστήριξης.

23 Σεπτεμβρίου 1826: Η κυβέρνηση εκδίδει διαταγή, με την οποία δεν δέχεται το αίτημα του Καραϊσκάκη για αντικατάστασή του.

1 Οκτωβρίου 1826: Θάνατος του Γκούρα στην Ακρόπολη Αθηνών από βομβαρδισμό.

12 Οκτωβρίου 1826: Είσοδος στην Ακρόπολη του Κριεζιώτη, ως νέου φρούραρχου αυτής.

Ο Καραϊσκάκης επέλεξε τον Κριεζιώτη και τον παρότρυνε να εισέλθει στην πολιορκούμενη Ακρόπολη των Αθηνών, για να αναλάβει αυτός τη διοίκησή της. Επειδή ο Κριεζιώτης έδειχνε να διστάζει, ο Καραϊσκάκης του πρόβαλε, μεγαλοφυώς όπως χαρακτηρίστηκε, ως τέχνασμα για να τον πείσει, ότι αναλαμβάνοντας τη φρουρά της Ακρόπολης θα κάνει γυναίκα του την ξακουστής ομορφιάς γυναίκα του Γκούρα, που την αποκαλούσαν Νταλιάνα ως υψηλή σαν το ντουφέκι νταλιάνι, κι ακόμη θα αποκτήσει και την τεράστια περιουσία (1.000.000 γρόσια), που είχε κάνει στην Αθήνα (τα ακίνητα του Γκούρα μάλλον περιήλθαν σε μεγάλο βαθμό στον Μακρυγιάννη). Πράγματι, την 12 Οκτωβρίου 1826 ο Κριεζιώτης εισήλθε με 450 άνδρες στην Ακρόπολη των Αθηνών, οπότε ο Καραϊσκάκης αισθάνθηκε ασφαλής, ώστε να πραγματοποιήσει απερίσπαστος την εκστρατεία που σχεδίαζε να κάνει μέσα στο καταχείμωνο στη Στερεά Ελλάδα.

25 Οκτωβρίου 1826: Αναχώρηση του Καραϊσκάκη από την Ελευσίνα για την εκστρατεία στη Στερεά Ελλάδα, με απόφαση που έλαβε με αποκλειστικά δική του πρωτοβουλία, με σκοπό την απελευθέρωσή της, ώστε να αποκόψει τον Κιουταχή από τους δρόμους ανεφοδιασμού του και να τον εξαναγκάσει σε αποχώρησή του.

Λίγο πρίν ξεκινήσει την εκστρατεία του στην Στερεά Ελλάδα, ο Καραϊσκάκης μίλησε στους αξιωματικούς του Παλαμηδίου και τους συμβούλευσε:

«Πάρτε από τον Φαβιέρο όσα δύνασθε, προσέξατε όμως να φυλάξετε την υπόληψιν της πατρίδος και ημών, διότι εσείς δεν είσθε ταλαρίσιοι (δηλαδή άνανδροι, που αλλάζουν στρατόπεδο, όταν τους δίνουν ένα τάληρο περισσότερο)». 

Ο Κασομούλης έγραψε ότι, πρίν την εκστρατεία του Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα, οι αξιωματικοί του δέχτηκαν την πρότασή του και ορκίστηκαν πως κανένας δεν θα κάνει κατάχρηση. Ο Βλαχογιάννης έγραψε ότι ο Καραϊσκάκης εγκατέστησε σύστημα ταχτικό, που κανείς να μην παίρνει κάτι από κάποιον χωρίς να το πληρώνει, περνώντας ανάμεσα από κοπάδια χωρίς να πειράξουν ούτε ένα ζώο. Ο Γαλανούλης γράφει ότι, στις περιπτώσεις που στερούνταν χρημάτων προς άμεση αγορά και εξόφληση, ο Καραϊσκάκης έδινε «εγγυήσεις», δηλαδή υπογεγραμμένες αποδείξεις παραλαβής ή αξίας των ειδών (σφαχτών, σιταριού, παξιμαδιών κλπ.), με βάση τις οποίες οι κάτοχοί τους λάμβαναν το αντίστοιχο ποσόν από τα ταμεία της διοίκησης. Ο Καραϊσκάκης ξεκίνησε την εξόρμησή του στην Στερεά Ελλάδα, σύροντας μαζί του το στράτευμα από νίκη σε νίκη τέλεια απλήρωτο, λόγω της υπόληψης που είχε από τον στρατό του που τον ακολουθούσε πιστός στα δεινά του πολέμου χωρίς να λάβει οβολό (Κασομούλης, Αγγελής).

25 Οκτωβρίου 1826: Ξεκίνησαν μάχες στη Δοβραίνα και στα κοντινά χωριά Χώστια και Κακόσι.

30 Οκτωβρίου 1826: Πέρασμα του Καραϊσκάκη στον Ζαγαρά και στον Κουτουμουλά, οι κάτοικοι των οποίων συνεννοούνταν με τους τούρκους (Φωτιάδης).

31 Οκτωβρίου 1826: Αποστολή οπλαρχηγών στα Σάλωνα (Άμφισσα) για πολιορκία του κάστρου τους, ταυτόχρονα αποστολή άλλων οπλαρχηγών στη Βιτρινίτσα (Ερατεινή).

8 Νοεμβρίου 1826: Συντριβή Κωλέττη, που είχε τη συνδρομή γάλλου αξιωματικού και των οπλαρχηγών Γάτσου και Καρατάσου με 1.500 ολύμπιους, σε μάχη στο Ταλάντι (Αταλάντη) και στο Ταλαντονήσι (Αταλαντονήσι), όπου υπήρχαν αποθήκες ανεφοδιασμού των τούρκων, από στρατό 5.000 ανδρών υπό τον Ομέρ πασά της Καρύστου.   

11 Νοεμβρίου 1826: Σκοτώθηκε στη Δοβραίνα ο οπλαρχηγός Σουλτάνης.

14 Νοεμβρίου 1826: Αποχώρηση Καραϊσκάκη από τη Δοβραίνα, για τα Χώστια, με απώτερο σκοπό να μεταβεί στην Αράχωβα, καθόσον είχε πληροφορίες ότι τούρκικη στρατιά θα κατευθυνόταν εκεί, μετά στην Ιτέα, απ’ όπου θα πήγαινε με πλοία στην Πελοπόννησο, για να ενωνόταν με τις δυνάμεις του Ιμπραήμ και, αφού κατέπνιγαν μαζί την Επανάσταση, να επιτίθεντο και στο Ναύπλιο.

15 Νοεμβρίου 1826: Ο Καραϊσκάκης έστειλε μπουλούκια για να αρπάξει τα κοπάδια των στεβενικιωτών για την επίμονη τουρκολατρεία τους (Αινιάν. Φωτιάδης).

Οι Σουλιώτες διαμαρτυρήθηκαν στον Καραϊσκάκη, διότι πήρε αυτή την απόφαση χωρίς να τους ρωτήσει, κάτι που τους οδήγησε να θέσουν ζήτημα αρχηγίας της εκστρατείας. Έγινε μεγάλη αναταραχή λόγω της αμφισβήτησης του κύρους της αρχηγίας του Καραϊσκάκη από τους Σουλιώτες, όμως η παρέμβαση του Λάμπρου Βέικου τους έκανε να υποχωρήσουν.

Ο Καραϊσκάκης τους είπε: «Μία είναι η πατρίδα. Γι’ αυτήν πολεμάμε όλοι. Ας λευτερωθούμε και τότε κανείς δεν θα είναι αδικημένος. Τώρα ας ξεχάσουμε όσα γίνηκαν κι ας πολεμήσουμε ξανά σαν αδέλφια τον οχτρό».

18 Νοεμβρίου 1826: Άφιξη του Καραϊσκάκη στη Μονή Οσίου Λουκά και διανυκτέρευση στο Δίστομο, με την ομάδα του, κατά την παράδοση, σε σπίτι της οικογένειας Σταθά.

 

Φ.17 Σπίτι στο Δίστομο 18-11-2-1826

Φ.18 Πινακίδα στο σπίτι στο Δίστομο 18-11-1826

Ταυτόχρονα, άφιξη τούρκικης στρατιάς άνω των 3.000 ανδρών στη Μονή Ιερουσαλήμ στη Δαύλεια. Εκεί ο μοναχός Παφνούτιος της Μονής Ιερουσαλήμ άκουσε τα σχέδια των τούρκων και κατ’ εντολή του ηγούμενου πήγε μέσα στη νύχτα στο Δίστομο και ενημέρωσε τον Καραϊσκάκη.

Λεπτομέρειες:

Το ίδιο βράδυ η τούρκικη στρατιά, υπό τους Μουσταφάμπεη (ή Μουστάμπεη) που ήταν διοικητής της Λιβαδειάς, Κεχαγιάμπεη, Καριοφίλμπεη και Ελμάζμπεη, είχε στρατοπεδεύσει στη Δαύλεια, στη Μονή Ιερουσαλήμ, με 2.000 στρατιώτες. Εκεί ο μοναχός Παφνούτιος που γνώριζε αρβανίτικα άκουσε τους τουρκαλβανούς να λένε ότι πρωί πρωί θα έφευγαν για να περάσουν την Αράχωβα. Ο Παφνούτιος το είπε στον ηγούμενο, κι αυτός του έδωσε την εντολή να πάει μέσα στη νύχτα στο Δίστομο και να ενημερώσει τον Καραϊσκάκη.

Πράγματι, ο Παφνούτιος πήγε μέσα στη νύχτα στο Δίστομο κι ειδοποίησε τον Καραϊσκάκη για τις προθέσεις των τούρκων, λέγοντάς του πως άκουσε να λένε ότι μία ομάδα 500 ανδρών θα πάει στην Αράχωβα από τον Παρνασσό, μέσα από χαράδρες, από βορειοανατολικά δηλαδή, για να βρεθούν στη βόρεια μεριά της Αράχωβας, κι ότι οι υπόλοιποι θα πάνε από τον Ζεμενό Ο Καραϊσκάκης αμέσως έδωσε εντολή στον Γαρδικιώτη Γρίβα και στον Βάγια να πάνε μέσα στη νύχτα με τις ομάδες τους στην Αράχωβα και να πιάσουν τον Άγιο Γεώργιο και τα γύρω σπίτια και να περιμένουν τους τούρκους, κάτι που έκαναν, ενώ την επόμενη έστειλε προς ενίσχυσή τους και τον Χατζηπέτρο, για να τους χτυπήσει πισώπλατα, από νότια δηλαδή. Επίσης, έστειλε αγγελιοφόρο στα Σάλωνα να ειδοποιήσει τον Νάκο Πανουργιά, τον Δυοβουνιώτη και τον Γιαννούση Πανομάρα να αφήσουν την πολιορκία και να αποκλείσουν την Αράχωβα από δυτικά. Ο ίδιος περίμενε στο Δίστομο.

19 Νοεμβρίου 1826: Έναρξη μάχης στην Αράχωβα.

Λεπτομέρειες:

Μέρος από την τούρκικη στρατιά (500 άνδρες) την 19 Νοεμβρίου 1826 πράγματι πήγε στην Αράχωβα βορειοανατολικά από το βουνό, κι η υπόλοιπη στρατιά με τα μέσα μεταφοράς που είχαν πέρασε τη Σχιστή οδό και κατευθύνθηκε προς τον Ζεμενό. Όταν η μικρή ομάδα των τούρκων έφτασε στην Αράχωβα από το επάνω βόρειο μέρος της κι έπιασε κάποια σπίτια, ο Γαρδικιώτης Γρίβας που είχε πρόσταγμα από τον Καραϊσκάκη της αντεπιτέθηκε, γιατί πρώτοι οι τούρκοι άνοιξαν πύρ, αντιληφθέντες ότι οι Έλληνες έχουν πιάσει το ύψωμα απ’ το γεγονός ότι ουδείς αραχωβίτης βγήκε να τους υποδεχθεί, ενώ οι Έλληνες έβλεπαν τον Χατζηπέτρο να κατηφορίζει κι αυτός από το αντικρινό βουνό και να τους επιτίθεται από τα νώτα (μάλλον θα βγήκε στο ύψωμα που είναι το ρολόι). Ακόμη, όταν η τούρκικη στρατιά πέρασε τον Ζεμενό κι η κεφαλή της βρισκόταν στην είσοδο της Αράχωβας, κι είχε πλέον ανοίξει πύρ κατά των Ελλήνων, ο Καραϊσκάκης επιτέθηκε στην ουρά της στρατιάς εμποδίζοντας την επιστροφή της. Έτσι, η τούρκικη στρατιά αναγκαζόταν να προχωρήσει προς την Αράχωβα, μαχόμενη και στην κεφαλή και στην ουρά της, βορειοδυτικά και ανατολικά, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να κινείται εναντίον της και ο Πανουργιάς από δυτικά, οπότε οι τούρκοι εγκλωβίστηκαν στην Αράχωβα, αφού νότια υπάρχει γκρεμός, αλλά κι οι δυνάμεις του Χατζηπέτρου, έτσι ήταν αδύνατη η κίνηση και ανάπτυξη δυνάμεων προς αυτό το μέρος. Οι Έλληνες εκμεταλλεύτηκαν άριστα τη δυνατότητα που είχαν να μπαίνουν στα σπίτια των αραχωβιτών και να αναπαύονται, να τρώνε και να ζεσταίνονται, αφού ήδη είχε ενσκήψει δριμύτατο ψύχος.

20 Νοεμβρίου 1826: Αίτημα τουρκαλβανών για να τους επιτραπεί η αποχώρηση με ομήρους δύο μπέηδες.

Λεπτομέρειες:

Κι ενώ οι μάχες συνεχίζονταν μέσα στην Αράχωβα, την 20 Νοεμβρίου 1826, τουρκαλβανοί, λόγω πείνας και δίψας, ζήτησαν από τον Καραϊσκάκη, που είχε εγκατασταθεί στον Ναό του Αγίου Γεωργίου, να τους αφήσει να φύγουν. Όμως, το αντάλλαγμα που ζήτησε ο Καραϊσκάκης, δηλαδή να ελευθερωθούν η Λιβαδειά και τα Σάλωνα και να παραδώσουν τα όπλα δεν έγινε δεκτό, ενώ το μόνο που ήθελαν οι τούρκοι ήταν να δοθούν ως όμηροι προς εγγύηση όσων θα συμφωνούσαν ο Μουσταφάμπεης και ο Καριοφίλμπεης, έτσι δεν επήλθε συμφωνία κι η μάχη συνεχίστηκε.

21 Νοεμβρίου 1826: Απόκρουση νέας στρατιάς 3.000 ανδρών στο Ζεμενό από 300 διαλεχτά παλληκάρια του Καραϊσκάκη και διασκορπισμός του προς τη Δαύλεια.

Λεπτομέρειες:

Την 21 Νοεμβρίου 1826 ο Καραϊσκάκης με 300 διαλεχτούς Έλληνες απέκρουσε στο Ζεμενό στράτευμα 3.000 στρατιωτών που έστειλαν οι τούρκοι υπό τον Ισμαήλμπεη προς βοήθεια των αποκλεισμένων στην Αράχωβα κι αυτό σκόρπισε προς τη Δαύλεια (Κουτσονίκας, Αγγελής).

22 Νοεμβρίου 1826: Αρχίζει να πέφτει χιόνι.

23 Νοεμβρίου 1826: Σκοτώνεται ο Μουσταφάμπεης, το κρύβουν οι τούρκοι από τους Έλληνες, για να μην αντιληφθούν ότι πλέον είχε καμφθεί το ηθικό τους.

24 Νοεμβρίου 1826: Οι τούρκοι στέλνουν στον Καραϊσκάκη τον Τάτση Μαγγίνα να δεχθεί υπό όρους την αποχώρησή τους που δεν γίνονται δεκτοί. Ο Καραϊσκάκης στέλνει τον Τάτση Μαγγίνα στο Ναύπλιο. Ακολουθεί συντριβή των τούρκων, κι αποχώρηση μέσα από το βουνό 300 τούρκων που σώθηκαν από τη σφαγή με τη βοήθεια του προδότη Ζελιγιανναίου. Στήσιμο τροπαίου στον λόφο Πλόβαρμα.

Φ.19 Λάφυρα από τη μάχη της Αράχωβας

 

Φ.20 Τρόπαιο στο Πλόβαρμα

Λεπτομέρειες:

Η μάχη συνεχιζόταν σκληρά με μεγάλες απώλειες από τους τούρκους, ώσπου την 24 Νοεμβρίου 1826 ο Καριοφίλμπεης έστειλε στον Καραϊσκάκη τον Τάτση Μαγγίνα, που μετά την έξοδο του Μεσολογγίου είχε περάσει στους τούρκους (μαζί του και τον τουρκαλβανό Δαλίπη), ο οποίος του πρόσφερε 500.000 γρόσια (τεράστιο ποσόν) και να τους αφήσει να φύγουν, ενώ ήδη χιόνιζε και το κρύο ήταν ανυπόφορο. Ο Καραϊσκάκης δεν δέχτηκε το ποσόν, απαιτούσε να του παραδώσουν κι όλα τα λάβαρα, τις σημαίες, τα όπλα και τις τροφές, μαζί με την απελευθέρωση των κάστρων της Λιβαδειάς και των Σαλώνων, κάτι που δεν έγινε δεκτό. Όμως συνέλαβε τον προδότη Τάτση Μαγγίνα και τον έστειλε στην κυβέρνηση στο Ναύπλιο, για να δικαστεί. Εκεί ο Τάτσης Μαγγίνας ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πάει με τη θέλησή του στους τούρκους, αλλά ήταν όμηρος. Είπε ακόμη ο Τάτσης Μαγγίνας ότι ο Ομέρ πασάς του έδειξε γράμματα που πήρε από τον Κωλέττη, όπου του έλεγε πως κάνει κρυφά ό,τι μπορούσε για να τον βοηθήσει, όμως κάποιοι θεώρησαν ότι η μαρτυρία αυτή δόθηκε κατόπιν εντολής του Μαυροκορδάτου, που εχθρευόταν τον Κωλέττη, για να τον καταστρέψει. Πάντως, έμεινε η υπόνοια για τον Κωλέττη ότι μπορεί να βοήθησε τους τούρκους, γιατί ηττήθηκε χωρίς την κατάλληλη άμυνα στη μάχη που έδωσε από 5 έως 8 Νοεμβρίου 1826 στην Αταλάντη και στο αποκλεισμένο απ’ τις δυνάμεις του Αταλαντονήσι, όμως δεν δόθηκε συνέχεια, παρότι ειπώθηκε ακόμη ότι ανάμεσα στα πράγματα που παράτησαν οι τούρκοι στην Αράχωβα βρέθηκαν και γράμματα του Κωλέττη προς τον Μουσταφάμπεη. Ο Τάτσης Μαγγίνας πάντως ήταν ένας από τους δικαστές του Καραϊσκάκη, που είχε ορίσει ο Μαυροκορδάτος, στη δίκη που έγινε την 1 και την 2 Απριλίου 1824 στον Ναό Παναγίας στο Αιτωλικό. (**) Τελικά, ο Τάτσης Μαγγίνας έπεισε πως ήταν όμηρος των τούρκων και δεν δικάστηκε, ενώ το 1827 έγινε βουλευτής κι αργότερα έγινε και υπουργός Οικονομικών στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα.

Οι τούρκοι, βλέποντας την συντριβή τους, αποφάσισαν να φύγουν κινούμενοι προς βορειοανατολικά, όπου οι Έλληνες τους εξόντωσαν πλήν 300, που σώθηκαν χάρη στον προδότη Ζελιγιανναίο, ο οποίος προφανώς με χρηματικό αντάλλαγμα τους οδήγησε μέσα από μονοπάτια στη Δαύλεια, όμως πολλοί ήταν που έχασαν τη ζωή τους από το κρύο τη στιγμή που προσπαθούσαν να σωθούν. Οι Έλληνες έπαιρναν από τους νεκρούς, κι από τους ζωντανούς ακόμη, τούρκους τα κεμέρια τους (χρηματοθήκες) και τα άρματά τους. Ήταν τόσο πολύ το χιόνι, ώστε πολλοί θάφτηκαν μέσα σ’ αυτό και τους βρήκαν τον Μάρτιο 1827 που έλιωσαν τα χιόνια. 

 Ο Καραϊσκάκης έστησε στον λόφο Πλόβαρμα (Γ. Κρέμος) πυραμίδα με τα κομμένα κεφάλια 300 τούρκων και στη βάση της έγραψε την επιγραφή «Τρόπαιον των Ελλήνων κατά των βαρβάρων».

Η μάχη της Αράχωβας είναι ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της Επανάστασης.

Ο Κόκκινος έγραψε ότι «είναι ωσάν μία καταυγαζόμενη υπό του φωτός Πύλη, διά της οποίας ο Καραϊσκάκης εισέρχεται εις την ιστορίαν». Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει «ήταν ημέρα αναστάσεως όλης της Ελλάδος». Ο Σπηλιάδης έγραψε ότι «δεν ανέστησε η ολιγαρχία την Στερεά Ελλάδα, την ανέστησε ο Καραϊσκάκης, ότι άλλος δεν την ανέστησε, θα το αποδείξει ο θάνατός του». Ο Βλαχογιάννης έγραψε ότι «η νίκη της Αράχωβας ύστερα από τόσες συμφορές είχε φτάσει θεόσταλτα για να δώσει αναψυχή στο αποκαμωμένο έθνος».

Το φρόνημα των Ελλήνων αναζωπυρώθηκε κι η Επανάσταση έλαβε νέα πνοή.

26 Νοεμβρίου 1826: Επιστολή του Καραϊσκάκη στην κυβέρνηση, όπου έγραψε, μεταξύ άλλων, ότι:

«Διά της δυνάμεως και βοηθείας του υψίστου Θεού πέμπομεν τας χαροποιάς αγγελίας περί της λαμπράς νίκης, η οποία εγένετο κατά των εχθρών εις Ράχοβαν. Ας πανηγυρίση λοιπόν όλο το έθνος την λαμπροτάτην ταύτην νίκην και ας δώση δόξαν εις τον ύψιστον. Η νίκη αυτή είναι η σημαντικοτέρα της Ελλάδος και θέλει φέρει πολλά και μεγάλα αποτελέσματα. Ελπίζομεν εις την θείαν βοήθειαν και εις την ευχήν της Πατρίδος και της Σεβαστής ημών Διοικήσεως να καταδαμάσωμεν τάχιστα τον εχθρόν και να ματαιώσωμεν τους ολεθρίους αυτού σκοπούς» (Θ. Χαρίτος, Αγγελής).

30 Νοεμβρίου 1826: Ο Καραϊσκάκης μεταβαίνει στη Βελίτσα.

5 Δεκεμβρίου 1826: Νέα τούρκικη στρατιά κινείται για μεταφορά εφοδίων στον Κιουταχή και για να σώσει τα κάστρα της Λιβαδειάς και των Σαλώνων. 

8 Δεκεμβρίου 1826: Σπουδαία νικηφόρα μάχη του Καραϊσκάκη που μετέβη προς αντιμετώπιση των τούρκων στο Τουρκοχώρι (βρισκόταν κοντά στην Αμφίκλεια).

10 Δεκεμβρίου 1826: Στη μετακίνηση του Καραϊσκάκη προς το Πατρατζίκι (Υπάτη) πνίγηκαν 12 παλληκάρια στη Γραβιά, μετά έγινε πέρασμα από Σουβάλα και Αγόριανη, όπου βρήκαν τροφή και θέρμανση.

15 Δεκεμβρίου 1826: Ο Καραϊσκάκης πληροφορείται ότι μεγάλη στρατιά υπό τον Ομέρ πασά κατευθύνεται προς τα Σάλωνα, από όπου θα πήγαινε στην Ιτέα, κι από εκεί στην Πελοπόννησο, για να ενωθεί με τον Ιμπραήμ κι από κοινού να καταπνίξουν την Επανάσταση, με επόμενο σκοπό να επιτεθούν στο Ναύπλιο. Έτσι, ο Καραϊσκάκης προτίμησε να πάει στην Αράχωβα για να έχει έλεγχο των κινήσεων των τούρκων.

16 Δεκεμβρίου 1826: Ο Καραϊσκάκης, λόγω καθυστέρησης κινήσεων του Ομέρ πασά, πηγαίνει στο Λιδωρίκι, προς αναζήτηση τροφής για το στράτευμα. Την ίδια ημέρα έγινε συγκέντρωση στο Κλημάκι στρατού 1.800 ανδρών με έλληνες προσκυνημένους οπλαρχηγούς και με τούρκους, για να πάνε σε βοήθεια του Κιουταχή, όμως με την εμφάνιση του Καραϊσκάκη το στράτευμα διαλύεται.

17 Δεκεμβρίου 1826: Ο Καραϊσκάκης στο Λιδωρίκι ζητάει από τον Σαφάκα να του δώσει τα γεννήματα που είχε στις αποθήκες του, κι αυτός αρνείται λέγοντας πως τα έχει χάρισμα από τον Κιουταχή και πως τα δίνει μόνο αν «πλερωθεί», προσφεύγοντας στην υποστήριξη του Βέικου.

18 Δεκεμβρίου 1826: Ο Βέικος θέτει ερώτημα στους άλλους οπλαρχηγούς, αν ο Καραϊσκάκης μπορούσε να πάρει από τον Σαφάκα τα γεννήματα. Ο Καραϊσκάκης έντεχνα το θεωρεί ως αμφισβήτηση του κύρους της αρχηγίας του και θέτει στον Βέικο θέμα, αν αμφισβητείται η δυνατότητα να παίρνει αποφάσεις όπως του επιτρέπει η αρχηγία του, ο οποίος απευθύνθηκε στους οπλαρχηγούς Χατζηπέτρο και Σπυρομήλιο, που την προηγούμενη μέρα, σε σχετική προπαγάνδα που τους έκανε, του είχαν υποσχεθεί παραπλανητικά ότι δεν θα υποστήριζαν το κύρος της αρχηγίας του Καραϊσκάκη, οι οποίοι όμως τον αιφνιδίασαν κι αρνήθηκαν την αμφισβήτηση του κύρους της αρχηγίας του, έτσι οι Σουλιώτες αποχώρησαν ντροπιασμένοι, ενώ ο Καραϊσκάκης πήρε από τον Σαφάκα τα γεννήματα με τα όπλα.

19 Δεκεμβρίου 1826: Επιστολή του Καραϊσκάκη στην κυβέρνηση, στο Ναύπλιο, όπου είχαν σχηματισθεί 7 κόμματα (αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό, μωραΐτικο, ρουμελιώτικο, νησιώτικο, σουλιώτικο), για ομόνοια.

«Αδελφοί. Με θαυμασμόν μας ακούγομεν τους εμφυλίους πολέμους και ταραχάς οπού κάμνετε διά τα ίδια σας πάθη, ενώ ημείς πολεμούμεν και χύνομεν τόσα αίματα ελληνικά διά την απελευθέρωσιν της πατρίδος μας. Ημείς λοιπόν ως αδελφοί, σας γράφομεν και σας λέγομεν να αφήσετε κάθε ιδιαίτερον πάθος και μέρος, και να ενωθείτε ως αδελφοί, ο καθείς εις τα ίδια του. Επειδή φθάνει οπού σας υποφέρωμεν δίς και τρείς φορές, τώρα όμως τα φερσίματά ασς έφθασαν εις την παραλυσίαν και δεν υποφέρονται πλέον» (Κασομούλης). 

30 Δεκεμβρίου 1826: Νέα επιστολή του Καραϊσκάκη στους Ψαριανούς, για να συνδράμουν να πάνε όλοι στην Αθήνα σε πολιορκία του Κιουταχή, όπου γράφει;

«Να παρακινήσετε τη Διοίκηση να ρίξει όλες τις δυνάμεις στην Αθήνα, όπου, αφού κάνω και επαναστατήσουν όλες οι επαρχίες της Στερεάς Ελλάδας, τότε μαζί με όλους τους συναγωνιστές μου, στρατηγούς και οπλαρχηγούς, θα επιστρέψουμε στην Αθήνα για να χύσουμε και τη ρανίδα του αίματός μας στα ιερά εκείνα χώματα, όπου, ή τα δικά μας κόκκαλα θα μείνουν, ή του Κιουταχή».

3 Ιανουαρίου 1817: Επιστολή στον Τσάρο της Ρωσίας.

Ο Σπηλιάδης γράφει ότι ο φιλικός Παν. Αναγνωστόπουλος μερίμνησε για σύνταξη επιστολής προς τον Τσάρο της Ρωσίας και τον Καποδίστρια, που παραδόθηκε αρχές του 1827 στον πρέσβη της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, την οποία υπέγραψε ο Καραϊσκάκης ως γενικός αρχηγός της Χέρσου Ελλάδος, ο Νικηταράς κι ο Κίτσος Τζαβέλας, που έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι «κρίνεται αναγκαιότατο να ζητήσουν και τη βοήθεια του ομοθρήσκου έθνους των Ρώσων, όπερ κατετρόπωσεν τον μέγα λεγόμενον από την Ευρώπη Τούρκο και κατέστησε σεβαστό το χριστιανικό όνομα στον ανατολικό κόσμο» (Φωτιάδης).

17 Ιανουαρίου 1827: Έναρξη επίθεσης των τούρκων στο Δίστομο, όμως οι πολιορκημένοι αμύνονταν σθεναρά.

18 Ιανουαρίου 1827: Ο Καραϊσκάκης πηγαίνοντας για τη Λιβαδειά σταμάτησε στο Μαυρολιθάρι, όπου έμαθε ότι τούρκικη στρατιά 4.000 ανδρών υπό τον Ομέρ Πασά βρισκόταν στο Τουρκοχώρι, κι έτσι την 18 Ιανουαρίου 1827 πήγε στη Βελίτσα για να τον αντιμετωπίσει. Εκεί τον ενημέρωσαν ότι ο Ομέρ πασάς έφυγε από το Τουρκοχώρι. Ο Καραϊσκάκης υποπτεύθηκε ότι ο Ομέρ πασάς πολιορκούσε το Δίστομο (Αινιάν), όπου υπήρχαν 400 Σουλιώτες και Ρουμελιώτες για άμυνα, υπό τους Νότη Μπότσαρη, Μπαϊρακτάρη και Μπούσγο. Ακόμη, την 18 Ιανουαρίου 1827 οι τούρκοι συνέχισαν να επιτίθενται στους πολιορκημένους και προωθήθηκαν στο χωριό, έτσι ώστε μόνο τα νώτα των Ελλήνων ήταν καλυμμένα.

19 Ιανουαρίου 1827: Νέα επίθεση των τούρκων το μεσημέρι που έφτασαν στο κέντρο του χωριού. Εμφάνιση του Δράκου με 300 άνδρες και Λιβαδιτών για ενίσχυση του Διστόμου.

20 Ιανουαρίου 1827: Ο Καραϊσκάκης πέρασε τη Σχιστή οδό στη Δαύλεια.

21 Ιανουαρίου 1827:Ο Καραϊσκάκης, αφού πέρασε από τη Σχιστή οδό, την 21 Ιανουαρίου 1827 βρέθηκε απέναντι από το Δίστομο. Αφού είδε τον τόπο και τρόπο στρατοπέδευσης των τούρκων έξω από το Δίστομο, αποφάσισε το βράδυ, 3 τη νύχτα, όταν οι τούρκοι θα κοιμόντουσαν μέσα στις σκηνές («τσαντήρια»), να κάνει έφοδο χωρίς όπλα, μόνο με τα γιαταγάνια, ανάμεσα από τις σκηνές, με την εντολή να προσέχουν τα σκοινιά όπου ήταν δεμένες, για να μην σκοντάφτουν, με το σύνθημα «λύκος», αν γίνονταν αντιληπτοί, ενώ έστειλε στους έγκλειστους στο Δίστομο έναν αγγελιοφόρο για να τους πεί το σχέδιό του και να τον συνδράμουν, όμως αυτός φοβήθηκε και δεν μπήκε στο Δίστομο, χωρίς πάντως να ενημερώσει τον Καραϊσκάκη. Πράγματι, έγινε η έφοδος, οι Έλληνες έγιναν αντιληπτοί, όμως όχι αμέσως, έγινε μάχη, όπου η ομάδα του Καραϊσκάκη και οι περικυκλωμένοι στο Δίστομο μαχητές, που αντιλήφθηκαν κάπως αργά τί συνέβαινε, κατατρόπωσαν τους τούρκους, έτσι ο Καραϊσκάκης μπήκε στο Δίστομο κι αποσοβήθηκε η κατάληψή του από τους τούρκους.

26 Ιανουαρίου 1827: Κι ενώ οι μάχες στο Δίστομο συνεχίζονταν, επιστολή του Καραϊσκάκη στους πληρεξούσιους των επαρχιών και των αρμάτων (βουλευτές), υπογράφοντας ως «ο Πατριώτης και αδελφός σας», όπου, μεταξύ άλλων, γράφει:

«Ο τόπος, η ομόνοια και η αδελφοσύνη, από ταύτα κρέμαται η σωτηρία όλων μας και είμαστε όλοι αδελφοί, έν έθνος, ας λείψη το Πελοποννήσιοι, Νησιώται και Ρουμελιώται, αλλά όλοι να νομιζώμεθα εν, ως και είμεθα» (Κόκκινος, Παπαγιώργης, Παπαρρηγόπουλος, Χαρίτος, Αγγελής).

Ο Κολοκοτρώνης του απάντησε με την από 28 Ιανουαρίου 1827 επιστολή του, γράφοντας κάπως σουρεαλιστικά:

«γειφτο γηφτο εχεις να καμης με σοη γηφτηκο κε στοχασου» (Χαρίτος).

31 Ιανουαρίου 1827: Μάχη στο Στείρι, όπου ο Καραϊσκάκης κινδύνεψε.

1 Φεβρουαρίου 1827: Ενίσχυση των τούρκων με τακτικό στρατό που για πρώτη φορά εμφανίστηκε στα χρόνια της Επανάστασης.

Κι ενώ οι μάχες στο Δίστομο συνεχίζονταν, οι τούρκοι έλαβαν νέα ενίσχυση από συντεταγμένο τακτικό στρατό, σε παράταξη, με στολές, με τύμπανα, με ξιφολόγχες, με βηματισμό και οργάνωση, περί τα 5.000 άτομα, που για πρώτη φορά εμφανίστηκε τέτοιο φαινόμενο, τρομάζοντας τους Έλληνες.

3 Φεβρουαρίου 1827: Ο Καραϊσκάκης απέκρουσε την επίθεση του τακτικού στρατού.

5 Φεβρουαρίου 1827: Νέα επίθεση του Καραϊσκάκη κατά των τούρκων στο Δίστομο.

6 Φεβρουαρίου 1827: Αποχώρηση των τούρκων από το Δίστομο κι επιστροφή τους στην Κάρυστο. Τότε, ο Ομέρ Πασάς, υποπτευόμενος ότι δεν θα έχει βοήθεια κι ότι θα λείψουν οι τροφές στο στράτευμα, αλλά κι επειδή πληροφορήθηκε για απόβαση των Ελλήνων στην Αταλάντη, την 6 Φεβρουαρίου 1826 εγκατέλειψε το Δίστομο, αφήνοντας πίσω του 100 σκηνές, αποσκευές και κανόνι. Η φυγή έγινε νύχτα, ο Καραϊσκάκης το έμαθε, διέταξε καταδίωξη, όμως οι Έλληνες ασχολήθηκαν με την αναζήτηση λάφυρων στο εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο και λίγοι μόνο επιτέθηκαν στην οπισθοφυλακή, χωρίς να εμποδίσουν τη διαφυγή, έτσι ο Ομέρ πασάς επέστρεψε στην Κάρυστο ταπεινωμένος.

Η μάχη του Διστόμου επιτάχυνε την πτώση των Σαλώνων και ολοκλήρωσε την απελευθέρωση ολόκληρης της Στερεάς Ελλάδος από τον στρατό του Κιουταχή. Ο Καραϊσκάκης τοποθέτησε φρουρά στα Σάλωνα με υπεύθυνους τους Νάκο Πανουργιά, Γεώργιο Δυοβουνιώτη και Κομνά Τράκα, στο Δίστομο διόρισε τον Σπυρομήλιο και τους Αθανάσιο Κουτσονίκα και Χρήστο Βάρφη, στο Δομπό τον Βασίλειο Κόλια, στην Αταλάντη τον Σπύρο Ξύδη, στο Ξηρόμερο και στο Λεσίνι τους Δημοτσέλιο, Ιωάννη Ράγκο, Φώτη Κουσουρή, Σπύρο Καρπούζη και Διαμαντή Ζέρβα, στην ορεινή Ναυπακτία τους Δαγκλή, Πανομάρα, Σαφάκα και στο Μαλανδρίνο τον Τριαντάφυλλο Αποκουρίτη. Πλέον η σημαία του σταυρού κυμάτιζε σε όλες τις πόλεις της Ρούμελης, με εξαίρεση το Μεσολόγγι, την Βόνιτσα και την Ναύπακτο, δίνοντας νέα πνοή στην Επανάσταση. 

9 Φεβρουαρίου 1827: Εγκύκλιος διακήρυξη Καραϊσκάκη στους λαούς της Στερεάς Ελλάδας για την  απελευθέρωσή της, από το Δίστομο, με την οποία δηλώνει, παρακινεί και διασαφηνίζει προς τον λαό του Λιδωρικίου, Κραββάρων, Σαλώνων και Θηβών (Χαρίτος):

«Αδελφοί, όλοι μαζί αδράξαμε τα όπλα και τα εμεταχειρίσθημεν κατά του κοινού εχθρού της πατρίδος και της θρησκείας μας και με πολλούς αγώνας, αιματοχυσίας και κακοπαθείας τον ενικήσαμεν. Ημείς, βλέποντες τον εχθρόν της πίστεώς μας, αποφασίσαμεν όλα τα υπάρχοντα όπλα, ή να εξώσομεν (εκδιώξουμε) τον εχθρόν απ’ εδώ, ή ν’ αποθάνωμεν. Διότι, ούτε την πατρίδα εκ νέου εις βαρυτέρας αλύσσους (αλυσίδες), ούτε των άλλων εθνών τας ύβριτας (βρισιές), είναι δυνατόν ζώντες να βλέπομεν και υποφέρομεν. Η ψυχή σας φρονεί ελεύθερα διότι πώς είναι δυνατόν να ζήσει εις το εξής ο βαπτισμένος με τον αβάπτιστον; Ο έλλην με τον βάρβαρον; Διό (γι΄αυτό) δράξατε τα αιματοστάλακτα και τροπαιούχα όπλα σας, ενωθήτε μαζί μας διά να εξολοθρεύσωμεν ομοθυμαδόν τον εχθρόν και ελευθερώσομεν διά πάντα την πατρίδα και θρησκείαν. Αν όμως φανεί τις (κάποιος) ενάντιος, ή κληρικός, ή δημογέρων, ή απλούς πολίτης, ή χωρίον, ή επαρχία ολόκληρος είναι, οι τοιούτοι ας ηξεύρουν με βεβαιότητα ότι θα τους παιδεύσομεν χειρότερα από τους τούρκους, επειδή δυνάμενοι να σώσωσι πίστην και πατρίδα τα προδίδουσιν εις την αιώνιον κόλασιν, φειδόμενοι μικρού αγώνος. Οι τοιούτοι δεν πρέπει να έχουσιν αίμα ελληνικόν, αλλ’ είναι τουρκοσπέρματα. Προειδοποιούμεν τους τοιούτους, χρεωστούν να δώσωσι λόγον προς το Έθνος και προς τον Θεόν» (Περραιβός).

21 Φεβρουαρίου 1827: Αναχώρηση του Καραϊσκάκη από το Δίστομο με 1.500 άνδρες και μετά από πορεία 48 ωρών άφιξη στην Ελευσίνα. 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το επιτυχημένο αποτέλεσμα των πρωτοβουλιών που ανέλαβε ο Καραϊσκάκης αποδεικνύουν την καταλυτική σημασία που έχουν οι χαρισματικές προσωπικότητες στη διαμόρφωση της ιστορίας.  

Ο Καραϊσκάκης ήταν γνήσιος πατριώτης, που πίστευε βαθύτατα στην αδελφοσύνη, στην ενότητα, στην ομόνοια, περιφρονούσε τον σωματικό κόπο, ακόμη και τον θάνατο, μπροστά στην επίτευξη του στόχου του, που ήταν η απελευθέρωση της Ελλάδας από τον οθωμανικό ζυγό, ήταν διπλωματικός, αποφασιστικός και μεθοδικός στις ενέργειές του κι αναζητούσε πάντοτε συμμαχίες.

Ήταν αντίθετος με τη διχόνοια, τον διχασμό, τη διαίρεση, τις έριδες, τις μηχανορραφίες και τις προσωπικές στρατηγικές.

Πίστευε στη χρηστή διοίκηση κι ο ίδιος διοικούσε το στράτευμά του με απόλυτη δικαιοσύνη. Ήταν πραγματικός Στρατηγός με άριστη αντίληψη και γνώση της τακτικής και της στρατηγικής τέχνης.

Ήταν απόλυτα και πολύπλευρα συγκροτημένος και διοικούσε τα οικονομικά του στρατεύματός του με απόλυτη εντιμότητα και δικαιοσύνη, είχε διορίσει συντοπίτη του, ως υπεύθυνο για την τήρηση των οικονομικών στοιχείων, έχοντας τακτική μισθοδοσία που προερχόταν, εκτός από την κυβέρνηση, σε μεγάλο βαθμό από τα λάφυρα στις μάχες, φροντίζοντας να υπάρχει πάντοτε απόθεμα για τις ανάγκες, ενώ δεν ασκούσε βία για απόκτηση εφοδίων, που την ασκούσε μόνο έναντι παράνομης κατοχής τους.

Αν και ήταν ασθενής, δεν σκέφτηκε ποτέ τον προσωπικό του κόπο, ακόμα και την οικογένειά του έβαλε σε δεύτερη μοίρα, πάνω απ’ όλα έβαζε την απελευθέρωση του Έθνους, αφήνοντας στην άκρη κάθε προσωπικό του συμφέρον μπροστά στο κοινό της πατρίδας συμφέρον.

Για την Πατρίδα ο Καραϊσκάκης έδωσε το αίμα του, την ίδια τη ζωή του.

Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω κάτι που ίσως προσέξατε. Στην επιστολή που απηύθυνε ο Καραϊσκάκης μετά τη μάχη στην Αράχωβα έγραψε μεταξύ άλλων ότι «η νίκη αυτή είναι η σημαντικοτέρα της Ελλάδος».

 Αυτό έχει διπλή ανάγνωση. Η μία ανάγνωση είναι ότι η νίκη μέθυσε τον Καραϊσκάκη και προσβλήθηκε από αλαζονεία, ή, όπως οι αρχαίοι την ονόμαζαν, ύβρη, την οποία ακολουθούν πάντα η άτη (η τύφλωση του νού), η νέμεσις (η απόδοση δικαιοσύνης) κι η τίσις (η τιμωρία). Η άλλη ανάγνωση είναι ότι ίσως είχε βαθύτατη επίγνωση της επιτυχίας του.

Εγώ επιλέγω την δεύτερη ανάγνωση. 

Ο Καραϊσκάκης είχε βαθύτατη επίγνωση της αξίας που είχε η νίκη που κατήγαγε και η ανωτέρω αναφορά που έκανε δεν αποτελούσε ύβρη έναντι των επιτυχιών που είχαν στην Επανάσταση άλλοι πρίν απ’ αυτόν.

Και μιάς και βρισκόμαστε δίπλα στον αρχαίο ιερό χώρο των Δελφών, όπου κυριαρχούσαν το μυστηριώδες «Ε» ή «ΕΙ», τα 147 παραγγέλματα, κι οι διδαχές των σοφών που ήταν γραμμένες στην προμετωπίδα των ναών, με την επιστολή αυτή ο Καραϊσκάκης έδειξε να έχει το «γνώθι σαυτόν», αφού είχε καλλιεργήσει τη σκέψη του τόσο, ώστε του έδινε τη βάσιμη βεβαιότητα για την αξία της νίκης του. Για τη δράση του ο Καραϊσκάκης εφάρμοζε το «μέτρον άριστον», αφού συνδύαζε με μέτρο κάθε δυνατότητα που του παρείχαν οι καταστάσεις. Όσον αφορά το «μηδέν άγαν» (τίποτε το υπερβολικό), εδώ ίσως το πάθος της φιλοπατρίας και της ελευθερίας του Έθνους να οδήγησε τον Καραϊσκάκη να περιφρονεί τον σωματικό του κόπο, ακόμη κι αυτόν τον θάνατο, που τελικά τον βρήκε στο Φάληρο (θέση «Ανάλατος») την 23 Απριλίου 1827, 2 μήνες μετά το πέρας της εκστρατείας του στη Στερεά Ελλάδα, από ελληνικό βόλι που τον έπληξε την 22 Απριλίου 1827 (****). Αντιλήφθηκε αμέσως το μέγεθος του τραυματισμού του κι ήξερε ότι οδηγείται στον θάνατο, κι είπε κάποια λόγια με θυμό, όμως λίγο πρίν ξεψυχήσει είχε το σθένος να πεί με αξιοθαύμαστη περίσκεψη και ψυχική ηρεμία, δείχνοντας ως το τέλος του την περιφρόνηση που είχε για τον θάνατο, κυρίως όμως το ασίγαστο πάθος του για την ελευθερία του Έθνους, που δεν υποχώρησε ούτε κι ενώπιον της απώλειας της ζωής του, μεταξύ άλλων:

«Το ανίκητο όπλο της ελευθερίας είναι η καταφρόνηση του θανάτου».

«Εγώ πεθαίνω, εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την Πατρίδα».

 

Φ.21 Ο Καραϊσκάκης έφιππος

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(*)

Ο Δημήτριος Παλαιόπουλος πιθανόν να είναι το ίδιο πρόσωπο με τον αρματολό Δήμο Βλάχο ή Συκά (που είναι το πραγματικό οικογενειακό επώνυμο, όταν ζούσαν στον τόπο καταγωγής τους, Σακαρέτσι ή Περδικάκι Βάλτου, απ’ όπου τον 17ο αιώνα διασκορπίσθηκαν σε όλα τα γειτονικά μέρη), πατέρα του Γιώργου Βλάχου ή Βλαχογιωργάκη, ο οποίος είχε κάνει ξεσηκωμό στο Καρπενήσι το 1769 με τα Ορλωφικά, κι ήταν ο νονός του Κατσαντώνη.

(**)

Πώς ένας γενναίος Έλληνας, ο Σουλιώτης στην καταγωγή Ζώης Πάνου, θείος της χιλιοτραγουδισμένης Δέσπως Τζαβέλα («η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια»), έσωσε την Ελλάδα από αιματοχυσία την Πρωταπριλιά του 1824 στη δίκη - παρωδία του Καραϊσκάκη που είχε γίνει στο Αιτωλικό, μέσα στον Ιερό Ναό της Παναγίας ...

Ο Μαυροκορδάτος, αυτός που είχε ενεργήσει για τα δάνεια του αγώνα, όπου, από το 1.000.000 λίρες δάνειο, απ' τον «αγγλικό» οίκο Ρικάρντο (προφανώς πρόκειται για εμπορική επωνυμία του οίκου), στα χέρια μας έφτασαν μόνο κάτι λιγότερο από 300.000 λίρες!!!, έστησε κατηγορία κατά του Καραϊσκάκη για εσχάτη προδοσία.

Ότι τάχα ο Καραϊσκάκης έδωσε διαβατήριο στον Κωνστ. Βουλπιώτη για να πάει στα Γιάννενα επιστολή του, απευθυνόμενη στον Ομέρ Βρυώνη, με την οποία τον καλούσε να καταλάβει το Μεσολόγγι, με την υποστήριξή του.

Την Πρωταπριλιά του 1824 ξεκίνησε η δίκη.

Κατήγορος ήταν ο Μητροπολίτης Άρτας Προρφύριος, δικαστές ήταν οι οπλαρχηγοί Τσόγκας, Σκαλτσάς, Αλεξάκης Βλαχόπουλος, Λιακατάς, Καραγιάννης, Μεγαπάνος Γαλάνης, Τάτσης Μαγγίνας και Γιώτης, ενώ γραμματέας ήταν ο Νικ. Κασομούλης. 

Στη δίκη δεν εμφανίστηκε ο Βουλπιώτης, αλλά κατέθεσε διά αντιπροσώπου, του Γιάγκου Σούτσου!!!

Ο Βουλπιώτης την ίδια μέρα έδωσε ανάκριση στον Κώστα Μπότσαρη, όπου, εκτός απ' τη διαβεβαίωση πως ο Καραϊσκάκης είχε επαφή με τον Ομέρ Βρυώνη, κι ενώ ως τότε δεν το είχε πεί ξεκάθαρα, «βελτίωσε» την αρχική του κατάθεση, ενθυμηθείς ότι ο Καραϊσκάκης είχε εντολή απ' τους τούρκους να μεριμνήσει για την αποτυχία της εκστρατείας προς την Άρτα, κι ακόμη να συλλάβει τον Μαυροκορδάτο και τον Λόρδο Βύρωνα και να τους παραδώσει στους τούρκους, έναντι μεγάλης χρηματικής αμοιβής.

Η είδηση για την «ομολογία» του Βουλπιώτη ανακοινώθηκε άμεσα στο δικαστήριο, παγώνοντας το ακροατήριο. Ζητήθηκε η εκ νέου ανάγνωση του κατηγορητηρίου, με σκοπό την θανατική καταδίκη του Καραϊσκάκη, σε χρονικό σημείο όπου η «ομολογία» του Βουλπιώτη είχε παγώσει το λαό.

Τότε εγέρθηκε μιά ηρωική προσωπικότητα, ο Ζώης Πάνου, κι επισήμανε στους δικαστές του Καραϊσκάκη, σε επήκοο όλου του ακροατηρίου, ότι η νέα «ομολογία» του Βουλπιώτη ερχόταν σε αντίθεση με όσα είχε καταθέσει πρωτύτερα, κάτι που καθιστούσε τη μαρτυρία του αναξιόπιστη, κι ανίσχυρη να στηρίξει την καταδίκη του.

Αμέσως εγέρθηκε κι ο Κίτσος Τζαβέλας, οργισμένος με την πλεκτάνη κατά του Καραϊσκάκη, συνταχθείς με την άποψη του Ζώη Πάνου, όπως κι ο Βέρρης.

Αποχώρησαν απ' τη δίκη οργισμένοι και μαινόμενοι.

.... Τί είπαν στη δίκη: Καπετάν Ζώης Πάνου: Κύριοι, δύο είναι αι μαρτυρίαι, ενάντια η μία της άλλης. Άρα ο μάρτυς είναι ΨΕΥΤΗΣ, ο δε κατηγορούμενος αθώος. Ο μάρτυρας πρέπει να παιδευθή, και ως προδότης κυρίως, και ως συκοφάντης.

Κίτσος Τζαβέλας: Στρατηγοί, βλέπω ότι αδίκως θέλετε να βάψωμεν τα χέρια μας εις το αίμα του αθώου Καραϊσκάκη, με τας ψευδείς εξομολογήσεις του ψευδο - Βουλπιώτου. Εγώ δεν είμαι σύμφωνος, κι αν εσείς αποφασίσετε τον θάνατόν του, το αθώον αίμα του εις τας κεφαλάς των πρωταιτίων και εις τα τέκνα των. 

Τότε, ενώπιον του φόβου αιματηρών γεγονότων σε περίπτωση επιβολής της ποινής του θανάτου στον Καραϊσκάκη, ζητήθηκε απ' τους δικαστές να μην καταδικασθεί σε θάνατο ο Καραϊσκάκης, αλλά να αποκηρυχθεί με έγγραφη «προκήρυξη» των εγκλημάτων του, όπως τη συνέταξε την επομένη μέρα στο Αιτωλικό ο Μαυροκορδάτος, υπογράφοντας κι οι δικαστές του, με στόχο πλέον την ηθική του εξόντωση, κηλιδώνοντας δηλαδή την τιμή του, αφού δεν μπόρεσε να πετύχει τη φυσική του εξόντωση, διά της θανατικής του καταδίκης.

Όταν ο Καραϊσκάκης, μετά την προοκήρυξή του, έφευγε απ' το Μεσολόγγι, επισκέφθηκε τον Μαυροκορδάτο στο σπίτι που κατοικούσε, όπου βρισκόταν και ο μάρτυρας κατηγορίας του Βουλπιώτης!!!, που είχε κάνει την «ομολογία» σε βάρος του. Εκεί είπε στον Μαυροκορδάτο «'Ε, ωρέ Μαυροκορδάτο, εσύ την προδοσία μου την έγραψες στο χαρτί, κι εγώ γλήγορα ελπίζω να την γράψω στο μέτωπό σου, για να φανεί ποιός είσαι»!!!

Στη δίκη του Αιτωλικού αυτός που δεν πειθάρχησε στην εντολή του Μαυροκορδάτου για θανατική καταδίκη του Καραΐσκάκη ήταν ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος, γιός του Νίκου Βλαχόπουλου που ήταν αδελφός του Αραπογιάννη Βλάχου, που κατά τον Βλαχογιάννη που αποδέχεται την άποψη του Ζησίου είναι ο πατέρας του Καραϊσκάκη.

Ο Αραπογιάννης Βλάχος ήταν ένα από τους 4 γιούς του θρυλικού αρματολού του Καρπενησιού Δήμου Βλάχου, που ήταν ο νονός του μέγα Κατσαντώνη και το αρχικό επώνυμο ήταν Συκάς, με απώτατη καταγωγή από το Σακαρέτσι ή Περδικάκι Βάλτου. Οι άλλοι γιοί του Δήμου Βλάχου ήταν ο Λάμπρος Βλαχόπουλος (οι θρυλικοί «Λαμπραίοι» που πολεμούσαν στο πλευρό του Καραϊσκάκη), ο Νικόλαος Βλαχόπουλος και ο Γιώργος Βλάχος ή Βλαχογιωργάκης που έγινε κι αυτός αρματολός στο Καρπενήσι και σκοτώθηκε μετά το 1805, ύστερα από εντολή που έδωσε ο Αλή Πασάς στον Δημήτριο Καραΐσκο («ή το κεφάλι του στον τορβά, ή το δικό σου κεφάλι στον τορβά»), που θεωρείται ως ο πατέρας του Καραϊσκάκη, στο σπίτι του στον Βάλτο, όπου τον είχε προσκαλέσει, με «μπαμπεσιά», από τα χέρια του Γιάννη Γιολδάση (Φωτιάδης).

Αν και δεν φαίνεται ο λόγος που ο Αλή πασάς ήθελε το κεφάλι του Γιώργου Βλάχου στον τορβά, ο πιθανότερος είναι ότι το καλοκαίρι του 1805 έγινε στο Καρπενήσι, προφανώς με την υποστήριξή του, η πρώτη κλεφταρματολική σύναξη, που θεωρείται ο προπομπός της Επανάστασης, άλλως «η πρώτη αφετηρία συστηματικής αντίστασης κατά των τούρκων» (Βουρνάς, Μπαρτόλδυ Μέντελσον).

Τον Ιούνιο 1807 έγινε στη θέση «Μαγεμένος» Λευκάδας η μεγάλη συνέλευση κλεφταρματολών, που είχαν μεταβεί εκεί με κάλεσμα του Διοικητή της Ιόνιας Πολιτείας Ιωάννη Καποδίστρια και του Στρατηγού της Εμμ. Παπαδόπουλου από την Κέα, για να ενισχύσουν την άμυνα της ρωσοκρατούμενης Λευκάδας από την επίθεση του Αλή πασά. Εκεί, μετά την επιτυχή αντιμετώπιση της επίθεσης των τουρκαλβανών, κατά τη διάρκεια της γιορτής της «Εθνικής Αναγέννησης» που ακολούθησε, αποφασίσθηκε ξεσηκωμός ενάντια στον οθωμανικό ζυγό (Επανάσταση), κι εκλέχθηκε «γενικός αρχηγός των κλεφτών» ο μέγας Κατσαντώνης, όμως ο ξεσηκωμός δεν έγινε, διότι τον Ιούλιο 1807 τα Ιόνια νησιά πέρασαν στα χέρια των Γάλλων, ενώ ο Καποδίστριας πήγε στη Ρωσία, όπου ξεκίνησε τη λαμπρή σταδιοδρομία του, φθάνοντας στο αξίωμα του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας. 

(***)

Ο Κασομούλης γράφει ότι ο Κώστας Στράτης από τη Χειμάρρα, γύρω στο 1840, εξομολογηθείς σε ιερέα, είπε ότι, ευρισκόμενος πεζός δίπλα στον έφιππο Καραϊσκάκη πηγαίνοντας να ελέγξει άκαιρη σύρραξη μεταξύ νησιωτών και τούρκων, από απροσεξία μέσα στην αναταραχή εκπυρσοκρότησε το όπλο του κι έπληξε τον Καραϊσκάκη από τον δεξιό γλουτό βγαίνοντας ως τον αριστερό, προξενώντας βαρύτατο τραυματισμό και στην περιοχή των γεννητικών οργάνων του, γι’ αυτό το τραύμα του ήταν από διαμπερές κι απέβη θανατηφόρο. Σε ένα βαθμό μπορεί εκεί να βρίσκεται κάποια αλήθεια, όμως δεν είναι βέβαιο πως είπε την πλήρη αλήθεια.

(****)

Μετά τον τραυματισμό του ο Καραϊσκάκης επέστρεψε στη σκηνή του, όπου κλήθηκε να τον περιθάλψει ο ελβετός γιατρός του στρατοπέδου, ο οποίος διέγνωσε ότι είχε υποστεί αυτό που λέγεται «γάγγραινα οσχέου Fournier».

Στο Φάληρο ο Καραϊσκάκης είχε «δεξί χέρι» τον Κώστα Βλάχο ή Βλαχόπουλο, ανηψιό του καπετάνιου Αραπογιάννη Βλάχου (ή Συκά, όπως ήταν το πραγματικό οικογενειακό επώνυμο), ο οποίος κατά τον Βλαχογιάννη και τον Ζησίου ήταν ο πατέρας του. Κατά τον Κασομούλη (Τ. Β΄ σελ. 502) ο Κώστας Βλαχόπουλος ήξερε «εκ νεαράς ηλικίας» τον Καραϊσκάκη και γνώριζε καλά το ηθικό του, γράφοντας ότι ήταν συγγενής του από τη μάνα του Ζωή Ντιμισκή, κόρη από αρματολική οικογένεια (Μπακόλα), που συγγένευε με τους Αραπογιανναίους, κλάδου των Συκάδων. Αυτό αντιφάσκει με τη μελέτη του Βλαχογιάννη, που γράφει ότι η σχέση της Ζωής Ντιμισκή με τον Αραπογιάννη Βλάχο ήταν ερωτική, από την οποία γεννήθηκε ο Καραϊσκάκης. Το γεγονός ότι ο Καραϊσκάκης γνωριζόταν με τον περίπου συνομίληκό του Κώστα Βλαχόπουλο «εκ νεαράς ηλικίας» καθιστά πιθανό η οικογένεια «βλάχων» που είναι γνωστό ότι ανέθρεψε και μεγάλωσε τον Καραϊσκάκη να ήταν κάποια από τις οικογένειες Βλάχου.

Παρά τον βαρύτατο τραυματισμό του ο Καραϊσκάκης δεν μετέβαλε διόλου το ή θος του, αλλά με γενναιότητα ωμίλει ελευθέρως.

Κάλεσε τους αξιωματικούς του και τους είπε «ελάτε να σας ασπασθώ», κι επειδή εκείνοι δάκρυζαν είπε «η τύχη του στρατιώτη στον πόλεμο είναι τέτοια» (Βυζάντιος).

Μετά τους έδινε παραγγελίες και συμβουλές:

«Να καταβάλετε όλη σας τη φροντίδα για να φυλάξετε καλά τις θέσεις σας, προπάντων εσείς οι παλαιοί συναγωνιστές μου να μην εντροπιασθήτε» (Μπαρτόλδυ Μέντελσον).

«Η πατρίδα μου ανέθεσε έργο πολύ βαρύ. Δέκα μήνες έβαλα τα δυνατά μου να το φέρω σε τέλος (Γενική Εφημερίς της Ελλάδος), μιά ζωή μούμεινε, της την έδωσα κι αυτήν, πεθαίνω μα εσείς ωρέ αδέλφια να αποτελειώσετε το έργο μου (Βλαχογιάννης), να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την Πατρίδα (Μακρυγιάννης)».

«Ουδέποτε πρέπει να πάψουν αγωνιζόμενοι με θάρρος υπέρ της Πατρίδας» (Βυζάντιος).

«Τίποτε δεν θα πάθετε, εάν σταθείτε ένα σώμα μία ψυχή» (Σουρμελής).

«Αδελφοί, πεθαίνω ευχαριστημένος, διότι επλήρωσα τα προς την πατρίδα χρέη μου. Συμβουλεύω κι εσάς να αγαπάτε την Πατρίδα. Μη φοβείσθε τους τούρκους, αυτοί βλέποντάς σας τρέμουν, όταν μάλιστα μυρίζονται την ομόνοιά σας δεν τολμούν να πλησιάσουν. Η τιμή και το καύχημα των παλληκαριών είναι να τα κράζουν σφαγάρια και όχι ψοφίμια (να σκοτώνονται πολεμώντας κι όχι να πεθαίνουν κοιμισμένοι). Δεν έχετε χρεία ξένων οδηγιών για τον αγώνα σας. Ο πόλεμος τον οποίο κάνουμε είναι δίκαιος, είναι αναγκαίος. Το ανίκητο όπλο της ελευθερίας είναι η καταφρόνηση του θανάτου, και μάλιστα όταν οδηγείται από την πολεμική εμπειρία σας και τη γνωστή σας ανδρεία. Συγχωρείστε με αδελφοί, καθώς κι εγώ συγχωρώ όλους εσάς» (Περραιβός).

«Γνωρίζω όμως τον αίτιο, κι αν ζήσω, τότε παίρνουμε όλοι από αυτόν το χάκι (εκδίκηση, ικανοποίηση), ειδέ και πεθάνω, ας μου ……………. τον ………………κι αυτός. Τι εκέρδισε;» (Κασομούλης).

«Εγώ μεταβαίνω στην Αίγινα και άμα αναλάβω επιστρέφω. Διά πάν ενδεχόμενο ιδού η διαθήκη μου. Επιθυμούσα να έχω το έθνος έμπροσθέν μου για να τους είπω τι αξίζετε» (Παπαρρηγόπουλος).

«Γνωρίζω από πληγές και δεν είναι η πρώτη φορά που ελαβώθηκα. Δεν με μέλει. Βαστάτε μοναχά τα ταμπούρια να μη σας πνίξουν οι τούρκοι» (Βλαχογιάννης).

Συνεχίζοντας δεν μετέβαλε διόλου ήθος, αλλά διέμεινε ο ίδιος δημηγορών και ομιλών μεγαλοφώνως με τους παρευρισκόμενους (Αινιάν). «Θεέ μου, εγώ εδούλευσα την Πατρίδα, έκαμα το χρέος μου, ελευθέρωσέ με από τους πόνους (Βλαχογιάννης).

Πέθανε και παρέδωσε το πνεύμα του «μετά μεγίστης αταραξίας και ψυχικής γαλήνης» (Χαρίτος) τον όρθρο της 23 Απριλίου 1827, τη μέρα που ήταν η γιορτή του ομώνυμου αυτού, Αγίου Γεωργίου.

Το περιεχόμενο της διαθήκης του Καραϊσκάκη, που έχει σωθεί ολόκληρη από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο κι αποτελεί ένα από τα πολυτιμότερα ντοκουμέντα, είναι γραμμένη με το χέρι του Στρατηγού και δίνει αποστομωτική απάντηση σε όσους ισχυρίζονται ότι ο Στρατηγός Καραϊσκάκης ήταν αγράμματος, έχει ως εξής:

 

Φ.22 Η διαθήκη Καραϊσκάκη

 

ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ:

 

«Σαραντατέσσαρες χιλιάδες γρόσια εις το κεμέρι (πορτοφόλι) του Μήτρου Αγραφιώτη. Από αυτά αι τριάντα χιλιάδες να δοθούν εις ταις τσούπαις μου, να τας περιλάβουν οι δύο Μήτρηδες, του Σκυλοδήμου και Αγραφιώτης. Δύο χιλιάδες να πάρη ο ένας Μήτρος και δύο ο άλλος, όπου με εδούλευαν. Χίλια να πάρουν εκείνοι όπου θα με θάψουν. Δύο χιλιάδες έχει ο γραμματικός, τέσσαρες χιλιάδες γρόσια της Μαργιώς (σ.σ.: η Τουρκάλα συνοδός του, που είχε σώσει ο ίδιος σε κάποια μάχη). Τα άλλα να μοιρασθούν διά την ψυχήν μου. Αυτά όπου έχω εις την σακκούλαν μου να τα λάβουν οι γραμματικοί και τζαουσάδαις μου. Το τουφέκι και άτια μου να πάνε των παιδιών μου, και ώρα μου (σ.σ.: το ρολόϊ του). Έξ χιλιάδες γρόσια μού θέλει ο Νοταράς Ιωάννης, δεκαπέντε χιλιάδες γρόσια έχει ο Μήτρος του Σκυλοδήμου διά τον Νασηνίκα καί λοιπούς, Δαγκλή και άλλους αξιωματικούς».

 

 

 

ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ

Μετά την έξοδο του Μεσολογγίου, τον Απρίλη 1826, αρκετοί μεσολογγίτες πήγαν στην Αθήνα και οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη, μαζί με ντόπιους κι άλλους Έλληνες, υπό τον Γκούρα. Όλη η υπόλοιπη Στερεά Ελλάδα βρέθηκε στα χέρια των τούρκων, υπό τον Κιουταχή, χωρίς να υπάρχει αντίσταση, πλήν του κάστρου στην Κάζα (που το υπερασπιζόταν ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης) και του κάστρου στα Δερβενοχώρια (που το υπερασπιζόταν ο Κριεζιώτης), απορρίπτοντας τα χρήματα που τους έδινε ο Ομέρ πασάς της Καρύστου για να τα εγκαταλείψουν. Ομοίως βρισκόταν στα χέρια των τούρκων και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, υπό τον Ιμπραήμ, εκτός της Αργολίδας, της Μάνης, των παράλιων της Αρκαδίας, των νησιών του Αργολικού κόλπου και κάποιων νησιών των Κυκλάδων, που ήταν η μόνη ελεύθερη τότε Ελλάδα, με έδρα το Ναύπλιο.

Τα πάντα έδειχναν ότι η Επανάσταση εξέπνεε. «Οι κάτοικοι της Στερεάς Ελλάδας περί τα μέσα του 1826, ουδεμίαν ουδαμού του ορίζοντος καθορώντες ακτίνα παραμυθίας, περιέπεσον εις εσχάτην απελπισίαν» (Παπαρρηγόπουλος).

Σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες ο Καραϊσκάκης εμφανίσθηκε αυτόκλητος στην κυβέρνηση (ονομαζόταν «Διοικητική Επιτροπή», με πρόεδρο τον Ανδρέα Ζαΐμη) και ζήτησε την αρχιστρατηγία της Στερεάς Ελλάδας. Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι στον χρόνο εκείνο που η Επανάσταση εξέπνεε «η εκπεσούσα της Επαναστάσεως θρυαλλίς ανήψεν εν τη αμορφώτω και πολυμιγεί εκείνη ψυχή την φλόγα της Επαναστάσεως και της μεγαλοπραγμοσύνης».

Ήδη, από τα τέλη Ιουνίου 1826 ο Καραϊσκάκης πήρε την πρωτοβουλία κι έστειλε, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, επιστολή στον Κολοκοτρώνη, ζητώντας του αντάμωση για συνεννόηση. Του έγραψε:

«Εξοχώτατε αρχηγέ, είναι ανάγκη, και ανάγκη μεγάλη διά την προσωπικήν μας αντάμωσιν, να ενώσωμεν τα συμφέροντα της πατρίδος και να τιμήσωμεν τα άρματα. Επειδή δεν έχομεν τον καιρόν οπού να σε εκτανθούμεν τα πάντα εις πλάτος, τα πληροφορείσθε από το γράμμα του κόντε Μεταξά. Ετούτο μόνον σε λέμε. Χωρίς αναβολήν καιρού να έλθης εις το Άστρος ή Άργος, στέλλοντάς μας πρωτήτερα διά να ελθούμεν και ημείς να ομιλήσωμεν τα δέοντα. Αυτό σας παρακαλούμεν να μη βάλετε στιγμήν εις την μέσην ότι δεν επιδέχεται άργητα. Μένομεν. Τη 26 Ιουνίου εν Ναυπλίω 1826. Οι αδελφοί σας ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ και λοιποί Ρουμελιώται πέρα και πέρα».

Πράγματι, ο Κολοκοτρώνης ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Καραϊσκάκη και συναντήθηκαν την 26 Ιουνίου 1826 στο Άργος, όπου ορκίστηκαν μεταξύ τους παντοτινή φιλία, πίστη και αλληλοβοήθεια, ενώ ο Κολοκοτρώνης έδωσε στον Καραϊσκάκη, για να τον συνδράμουν στον αγώνα του, τον γιό του Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον Νικηταρά Σταματελόπουλο. Ο Δ. Κόκκινος παραθέτει σχετικό έγγραφο, που συντάχθηκε τον Ιούλιο 1826, «αποτελούν μυστική συμφωνία μεταξύ των πολεμικών αρχηγών διά την ένωσίν των εις τον αγώνα».

Ο Κιουταχής από την 16 Ιουλίου 1826 πολιορκούσε με 10.000 ιππείς και 26 πυροβόλα την Ακρόπολη των Αθηνών που προάσπιζε ο Γκούρας και είχε στόχο, μετά την κατάληψή της, να ενώσει τις δυνάμεις του μ' αυτές του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και μαζί να καταπνίξουν εντελώς την Επανάσταση.

Ο Καραϊσκάκης τα μέσα Ιουλίου 1826 ορίστηκε στο Μπούρτζι του Ναυπλίου από την κυβέρνηση του Ανδρέα Ζαΐμη, που παραμέρισε την παλιά έχθρα που είχε απέναντί του, ως «Αρχιστράτηγος Χέρσου Ελλάδας - Γενικός Αρχηγός» και ξεκίνησε από το Ναύπλιο την 19 Ιουλίου 1826 με 130 άνδρες, για να παρεμποδίζει τον Κιουταχή στην κατάληψη της Ακρόπολης των Αθηνών, στρατοπεδεύοντας στην Ελευσίνα, όπου τελικά σχημάτισε στρατόπεδο 3.500 ανδρών.

Ο Κολοκοτρώνης με την από 10 Αυγούστου 1826 επιστολή του στον Καραϊσκάκη του λέει «εγώ είμαι αδελφός σου αχώριστος μέχρι θανάτου», ενώ ο Καραϊσκάκης με την από 12 Αυγούστου 1826 επιστολή του απαντάει στον Κολοκοτρώνη:

«Από μόνη τη σοφή και προσαρμοσμένη διοίκηση κρέμεται η ευτυχία της Ελλάδας. Άδικο λοιπόν είναι εμείς οι Έλληνες να αδιαφορούμε στο πώς και ποιοι θα μας διοικούν. Έξευρέ με, καθώς και υπεσχέθημεν ο εις τον άλλον, αχώριστος αδελφός σου, διότι σου έδωσα τον λόγον της τιμής μου και πρέπει να αποθάνω απάνω εις αυτόν».

Την 18 Αυγούστου 1826 ο Καραϊσκάκης έστειλε στον Κολοκοτρώνη νέα επιστολή, όπου του έγραψε:

«Γενναιότατε αδελφέ Κολοκοτρώνη! … Ανάγκη πάσα είναι να με προφθάσης την άτακτον καβαλλαρίαν οπού έχετε αυτού, είναι εδώ και η τακτική, κατορθώνομεν και μερικούς ακόμη από άλογα γερά και πινιτζίδες όπου είναι εις το στρατόπεδον, και γίνεται εν σώμα από 300 και επέκεινα, τόσοι φθάνουν δια να κυνηγήσουν τον εχθρόν. Και μέσα εις την Πελοπόννησον γνωρίζω ότι χρησιμεύει η καβαλλαρία, πολύ περισσότερον όμως θέλει ωφελήσει αν έλθη εδώ και ενωθή με την τακτικήν, και τότε αφού δώσωμεν του διαβόλου τον Κιουταχή, ερχόμεθα συσσωματωμένοι και πέφτομεν εις τον Ιμπραήμην. Στρατηγέ και αδελφέ! Ημείς ενώθημεν και η ένωσίς μας θε να είναι παντοτινή. Πρέπει όμως να δείξωμεν εις τους Έλληνες και εις τους ξένους ότι ο σκοπός της ενώσεώς μας είναι το κοινόν της Πατρίδος όφελος. Βοήθησέ με, η γενναιότης σου, εις αυτήν την εκστρατείαν της Ρούμελης διά να χάσωμεν τον Κιουταχή, και ακολούθως σε βοηθώ και εγώ με την ζωήν μου και χάνεται ο Ιμπραήμης. Αυτή η αμοιβαία βοήθεια είναι ο μόνος δεσμός της φιλίας μας, δεσμός όπου θα ξιππάσει όλους τους ιδιοτελείς και όπου θα σώσει την πατρίδα …. ».

Τότε, έτυχε να πεθάνει η γυναίκα του Καραϊσκάκη Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, που ζούσε στο νησί Κάλαμος Ιονίου πελάγους, μαζί με τα τρία παιδιά τους.

Την 25 Μαΐου 1825 ο Καραϊσκάκης είχε γράψει στη γυναίκα του:

«Είμαι περίλυπος οπού μας επερκύκλωσεν η Τουρκία εδώ, και μ’ εμποδίζει κατά το παρόν από το να έλθω αυτού, κι εσείς με καρτερούσατε. Ας έχομεν υπομονή όμως και ο Θεός τα φέρει δεξιά, διότι ο καιρός είναι δυστυχισμένος».

Την 19 Αυγούστου 1826, με τον θάνατο της γυναίκας του, ο Καραϊσκάκης έγραψε στην κυβέρνηση:

«Απέθανεν η σύζυγός μου και ήθελον να υπάγω να οικονομήσω τα παιδιά μου, αλλά δεν αφήνω την πατρίδα. Ο αγαθός πολίτης χρεωστεί να θεωρή ως δεύτερα τα μερικά, πάντα προς τα κοινά του έθνους συμφέροντα. Απεφάσισα να προτιμήσω και αυτής της οικίας μου την παντελή απώλειαν, εάν, κατά δυστυχίαν, ακολουθήσει, διά να μη παραιτήσω κατ’ αυτάς τας κρισίμους περιστάσεις την υπηρεσίαν της πατρίδος, υπέρ της οποίας θέλω θυσιάσει και αυτό το ολίγο αίμα μου».

Την 20 Σεπτεμβρίου 1826 ο Καραϊσκάκης έστειλε προς την «σεβαστή Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος» επιστολή, με την οποία δηλώνει ότι επιθυμεί να αντικατασταθεί από άλλον στο αξίωμα του Αρχιστράτηγου, διότι δεν παρείχε την κατάλληλη υλική υποστήριξη προς τους στρατιώτες του, αίτημα που δεν έγινε δεκτό με την από 23 Σεπτεμβρίου 1826 διαταγή της.   

Την 1 Οκτωβρίου 1826 σκοτώθηκε από βομβαρδισμό ο προασπιστής της Ακρόπολης των Αθηνών Γκούρας. Ο Καραϊσκάκης επέλεξε παρότρυνε τον Κριεζιώτη, για να εισέλθει στην πολιορκούμενη Ακρόπολη των Αθηνών και να αναλάβει αυτός τη διοίκησή της. Επειδή ο Κριεζιώτης έδειχνε να διστάζει, ο Καραϊσκάκης του πρόβαλε, μεγαλοφυώς όπως χαρακτηρίστηκε, ως επιχείρημα, για να τον πείσει, ότι αναλαμβάνοντας τη φρουρά της Ακρόπολης θα κάνει και γυναίκα του την ξακουστής ομορφιάς γυναίκα του Γκούρα, που την αποκαλούσαν Νταλιάνα ως υψηλή σαν το ντουφέκι νταλιάνι, κι ακόμη θα αποκτήσει και την τεράστια περιουσία (1.000.000 γρόσια), που είχε κάνει στην Αθήνα (τα ακίνητα του Γκούρα μάλλον περιήλθαν σε μεγάλο βαθμό στον Μακρυγιάννη). Πράγματι, την 12 Οκτωβρίου 1826 ο Κριεζιώτης εισήλθε με 450 άνδρες στην Ακρόπολη των Αθηνών.

Έτσι, ο Καραϊσκάκης, έχοντας εξασφαλίσει την Ακρόπολη των Αθηνών σε καλά και στιβαρά χέρια, αποφάσισε, μόνος του, ότι πλέον ήλθε η ώρα να εκστρατεύσει στη Στερεά Ελλάδα για την απελευθέρωσή της, αλλά και να κάνει ισχυρό αντιπερισπασμό στον Κιουταχή που πολιορκούσε σθεναρά την Ακρόπολη των Αθηνών με αποκλεισμό του δρόμου ανεφοδιασμού του από Θερμοπύλες και Αταλάντη (Αινιάν).

Στη συνέχεια, την 25 Οκτωβρίου 1826 ο Καραϊσκάκης, φορτωμένος σε ξυλοκρέβατο λόγω υψηλού πυρετού από τη μόνιμη αρρώστια που είχε (φυματίωση, «χτικιό»), κατευθύνθηκε προς τη Στερεά Ελλάδα, με σκοπό να αναζωπυρώσει την Επανάσταση που είχε εκπνεύσει, μαζί με τους Νικηταρά Σταματελόπουλο, Νάκο Πανουργιά, Γαρδικιώτη Γρίβα, Καλλέργη, Σπυρομήλιο, Σουλτάνη, Μπούσγο, Χατζηπέτρο, Περραιβό, Γριβογιώργο, κι άλλους οπλαρχηγούς, αφήνοντας στην Ελευσίνα μέρος του στρατεύματος (2.500 άνδρες), υπό τον Βάσσο Μαυροβουνιώτη και Σουλιώτες οπλαρχηγούς, για να παρεμποδίζει τον Κιουταχή.

Λίγο πρίν ξεκινήσει την εκστρατεία του στην Στερεά Ελλάδα, ο Καραϊσκάκης μίλησε στους αξιωματικούς του Παλαμηδίου και τους συμβούλευσε: «Πάρτε από τον Φαβιέρο όσα δύνασθε, προσέξατε όμως να φυλάξετε την υπόληψιν της πατρίδος και ημών, διότι εσείς δεν είσθε ταλαρίσιοι (δηλαδή άνανδροι, που αλλάζουν στρατόπεδο, όταν τους δίνουν ένα τάληρο περισσότερο)». 

Ο Κασομούλης έγραψε ότι, πρίν την εκστρατεία του Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα, οι αξιωματικοί του δέχτηκαν την πρότασή του και ορκίστηκαν ότι κανένας δεν θα κάνει κατάχρηση. Ο Βλαχογιάννης έγραψε ότι ο Καραϊσκάκης εγκατέστησε σύστημα ταχτικό, που κανείς να μην παίρνει κάτι από κάποιον χωρίς να το πληρώνει, περνώντας ανάμεσα από κοπάδια χωρίς να πειράξουν ούτε ένα ζώο. Ο Γαλανούλης γράφει ότι στις περιπτώσεις που στερούνταν χρημάτων προς άμεση αγορά και εξόφληση ο Καραϊσκάκης έδινε «εγγυήσεις», δηλαδή υπογεγραμμένες αποδείξεις παραλαβής ή αξίας των ειδών (σφαχτών, σιταριού, παξιμαδιών κλπ.), με βάση τις οποίες οι κάτοχοί τους λάμβαναν το αντίστοιχο ποσόν από τα ταμεία της διοίκησης.  

Ο Καραϊσκάκης ξεκίνησε την εξόρμησή του στην Στερεά Ελλάδα, σύροντας μαζί του το στράτευμα από νίκη σε νίκη τέλεια απλήρωτο λόγω της υπόληψης που είχε από τον στρατό του που τον ακολουθούσε πιστός στα δεινά του πολέμου χωρίς να λάβει οβολό (Κασομούλης, Αγγελής), από την 25 Οκτωβρίου 1826, με μάχες στη Δομβραίνα (που διήρκησαν ως την 14 Νοεμβρίου 1826) και σε άλλα κοντινά χωριά (Κακόσι, Χώστια), ενώ την 30 Οκτωβρίου 1826 πέρασε από τον Ζαγαρά και τον Κουτουμουλά, οι κάτοικοι των οποίων συνεννοούνταν με τους τούρκους (Φωτιάδης), κι ακόμη τα τέλη Οκτωβρίου 1826 έστειλε στα Σάλωνα για πολιορκία του κάστρου τους τον Νάκο Πανουργιά, τον Γαρδικιώτη Γρίβα και τον Δυοβουνιώτη, όπως και τους Μακρή και Δράκο στην Βιτρινίτσα (Ερατεινή).

Στην άλλη μεριά της Στερεάς Ελλάδας, από την 5 Νοεμβρίου 1826 ο Κωλέττης, μαζί με 2 γάλλους αξιωματικούς και 1.500 ολύμπιους υπό τους Γάτσο και Καρατάσο, επιχείρησε να καταλάβει τις αποθήκες ανεφοδιασμού του Κιουταχή στο Ταλάντι (Αταλάντη) και στο Ταλαντονήσι (Αταλαντονήσι), όμως την 8 Νοεμβρίου 1826 ηττήθηκε κατά κράτος από τον Μουσταφάμπεη.

Την 11 Νοεμβρίου 1826 στις μάχες που γίνονταν για την κατάληψη της Δομβραίνας σκοτώθηκε ο αγωνιστής του Μεσολογγίου Σουλτάνης, κι όταν το αντιλήφθηκε ο Καραϊσκάκης όρμησε μαζί με τον Κακλαμάνο και 5 ιππείς και σκόρπισε τους τούρκους.

Μετά από αυτές τις δύο εξελίξεις, ο Καραϊσκάκης, θεώρησε βέβαιο ότι η τούρκικη στρατιά, άνω των 5.000 πολεμιστών (τουρκαλβανών), θα κατευθυνόταν προς Αράχωβα.

Έτσι, έκρινε μάταιο να συνεχίσει τις μάχες στη Δομβραίνα, με σκοπό να φτάσει πρώτος στο στρατηγικό κομβικό σημείο της Αράχωβας και να καταλάβει τις πλέον κατάλληλες θέσεις, κι ιδίως στο ύψωμα του Ναού του Αγίου Γεωργίου. 

Έτσι, ο Καραϊσκάκης την 14 Νοεμβρίου 1826 άφησε τη Δομβραίνα και πήγε στα Χώστια. Την 15 Νοεμβρίου 1826 ο Καραϊσκάκης, θέλοντας να τιμωρήσει τους στεβενικιώτες για την επίμονη τουρκολατρεία τους, αποφάσισε κι έστειλε μπουλούκια για να αρπάξουν τα κοπάδια τους (Αινιάν, Φωτιάδης). Οι Σουλιώτες διαμαρτυρήθηκαν στον Καραϊσκάκη, διότι πήρε αυτή την απόφαση χωρίς να τους ρωτήσει, κάτι που τους οδήγησε να θέσουν ζήτημα αρχηγίας της εκστρατείας. Έγινε μεγάλη αναταραχή λόγω της αμφισβήτησης της αρχηγίας του Καραϊσκάκη από τους Σουλιώτες, όμως η παρέμβαση του Λάμπρου Βέικου τους έκανε να υποχωρήσουν. Ο Καραϊσκάκης τους είπε: «Μία είναι η πατρίδα. Γι’ αυτήν πολεμάμε όλοι. Ας λευτερωθούμε και τότε κανείς δεν θα είναι αδικημένος. Τώρα ας ξεχάσουμε όσα γίνηκαν κι ας πολεμήσουμε ξανά σαν αδέλφια τον οχτρό». Μετά πήγε στη Μονή Οσίου Λουκά στο Στείρι, κι από εκεί στο Δίστομο.

Σκοπός του Καραϊσκάκη ήταν βέβαια να κατευθυνθεί τελικά στην Αράχωβα, στην οποία ήθελε να φτάσει πρώτος, στα ψηλώματα του χωριού γύρω από τον Άγιο Γεώργιο, με σκοπό να εγκλωβίσει εκεί τους τούρκους, που ήξερε πως κι αυτοί εκεί θα κατευθύνονταν, στη μάχη που με βεβαιότητα θα γινόταν.

Το βράδυ της 18 Νοεμβρίου 1826 ο Καραϊσκάκης στρατοπέδευσε στο Δίστομο, κι εκεί έμεινε για διανυκτέρευση με την ομάδα του, κατά την παράδοση, σε σπίτι της οικογένειας Σταθά.

Το ίδιο βράδυ η τούρκικη στρατιά, υπό τους Μουσταφάμπεη (ή Μουστάμπεη) που ήταν διοικητής της Λιβαδειάς, Κεχαγιάμπεη, Καριοφίλμπεη και Ελμάζμπεη, είχε στρατοπεδεύσει στη Δαύλεια, στη Μονή Ιερουσαλήμ, με 2.000 στρατιώτες. Εκεί ο μοναχός Παφνούτιος που γνώριζε αρβανίτικα άκουσε τους τουρκαλβανούς να λένε ότι πρωί πρωί θα έφευγαν για να περάσουν την Αράχωβα. Ο Παφνούτιος το είπε στον ηγούμενο, κι αυτός του έδωσε την εντολή να πάει μέσα στη νύχτα στο Δίστομο και να ενημερώσει τον Καραϊσκάκη.

Πράγματι, ο Παφνούτιος πήγε μέσα στη νύχτα στο Δίστομο κι ειδοποίησε τον Καραϊσκάκη για τις προθέσεις των τούρκων, λέγοντάς του πως άκουσε να λένε ότι μία ομάδα 500 ανδρών θα πάει στην Αράχωβα από τον Παρνασσό, μέσα από χαράδρες, από βορειοανατολικά δηλαδή, για να βρεθούν στη βόρεια μεριά της Αράχωβας, κι ότι οι υπόλοιποι θα πάνε από τον Ζεμενό Ο Καραϊσκάκης αμέσως έδωσε εντολή στον Γαρδικιώτη Γρίβα και στον Βάγια να πάνε μέσα στη νύχτα με τις ομάδες τους στην Αράχωβα και να πιάσουν τον Άγιο Γεώργιο και τα γύρω σπίτια και να περιμένουν τους τούρκους, κάτι που έκαναν, ενώ την επόμενη έστειλε προς ενίσχυσή τους και τον Χατζηπέτρο, για να τους χτυπήσει πισώπλατα, από νότια δηλαδή. Επίσης, έστειλε αγγελιοφόρο στα Σάλωνα να ειδοποιήσει τον Νάκο Πανουργιά, τον Δυοβουνιώτη και τον Γιαννούση Πανομάρα να αφήσουν την πολιορκία και να αποκλείσουν την Αράχωβα από δυτικά. Ο ίδιος περίμενε στο Δίστομο.

Μέρος από την τούρκικη στρατιά (500 άνδρες) την 19 Νοεμβρίου 1826 πράγματι πήγε στην Αράχωβα βορειοανατολικά από το βουνό, κι η υπόλοιπη στρατιά με τα μέσα μεταφοράς που είχαν πέρασε τη Σχιστή οδό και κατευθύνθηκε προς τον Ζεμενό. Όταν η μικρή ομάδα των τούρκων έφτασε στην Αράχωβα από το επάνω βόρειο μέρος της κι έπιασε κάποια σπίτια, ο Γαρδικιώτης Γρίβας που είχε πρόσταγμα από τον Καραϊσκάκη της αντεπιτέθηκε, γιατί πρώτοι οι τούρκοι άνοιξαν πύρ, αντιληφθέντες ότι οι Έλληνες έχουν πιάσει το ύψωμα απ’ το γεγονός ότι ουδείς αραχωβίτης βγήκε να τους υποδεχθεί, ενώ οι Έλληνες έβλεπαν τον Χατζηπέτρο να κατηφορίζει κι αυτός από το αντικρινό βουνό και να τους επιτίθεται από τα νώτα (μάλλον θα βγήκε στο ύψωμα που είναι το ρολόι). Ακόμη, όταν η τούρκικη στρατιά πέρασε τον Ζεμενό κι η κεφαλή της βρισκόταν στην είσοδο της Αράχωβας, κι είχε πλέον ανοίξει πύρ κατά των Ελλήνων, ο Καραϊσκάκης επιτέθηκε στην ουρά της στρατιάς εμποδίζοντας την επιστροφή της. Έτσι, η τούρκικη στρατιά αναγκαζόταν να προχωρήσει προς την Αράχωβα, μαχόμενη και στην κεφαλή και στην ουρά της, βορειοδυτικά και ανατολικά, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να κινείται εναντίον της και ο Πανουργιάς από δυτικά, οπότε οι τούρκοι εγκλωβίστηκαν στην Αράχωβα, αφού νότια υπάρχει γκρεμός, αλλά κι οι δυνάμεις του Χατζηπέτρου, έτσι ήταν αδύνατη η κίνηση και ανάπτυξη δυνάμεων προς αυτό το μέρος. Οι Έλληνες εκμεταλλεύτηκαν άριστα τη δυνατότητα που είχαν να μπαίνουν στα σπίτια των αραχωβιτών και να αναπαύονται, να τρώνε και να ζεσταίνονται, αφού ήδη είχε ενσκήψει δριμύτατο ψύχος. Κι ενώ οι μάχες συνεχίζονταν μέσα στην Αράχωβα, την 20 Νοεμβρίου 1826 τουρκαλβανοί, λόγω πείνας και δίψας, ζήτησαν από τον Καραϊσκάκη, που είχε εγκατασταθεί στον Ναό του Αγίου Γεωργίου, να τους αφήσει να φύγουν. Όμως, το αντάλλαγμα που ζήτησε ο Καραϊσκάκης, δηλαδή να ελευθερωθούν η Λιβαδειά και τα Σάλωνα και να παραδώσουν τα όπλα δεν έγινε δεκτό, ενώ το μόνο που ήθελαν οι τούρκοι ήταν να δοθούν ως όμηροι προς εγγύηση όσων θα συμφωνούσαν ο Μουσταφάμπεης και ο Καριοφίλμπεης, έτσι δεν επήλθε συμφωνία κι η μάχη συνεχίστηκε. Την 21 Νοεμβρίου 1826 ο Καραϊσκάκης με 300 διαλεχτούς Έλληνες απέκρουσε στο Ζεμενό στράτευμα 3.000 στρατιωτών που έστειλαν οι τούρκοι υπό τον Ισμαήλμπεη προς βοήθεια των αποκλεισμένων στην Αράχωβα κι αυτό σκόρπισε προς τη Δαύλεια (Κουτσονίκας, Αγγελής).

Η μάχη συνεχιζόταν σκληρά με μεγάλες απώλειες από τους τούρκους, ενώ από 22 Νοεμβρίου 1826 είχε αρχίσει να χιονίζει, ώσπου την 24 Νοεμβρίου 1826, κι ενώ την προηγούμενη ημέρα, 23 Νοεμβρίου 1826, είχε σκοτωθεί ο Μουσταφάμπεης, χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό από τους Έλληνες, ο Καριοφίλμπεης έστειλε στον Καραϊσκάκη τον Τάτση Μαγγίνα (και τον τουρκαλβανό Δαλίπη), που μετά την έξοδο του Μεσολογγίου είχε περάσει στους τούρκους, ο οποίος του πρόσφερε 500.000 γρόσια (τεράστιο ποσόν) και να τους αφήσει να φύγουν, ενώ ήδη χιόνιζε και το κρύο ήταν ανυπόφορο. Ο Καραϊσκάκης δεν δέχτηκε το ποσόν, απαιτούσε να του παραδώσουν κι όλα τα λάβαρα, τις σημαίες, τα όπλα και τις τροφές, κάτι που δεν έγινε δεκτό. Όμως συνέλαβε τον προδότη Τάτση Μαγγίνα και τον έστειλε στην κυβέρνηση στο Ναύπλιο, για να δικαστεί. Εκεί ο Τάτσης Μαγγίνας ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πάει με τη θέλησή του στους τούρκους, αλλά ήταν όμηρος. Είπε ακόμη ο Τάτσης Μαγγίνας ότι ο Ομέρ πασάς του έδειξε γράμματα που πήρε από τον Κωλέττη, όπου του έλεγε πως κάνει κρυφά ό,τι μπορούσε για να τον βοηθήσει, όμως κάποιοι θεώρησαν ότι η μαρτυρία αυτή δόθηκε κατόπιν εντολής του Μαυροκορδάτου, που εχθρευόταν τον Κωλέττη, για να τον καταστρέψει. Πάντως, έμεινε η υπόνοια για τον Κωλέττη ότι μπορεί να βοήθησε τους τούρκους, γιατί ηττήθηκε χωρίς την κατάλληλη άμυνα στη μάχη που έδωσε από 5 έως 8 Νοεμβρίου 1826 στην Αταλάντη και στο αποκλεισμένο απ’ τις δυνάμεις του Αταλαντονήσι, όμως δεν δόθηκε συνέχεια, παρότι ειπώθηκε ακόμη ότι ανάμεσα στα πράγματα που παράτησαν οι τούρκοι στην Αράχωβα βρέθηκαν και γράμματα του Κωλέττη προς τον Μουσταφάμπεη. Ο Τάτσης Μαγγίνας πάντως ήταν ένας από τους δικαστές του Καραϊσκάκη, που είχε ορίσει ο Μαυροκορδάτος, στη δίκη που έγινε την 1 Απριλίου 1824 στον Ναό Παναγίας στο Αιτωλικό. (*) Τελικά, ο Τάτσης Μαγγίνας έπεισε πως ήταν όμηρος των τούρκων και δεν δικάστηκε, ενώ το 1827 έγινε βουλευτής κι αργότερα έγινε και υπουργός Οικονομικών στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα.

Οι τούρκοι, βλέποντας την συντριβή τους, αποφάσισαν να φύγουν κινούμενοι προς βορειοανατολικά, όπου οι Έλληνες τους εξόντωσαν πλήν ολίγων (300), που σώθηκαν χάρη στον προδότη Ζελιγιανναίο, ο οποίος προφανώς με χρηματικό αντάλλαγμα τους οδήγησε μέσα από μονοπάτια στη Δαύλεια, όμως πολλοί ήταν που έχασαν τη ζωή τους από το κρύο τη στιγμή που προσπαθούσαν να σωθούν. Οι Έλληνες έπαιρναν από τους νεκρούς, κι από τους ζωντανούς ακόμη, τούρκους τα κεμέρια τους και τα άρματά τους. Ήταν τόσο πολύ το χιόνι, ώστε πολλοί θάφτηκαν μέσα σ’ αυτό και τους βρήκαν τον Μάρτιο 1827 που έλιωσαν τα χιόνια. 

 Ο Καραϊσκάκης έστησε στον λόφο Πλόβαρμα (Γ. Κρέμος) πυραμίδα με τα κομμένα κεφάλια 300 τούρκων και στη βάση της έγραψε την επιγραφή «Τρόπαιον των Ελλήνων κατά των βαρβάρων».

Η μάχη της Αράχωβας είναι ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της Επανάστασης. Ο Κόκκινος έγραψε ότι «είναι ωσάν μία καταυγαζόμενη υπό του φωτός Πύλη, διά της οποίας ο Καραϊσκάκης εισέρχεται εις την ιστορίαν». Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει «ήταν ημέρα αναστάσεως όλης της Ελλάδος». Ο Σπηλιάδης έγραψε ότι «δεν ανέστησε η ολιγαρχία την Στερεά Ελλάδα, την ανέστησε ο Καραϊσκάκης, ότι άλλος δεν την ανέστησε, θα το αποδείξει ο θάνατός του». Ο Βλαχογιάννης έγραψε ότι «η νίκη της Αράχωβας ύστερα από τόσες συμφορές είχε φτάσει θεόσταλτα για να δώσει αναψυχή στο αποκαμωμένο έθνος».

Το φρόνημα των Ελλήνων αναζωπυρώθηκε κι η Επανάσταση έλαβε νέα πνοή.

Ο ίδιος ο Καραϊσκάκης με την από 26 Νοεμβρίου 1826 επιστολή του στην κυβέρνηση έγραψε, μεταξύ άλλων, ότι: «Διά της δυνάμεως και βοηθείας του υψίστου Θεού πέμπομεν τας χαροποιάς αγγελίας περί της λαμπράς νίκης, η οποία εγένετο κατά των εχθρών εις Ράχοβαν. Ας πανηγυρίση λοιπόν όλο το έθνος την λαμπροτάτην ταύτην νίκην και ας δώση δόξαν εις τον ύψιστον. Η νίκη αυτή είναι η σημαντικοτέρα της Ελλάδος και θέλει φέρει πολλά και μεγάλα αποτελέσματα. Ελπίζομεν εις την θείαν βοήθειαν και εις την ευχήν της Πατρίδος και της Σεβαστής ημών Διοικήσεως να καταδαμάσωμεν τάχιστα τον εχθρόν και να ματαιώσωμεν τους ολεθρίους αυτού σκοπούς» (Θ. Χαρίτος, Αγγελής).

Τον Δεκέμβριο 1826 νέα τούρκικη στρατιά υπό τον Μεχμέτ πασά και τον Χασάνμπεη κινήθηκε για να μεταφέρει εφόδια στον Κιουταχή στην Αθήνα, αλλά και για να σώσει τα κάστρα της Λιβαδειάς και των Σαλώνων. Ο Καραϊσκάκης, που είχε φύγει από την Αράχωβα αφήνοντας στο Δίστομο τον Μπαϊρακτάρη και τον Κ. Μπότσαρη, ευρισκόμενος στην Βελίτσα, συνάντησε την τούρκικη στρατιά την 8 Δεκεμβρίου 1826 στο Τουρκοχώρι (κοντά στην Αμφίκλεια), όπου τη νίκησε σε μάχη και την σκόρπισε.

Στην επιστροφή των Ελλήνων την 10 Δεκεμβρίου 1826 προς το Πατρατζίκι (Υπάτη), όπου πήγαιναν για οργάνωση της απελευθέρωσης του Καρπενησίου, του Λιδωρικίου και των Κραββάρων, οι άνδρες του Καραϊσκάκη, ευρισκόμενοι στη Γραβιά, όπου κατά τη διάβαση ποταμού πνίγηκαν 12 παλληκάρια, μάλωσαν με τον Καραϊσκάκη λόγω του δριμύτατου ψύχους και της πείνας που είχαν και βρέθηκε η λύση να καταφύγουν στα σπίτια της Σουβάλας και της Αγόριανης, όπου βρήκαν τροφή και θέρμανση, κι ο θυμός τους καταλάγιασε.

Όμως, ο Καραϊσκάκης έμαθε ότι ο Ομέρ πασάς της Καρύστου θα πήγαινε με μεγάλη στρατιά στα Σάλωνα, για να καταπνίξει την πολιορκία τους κάστρου της, από όπου θα περνούσε με πλοία από την Ιτέα προς την Πελοπόννησο, για να ενωνόταν με τις δυνάμεις του Ιμπραήμ, ο οποίος αδυνατούσε να καταπνίξει τις εστίες αντίστασης που υπήρχαν στην τουρκοκρατούμενη κεντρική και δυτική Πελοπόννησο, όπου είχε αναπτυχθεί ένα ιδιότυπο αντάρτικο από τον Κολοκοτρώνη, με το σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», με σκοπό από κοινού (έστω και χωρίς τον Κιουταχή, αν δεν είχε πετύχει να καταλάβει το κάστρο της Ακρόπολης των Αθηνών), να σβήσουν εντελώς κάθε αντίσταση και μετά προφανώς να επιτίθεντο στο Ναύπλιο, για να έσβηναν εντελώς την Επανάσταση.

Έτσι, την 15 Δεκεμβρίου 1826 ο Καραϊσκάκης, αντί να πάει στο Πατρατζίκι, πήγε στην Αράχωβα, για να μπορεί να ελέγχει όλη την περιοχή και να βοηθούσε όπου χρειαζόταν.

Επειδή ο Ομέρ πασάς αργούσε να ξεκινήσει, ο Καραϊσκάκης πήγε στο Λιδωρίκι, για αναζήτηση τροφής για το στράτευμα. Εκεί βρισκόταν ο προσκυνημένος οπλαρχηγός Ανδρίτσος Σαφάκας, κι ο Καραϊσκάκης έστειλε τον Δημ. Μακρή να ενοχλεί τον Σαφάκα και να του ζητήσει να χαλάσει τα καπάκια με τους τούρκους. Με την πάροδο των ημερών συγκεντρώθηκε στο Κλημάκι στρατός 1.800 ατόμων από τούρκους κι έλληνες προδότες (Ανδρέας Ίσκος, Στράτος, Σαδήμας), που ήθελαν να πάνε στην Αθήνα σε βοήθεια του Κιουταχή. Όμως, ο ερχομός του Καραϊσκάκη τους τρόμαξε και γύρισαν στη Ναύπακτο. Ο Καραϊσκάκης πήγε πάλι στο Λιδωρίκι και στον Σαφάκα, που είχε στις αποθήκες του τον φόρο της δεκάτης (120 κοιλά γεννήματα, το 1 κοιλό = 30 κιλά), κι αρνιόταν να τα δώσει στον Καραϊσκάκη, λέγοντάς του ότι του τα είχε χαρίσει ο Κιουταχής κι ότι δεν θα τα έδινε, αν δεν πληρωθεί.

Τότε ο Σαφάκας βρήκε τον Βέικο, που ήταν ο κυριότερος Σουλιώτης οπλαρχηγός, ζητώντας του να τον υποστηρίξει έναντι του Καραϊσκάκη. Ο Βέικος συμφώνησε με τον Σαφάκα, κι επειδή οι Σουλιώτες έθεταν πάντα θέμα αρχηγίας, ζήτησε υποστήριξη και από τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς Χατζηπέτρο και Σπυρομήλιο, δηλαδή να συμφωνήσουν κι αυτοί, κι όλοι μαζί, να αρνηθούν στον Καραϊσκάκη να πάρει τα γεννήματα από τον Σαφάκα, κι ακόμη από κοινού να θέσουν θέμα αρχηγίας, οι οποίοι υποκρίθηκαν ότι συμφωνούν. Το επόμενο πρωί ο Καραϊσκάκης έθεσε πάλι ενώπιον όλων των οπλαρχηγών το ζήτημα των γεννημάτων του Σαφάκα, κι έκπληκτος είδε τον Βέικο να διαφωνεί μαζί του, όμως ο Καραϊσκάκης, που θεώρησε έντεχνα πως έτσι θέτει αμφισβήτηση της αρχηγίας του, έθεσε θέμα ομόφωνης απόφασης, κι απευθυνθείς στους Χατζηπέτρο και Σπυρομήλιο, αν συμφωνούν με τον Βέικο και κατά συνέπεια θέτουν και θέμα αρχηγίας του, δηλαδή αν εξακολουθούσε να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις ως αρχηγός, αυτοί δήλωσαν ότι δεν θέτουν θέμα αρχηγίας, κι ότι είναι σύμφωνοι με τον Καραϊσκάκη. Έτσι, οι Σουλιώτες αποχώρησαν ντροπιασμένοι, οπότε ο Καραϊσκάκης πήρε τα γεννήματα του Σαφάκα με τα όπλα.

Κι ενώ ο Καραϊσκάκης είχε επιτύχει περηφανή θρίαμβο στην Αράχωβα, στο Ναύπλιο υπήρχε όξυνση στις διαφορές και αντιπαλότητες που υπήρχαν, κι είχαν δημιουργηθεί 7 κόμματα, αφενός με τοπικιστικό κριτήριο, Ρουμελιώτικο, Μοραΐτικο, Σουλιώτικο και Νησιώτικο, αφετέρου με κριτήριο την υποστήριξη ξένων δυνάμεων, εγγλέζικο υπό τους Μαυροκορδάτο και Κουντουριώτη, ρούσικο υπό τον Κολοκοτρώνη και γαλλικό υπό τον Κωλέττη (Φωτιάδης). Τότε ο Καραϊσκάκης τους έστειλε την από 19 Δεκεμβρίου 1826 επιστολή του, όπου, μεταξύ άλλων, γράφει:

«Αδελφοί. Με θαυμασμόν μας ακούγομεν τους εμφυλίους πολέμους και ταραχάς οπού κάμνετε διά τα ίδια σας πάθη, ενώ ημείς πολεμούμεν και χύνομεν τόσα αίματα ελληνικά δια την απελευθέρωσιν της πατρίδος μας. Ημείς λοιπόν ως αδελφοί σας γράφομεν και σας λέγομεν να αφήσετε κάθε ιδιαίτερον πάθος και μέρος, και να ενωθείτε ως αδελφοί, ο καθείς εις τα ίδια του. Επειδή φθάνει οπού σας υποφέρωμεν δίς και τρείς φορές, τώρα όμως τα φερσίματά ασς έφθασαν εις την παραλυσίαν και δεν υποφέρονται πλέον» (Κασομούλης). 

Σε άλλη επιστολή τους προς Ψαριανούς, από 30 Δεκεμβρίου 1826, ο Καραϊσκάκης γράφει;

«Να παρακινήσετε τη Διοίκηση να ρίξει όλες τις δυνάμεις στην Αθήνα, όπου, αφού κάνω και επαναστατήσουν όλες οι επαρχίες της Στερεάς Ελλάδας, τότε μαζί με όλους τους συναγωνιστές μου, στρατηγούς και οπλαρχηγούς, θα επιστρέψουμε στην Αθήνα για να χύσουμε και τη ρανίδα του αίματός μας στα ιερά εκείνα χώματα, όπου ή τα δικά μας κόκκαλα θα μείνουν, ή του Κιουταχή».

Ο Σπηλιάδης γράφει ότι ο φιλικός Παν. Αναγνωστόπουλος μερίμνησε για σύνταξη επιστολής προς τον Τσάρο της Ρωσίας και τον Καποδίστρια, που παραδόθηκε αρχές του 1827 στον πρέσβη της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, την οποία υπέγραψε ο Καραϊσκάκης ως γενικός αρχηγός της Χέρσου Ελλάδος, ο Νικηταράς κι ο Κίτσος Τζαβέλας, που έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι «κρίνεται αναγκαιότατο να ζητήσουν και τη βοήθεια του ομοθρήσκου έθνους των Ρώσων, όπερ κατετρόπωσεν τον μέγα λεγόμενον από την Ευρώπη Τούρκο και κατέστησε σεβαστό το χριστιανικό όνομα στον ανατολικό κόσμο» (Φωτιάδης).

Στη συνέχεια, ο Καραϊσκάκης πηγαίνοντας για τη Λιβαδειά σταμάτησε στο Μαυρολιθάρι, όπου έμαθε ότι τούρκικη στρατιά 4.000 ανδρών υπό τον Ομέρ Πασά βρισκόταν στο Τουρκοχώρι, κι έτσι την 18 Ιανουαρίου 1827 πήγε στη Βελίτσα για να τον αντιμετωπίσει. Εκεί τον ενημέρωσαν ότι ο Ομέρ πασάς έφυγε από το Τουρκοχώρι. Ο Καραϊσκάκης υποπτεύθηκε ότι ο Ομέρ πασάς πολιορκούσε το Δίστομο (Αινιάν), όπου υπήρχαν 400 Σουλιώτες και Ρουμελιώτες για άμυνα, υπό τους Νότη Μπότσαρη, Μπαιρακτάρη και Μπούσγο.

Πράγματι, την 17 Ιανουαρίου 1827 οι τούρκοι είχαν επιτεθεί στο Δίστομο, όμως οι πολιορκημένοι αμύνονταν σθεναρά. Ομοίως, την 18 Ιανουαρίου 1827 οι τούρκοι συνέχισαν να επιτίθενται στους πολιορκημένους και προωθήθηκαν στο χωριό, έτσι ώστε μόνο τα νώτα των Ελλήνων ήταν καλυμμένα.

Το μεσημέρι της 19 Ιανουαρίου 1827 οι τούρκοι όρμησαν κατά μέτωπο για να κυριεύσουν τα οχυρώματα, κι έφτασαν στο κέντρο του χωριού, ενώ οι αποκλεισμένοι είχαν οχυρωθεί στον λόφο του Προφήτη Ηλία. Στη διάρκεια των συμπλοκών έφτασε ο Δράκος με 300 άνδρες και με την βοήθεια των Λιβαδιτών που προσέτρεξαν έδιωξαν τους εχθρούς, όμως οι Έλληνες είχαν μεγάλες απώλειες.

Κι ενώ συνέβαιναν αυτά στο Δίστομο, ο Καραϊσκάκης πέρασε από τη Σχιστή οδό στη Δαύλεια και την 21 Ιανουαρίου 1827, 3 τη νύχτα, βρέθηκε απέναντι από το Δίστομο. Είδε τον τόπο και τρόπο στρατοπέδευσης των τούρκων έξω από το Δίστομο κι αποφάσισε το βράδυ, όταν οι τούρκοι θα κοιμόντουσαν μέσα στις σκηνές («τσαντήρια»), να κάνει έφοδο χωρίς όπλα, μόνο με τα γιαταγάνια, ανάμεσα από τις σκηνές, με την εντολή να προσέχουν τα σκοινιά όπου ήταν δεμένες, για να μην σκοντάπτουν, με το σύνθημα «λύκος», αν γίνονταν αντιληπτοί, ενώ έστειλε στους έγκλειστους στο Δίστομο έναν αγγελιοφόρο για να τους πεί το σχέδιό του και να τον συνδράμουν, όμως αυτός φοβήθηκε και δεν μπήκε στο Δίστομο, χωρίς βέβαια να ενημερώσει τον Καραϊσκάκη. Πράγματι, έγινε η έφοδος, οι Έλληνες έγιναν αντιληπτοί, όμως όχι αμέσως, έγινε μάχη, όπου η ομάδα του Καραϊσκάκη και οι περικυκλωμένοι Σουλιώτες, που αντιλήφθηκαν κάπως αργά τι συνέβαινε, κατατρόπωισαν τους τούρκους, έτσι ο Καραϊσκάκης μπήκε στο Δίστομο κι αποσοβήθηκε η κατάληψή του από τους τούρκους.

Την 26 Ιανουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης έστειλε επιστολή στους πληρεξουσίους των αρμάτων και των επαρχιών (βουλευτές), υπογράφοντας ως «ο Πατριώτης και αδελφός σας», όπου, μεταξύ άλλων, γράφει «ο τόπος, η ομόνοια και η αδελφοσύνη, από ταύτα κρέμαται η σωτηρία όλων μας και είμαστε όλοι αδελφοί, έν έθνος, ας λείψη το Πελοποννήσιοι, Νησιώται και Ρουμελιώται, αλλά όλοι να νομιζώμεθα εν, ως και είμεθα» (Κόκκινος, Παπαγιώργης, Παπαρρηγόπουλος, Χαρίτος, Αγγελής). Ο Κολοκοτρώνης του απάντησε με την από 28 Ιανουαρίου 1827 επιστολή του, γράφοντας «γειφτο γηφτο εχεις να καμης με σοη γηφτηκο κε στοχασου» (Χαρίτος).

Την 31 Ιανουαρίου 1827 Έλληνες που βρίσκονταν στο Στείρι άνοιξαν μέτωπο με τους τούρκους, κι οι Έλληνες βρέθηκαν σε δυσχερή θέση λόγω του πλήθους των τούρκων, ενώ κινδύνευσε κι η ζωή του Καραϊσκάκη, που προσέτρεξε έφιππος να βοηθήσει.

Κι ενώ οι μάχες στο Δίστομο συνεχίζονταν, οι τούρκοι έλαβαν νέα ενίσχυση από συντεταγμένο τακτικό στρατό, με στολή, με τύμπανα, με ξιφολόγχες, με βηματισμό και οργάνωση, περί τα 5.000 άτομα, που για πρώτη φορά εμφανίστηκε τέτοιο φαινόμενο, τρομάζοντας τους Έλληνες.

Την 3 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης απέκρουσε με επιτυχία την επίθεση του τακτικού τούρκικου στρατού, προκαλώντας τη χλεύη ακόμη και των τουρκαλβανών, ενώ και την 5 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιτέθηκε αιφνιδιαστικά μέσα στη νύχτα στους τούρκους, προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες.

Τότε, ο Ομέρ Πασάς, υποπτευόμενος ότι δεν θα έχει βοήθεια κι ότι θα λείψουν οι τροφές στο στράτευμα, αλλά κι επειδή πληροφορήθηκε για απόβαση των Ελλήνων στην Αταλάντη, την 6 Φεβρουαρίου 1826 εγκατέλειψε το Δίστομο, αφήνοντας πίσω του 100 σκηνές, αποσκευές και κανόνι. Η φυγή έγινε νύχτα, ο Καραϊσκάκης το έμαθε, διέταξε καταδίωξη, όμως οι Έλληνες ασχολήθηκαν με την αναζήτηση λάφυρων στο εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο και λίγοι μόνο επιτέθηκαν στην οπισθοφυλακή, χωρίς να εμποδίσουν τη διαφυγή, έτσι ο Ομέρ πασάς επέστρεψε στην Κάρυστο ταπεινωμένος.

Η μάχη τού Διστόμου επιτάχυνε την πτώση των Σαλώνων και ολοκλήρωσε την απελευθέρωση ολόκληρης της Στερεάς Ελλάδος από τον στρατό τού Κιουταχή. Ο Καραϊσκάκης τοποθέτησε φρουρά στα Σάλωνα με υπεύθυνους τους Νάκο Πανουργιά, Γεώργιο Δυοβουνιώτη καί Κομνά Τράκα, στο Δίστομο διόρισε τον Σπυρομήλιο και τους Αθανάσιο Κουτσονίκα και Χρήστο Βάρφη, στο Δομπό τον Βασίλειο Κόλια, στην Αταλάντη τον Σπύρο Ξύδη, στο Ξηρόμερο και στο Λεσίνι τους Δημοτσέλιο, Ιωάννη Ράγκο, Φώτη Κουσουρή, Σπύρο Καρπούζη και Διαμαντή Ζέρβα, στην ορεινή Ναυπακτία τους Δαγκλή, Πανομάρα, Σαφάκα και στο Μαλανδρίνο τον Τριαντάφυλλο Αποκουρίτη. Πλέον η σημαία του σταυρού κυμάτιζε σε όλες τις πόλεις της Ρούμελης, με εξαίρεση το Μεσολόγγι, την Βόνιτσα και την Ναύπακτο, δίνοντας νέα πνοή στην Επανάσταση.  

Από το Δίστομο ο Καραϊσκάκης την 9 Φεβρουαρίου 1827 έστειλε εγκύκλιο διακήρυξη, με την οποία δηλώνει, παρακινεί και διασαφηνίζει προς τον λαό του Λιδωρικίου, Κραββάρων, Σαλώνων και Θηβών (Χαρίτος):

«Αδελφοί, όλοι μαζί αδράξαμε τα όπλα και τα εμεταχειρίσθημεν κατά του κοινού εχθρού της πατρίδος και της θρησκείας μας και με πολλούς αγώνας, αιματοχυσίας και κακοπαθείας τον ενικήσαμεν. Ημείς, βλέποντες τον εχθρόν της πίστεώς μας, αποφασίσαμεν όλα τα υπάρχοντα όπλα, ή να εξώσομεν (εκδιώξουμε) τον εχθρόν απ’ εδώ, ή ν’ αποθάνωμεν. Διότι, ούτε την πατρίδα εκ νέου εις βαρυτέρας αλύσσους (αλυσίδες), ούτε των άλλων εθνών τας ύβριτας (βρισιές), είναι δυνατόν ζώντες να βλέπομεν και υποφέρομεν. Η ψυχή σας φρονεί ελεύθερα διότι πώς είναι δυνατόν να ζήσει εις το εξής ο βαπτισμένος με τον αβάπτιστον; Ο έλλην με τον βάρβαρον; Διό (γι΄αυτό) δράξατε τα αιματοστάλακτα και τροπαιούχα όπλα σας, ενωθήτε μαζί μας διά να εξολοθρεύσωμεν ομοθυμαδόν τον εχθρόν και ελευθερώσομεν διά πάντα την πατρίδα και θρησκείαν. Αν όμως φανεί τις (κάποιος) ενάντιος, ή κληρικός, ή δημογέρων, ή απλούς πολίτης, ή χωρίον, ή επαρχία ολόκληρος είναι, οι τοιούτοι ας ηξεύρουν με βεβαιότητα ότι θα τους παιδεύσομεν χειρότερα από τους τούρκους, επειδή δυνάμενοι να σώσωσι πίστην και πατρίδα τα προδίδουσιν εις την αιώνιον κόλασιν, φειδόμενοι μικρού αγώνος. Οι τοιούτοι δεν πρέπει να έχουσιν αίμα ελληνικόν, αλλ’ είναι τουρκοσπέρματα. Προειδοποιούμεν τους τοιούτους, χρεωστούν να δώσωσι λόγον προς το Έθνος και προς τον Θεόν» (Περραιβός).

Την 21 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης με 1.500 άνδρες ξεκίνησε από το Δίστομο και μέσα σε 48 ώρες περπάτησαν νηστικοί 120 χλμ., σε βουνά και σε χαράδρες, κι έφτασαν στην Ελευσίνα. Με τον ερχομό του Καραϊσκάκη οι στρατιώτες εμψυχώθηκαν, «έγινε γενική χαρά  και αλησμονησία των δεινών τους» (Κασομούλης).

Κατόπιν αυτών των νικηφόρων μαχών σε Αράχωβα, Τουρκοχώρι και Δίστομο «ο Καραϊσκάκης εθεωρήθη ως ελευθερωτής της Στερεάς, το όνομά του περιήρχετο από στόματος εις στόμα και κατέστη το είδωλον της λατρείας των Ελλήνων στρατιωτών, το όνομά του ήτο αυτό καθ’ εαυτό ολόκλhρος δύναμις και προσήλκυεν επικουρικάς δυνάμεις απανταχόθεν» (Πουκεβίλ, Αγγελής).

«Χιλιάδες τούρκοι νεκροί, η ενδοξότερη κι επιτυχέστερη εκστρατεία όλης της Επανάστασης» (Κ. Παπαγιώργης, «Τα καπάκια»).

Ο Φρίντριχ έγραψε: «Ανεδείχθη βεβαίως ο Καραϊσκάκης ανώτερος του Κολοκοτρώνη, και διά τον τρόπον καθ’ όν συνεκρότησε τον στρατόν αυτού, και διά την επιτηδειότητα μεθ’ ής ήγαγεν (οδήγησε) αυτόν επί τους πολεμίους. Ποτέ θάνατος ανδρός δεν απέδειξεν οποία ήτο η αξία αυτού. Διηύθυνεν την νέαν στρατείαν (εκστρατεία) μετά τοιαύτης ρώμης και φρονήσεως, οίαν ουδέποτε μέχρι τότε είχεν αναπτύξει ο Κολοκοτρώνης και έδωκεν εις τον εν Ρουμελία Ελληνικόν αγώνα απροσδόκητον δύναμιν και επίδοσιν» (μετάφραση Καρολίδη).

Τον καιρό που ο Καραϊσκάκης έκανε την εκστρατεία του στην Στερεά Ελλάδα αρχηγός του στρατού διορίσθηκε ο Τσώρτς (Μακρυγιάννης). Στη μάχη του Ανάλατου, ο Καραϊσκάκης έχασε τη ζωή του από τραύμα στα γεννητική όργανα που του προξένησε, μάλλον κατά λάθος, έτσι τουλάχιστον εξομολογήθηκε περί το 1840 σε ιερέα, ο Κώστας Στράτης από τη Χειμμάρα.

Αν ο Καραϊσκάκης δεν επέλεγε, με δική του πρωτοβουλία, να δώσει μάχη στην Αράχωβα, ή, αν δεν φρόντιζε να φτάσει εκεί πρώτος και να την καταλάβει, περιμένοντας από θέση υπεροχής τους τούρκους, είναι πιθανό να συντριβόταν το σώμα του, με αποτέλεσμα να είχαν ενωθεί οι δυνάμεις του Κιουταχή, του Μουσταφάμπεη και του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και να είχε καταληφθεί και το Ναύπλιο, οπότε η Επανάσταση θα καταπνιγόταν ολοκληρωτικά και θα εξέπνεε, με όσα μπορεί αυτό να συνεπάγεται για το μέλλον που θα είχε ο Ελληνισμός.

Η στρατηγική ιδιοφυΐα του μεγάλου Καραϊσκάκη έσωσε την Ελλάδα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου