Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

Βασίλης Μπούσγος - ο σεμνός αγωνιστής της Επανάστασης

 Στις 14 Γενάρη στα πλαίσια του Λαϊκού Πανεπιστημίου με την επωνυμία τροφώνια ακαδημία παρουσιάστηκε η εισήγηση με θέμα " Βασίλης Μπούσγος - ο σεμνός αγωνιστής της επανάστασης" από τον Γιώργο Κωτσαδάμ στο Θολωτό της Κρύας.




Ο Βασίλης Μπούσγος γεννήθηκε στο Απόκουρο της Αιτωλοακαρνανίας το 1776.

 Πριν την Επανάσταση υπηρετούσε στην αυλή του Αλή Πασά υπό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Αθανάσιο Διάκο.

Αποτέλεσε τον κυριότερο εκπρόσωπο των  όπλων της Λιβαδειάς καθ’ όλη την διάρκεια της Επανάστασης.

Ο βιογράφος του Τάκης Λάππας, στο βιβλίο του «ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ»  γράφει για αυτόν:

   

….»Τον άνθρωπο αυτόν θα τον βρεις να αγωνίζεται πλάι στους Ρουμελιώτες αρχηγούς, Διάκο, Ανδρούτσο, Καραϊσκάκη και Δυοβουνιώτη, να παίρνει μέρος σ’ όλες τις δοξασμένες Ρουμελιώτικες μάχες…..

…..» Συνειδητός επαναστάτης, αγωνίζεται για την ιδέα της λευτεριάς χωρίς να αποβλέπει σε προσωπικά κέρδη…..

……» Σεμνός και μετρημένος δεν νοιάζεται να καρπωθεί δόξες και τιμές που δικαιωματικά του ανήκουν. Τις παραμερίζει υπερήφανος αφήνοντάς τες για άλλους.

  

Οι κυριότερες πήγες του βιογράφου είναι:

·         Μέρος από τα απομνημονεύματα  του ίδιου του Μπούσγου, όπως τα κατέγραψε ο Φωτεινός.

·         Έκθεση του ίδιου του Μπούσγου για τις υπηρεσίες του κατά τον αγώνα.

 

Η πορεία του ως αγωνιστής στην διάρκεια της Επανάστασης

Η πρώτη καταγραφή του ονόματός του είναι το έτος 1816, με τον διορισμό του Ανδρούτσου ως αρματολού της Λιβαδειάς, όπου αναφέρεται ότι: (ο Ανδρούτσος )…… έλαβε ζητήσας πλησίον αυτού και τον Βασίλειον Μπούσγον εκ των Ιωαννίνων.

Ο Ανδρούτσος τον είχε διορίσει δεύτερο παλικάρι του, μετά τον Διάκο.

Παρ’ όλα αυτά ο Διάκος και ο Μπούσγος απέρριψαν την πρόταση του Αλή Πασά για ταυτόχρονη επανάσταση των Ιωαννίνων και της Λιβαδειάς, που μετέφερε ο Ανδρούτσος, με την ελπίδα ότι θα εξυπηρετούσε με αυτή την ενέργεια τους σκοπούς της Φιλικής.

Λέγεται χαρακτηριστικά:

Ο Μπούσγος και ο Διάκος ηρνήθηκαν αποτόμως…και έκτοτε μεσολάβησε έχθρα μεταξύ αυτών και του Οδυσσέως.  

Για την στάση των αρματολών της Ρούμελης ο Κωστής Παπαγιώργης  στο έργο του «Τα καπάκια» αναφέρει:


……Δεν είναι λοιπόν περίεργο το γεγονός ότι, πανέτοιμοι στρατιωτικά οι αρματολοί της Ρούμελης  είναι λιγότερο αποφασισμένοι να προχωρήσουν στην επανάσταση…….

Δεν ήξεραν τι τους επιφύλασσε η ανατροπή, τι μπορούσε να σημαίνει η «εθνική ιδέα», η κεντρική διοίκηση, ο τακτικός στρατός.

Την Εθνική επανάσταση μπορούσαν να την δεχθούν ως εδραίωση των ήδη κεκτημένων τοπικών δικαιωμάτων τους.

Τον Μάρτη του 1821 ο Διάκος με τους άρχοντες Λογοθέτη και Φίλωνα, στέλνουν τον Μπούσγο να συνεννοηθεί με τους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου και να ζητήσει οδηγίες από τον πρόξενο της Ρωσίας Βλασόπουλο στην  Πάτρα.

Τα γεγονότα τον προλαβαίνουν στο Γαλαξίδι, όπου ενημερώνεται ότι η επανάσταση έχει ήδη ξεσπάσει στην Πελοπόννησο.

Στην επιστροφή του σκοτώνει έναν  Τάταρο ταχυδρόμο στο Χάνι του Ζεμενού και παίρνει μαζί του  έγγραφα, που βοηθούν στην απελευθέρωση της Λιβαδειάς.

 Τη νύχτα 28 προς 29 Μαρτίου μπαίνει στη Λιβαδειά ως πρωτολάτης της εμπροστοφυλακής.

 …….Σαν σίφουνας ορμάει με τα παλικάρια του μέσα στην πόλη κι η δύναμή του αυξάνει πιο πολύ από τους Λειβαδίτες που τον καρτεράνε στο κέντρο, στο Σταροπάζαρο.

 Κατά τη μάχη τραυματίζεται και σπάζει το πόδι του από πυροβολισμό….

Στις 4 Απριλίου 1821 επικεφαλής των Λιβαδιωτών  απελευθερώνει την Θήβα

……»Τις πρώτες μέρες της Επανάστασης, στις αρχές του Απριλίου 1821, ο Βασίλης Μπούσγος υπό τις διαταγές του Αθανάσιου Διάκου κατέλαβε τη Θήβα αμαχητί, ενώ οι Τούρκοι είχαν καταφύγει στη Χαλκίδα μαζί με τις οικογένειές τους.

 

Σε διάφορες πηγές φέρεται να συμμετέχει στη μάχη της Αλαμάνας στις  22 ή 23 Απριλίου 1821.

 Αποδίδεται στον Διάκο η φράση: «Μπούσγο χίλιοι με κρατούνε».

Επίσης φέρεται να πηγαίνει αυτός τη φοράδα στον Διάκο για να διαφύγει.

 

Επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι ο Μπούσγος έμαθε για την αιχμαλωσία του αρχηγού στο Δαδί. Ο Διάκος τον είχε αφήσει στην Θήβα για να αναρρώσει από τον τραυματισμό του. Στις 19 Απρίλιου βρισκόταν ακόμη στην Λιβαδειά υπογράφοντας συμφωνίες με μικρό-καπετάνιους.

«…..τον Διάκον εξεδέχθειν εγώ με μεγίστην μου λύπην»

Διορίζεται αρχηγός των Βοιωτικών όπλων και παρατάσσει το στράτευμα για την επόμενη μάχη στο Ελευθεροχώρι (Ανάμεσα 23.04.1821 και 08.05.1821).

 Στο μεταξύ ο Ανδρούτσος έχει εγκαταλείψει τον Αλή Πασά και έχει ταχθεί στον αγώνα. Αποτελεί το βαρύ όνομα που δίνει άλλη προοπτική και εγγυάται τη μέγιστη συσπείρωση των ατάκτων, είναι αναμφίβολα το φόβητρο των αντιπάλων.

Οι επαναστατικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τις Τουρκικές  από το να μπουν στη Λιβαδειά, με τις γνωστές τραγικές συνέπειες.

Με τη συνδρομή των Πελοποννησίων, θα γίνουν σφοδρές συγκρούσεις για την ανακατάληψή της, στις οποίες ο Μπούσγος πολεμάει με εκδικητική μανία΄.

Ωστόσο οι Οθωμανοί θα κατακτήσουν και το κάστρο της λίγες μέρες αργότερα.

 

Ακολουθούν στρατιωτικά γεγονότα και μάχες που θα κορυφωθούν με την μάχη των Βασιλικών (26 Αυγούστου 1821)

 

Σκηνή από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου με την καθοδήγηση του Μακρυγιάννη.

Πόλεμος των Βασιλικών.

 Έχει αξία  να δούμε, πως φτάσαμε ως εκεί.

Ο Δυοβουνιώτης είχε επισημάνει στον Διάκο τις αδυναμίες της Ελληνικής παράταξης στην Αλαμάνα (23 Απριλίου 1821).

Ο Διάκος από την άλλη πλευρά υποστήριζε,  ότι οι Έλληνες έπρεπε να εγκαταλείψουν τις συνήθειες του κλεφτοπολέμου και να αντιμετωπίζουν τους Τούρκους σαν ενιαίος  στρατός, άποψη γενικά σωστή υπό την προϋπόθεση της ένωσης των Ελληνικών όπλων στον κοινό σκοπό.

 Έπειτα από την ήττα στην Αλαμάνα ήταν λογικό να επικρατήσει η παλιά αντίληψη των καπεταναίων.

Ο Μπούσγος,  δίνει την επόμενη μάχη, μετά την Αλαμάνα, στο Ελευθεροχώρι. Δεν καταφέρνει να φράξει τον δρόμο στον Βρυώνη, ωστόσο διασώζονται οι Βοιωτικές δυνάμεις για να πολεμήσουν και την επόμενη φορά.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι πολεμικές επιχειρήσεις εξυπηρετούν αντικειμενικούς σκοπούς. Από επιχειρησιακή σκοπιά, η αξία μιας τακτικής υποχώρησης χωρίς απώλειες, η οποία  δεν δοξάζεται ποτέ από την λαϊκή παράδοση, φαίνεται πάντα σε δεύτερο χρόνο.

Ταυτόχρονα, ο Ανδρούτσος γράφει  κι αυτός ιστορία  στο Χάνι της Γραβιάς.

Αυτή η μάχη είναι η αποθέωση της τακτικής και της ευελιξίας των αρματολών, των οποίων αποτελεί πράγματι βασικό αξίωμα, ότι η μάχη πρέπει να δίνεται στον ευνοϊκό για αυτούς τόπο και χρόνο.

 Γι’ αυτό δεν πρέπει να συγχέουμε αυτήν την τακτική με τη φυγομαχία. Επιδιώκουν την σύγκρουση oι αρματολοί,  αλλά πάντα στην κατάλληλη ευκαιρία. Και αυτή θα είναι στα Βασιλικά. Εκεί θα αναχαιτιστούν οι Οθωμανοί, τους οποίους περιμένει ο Βρυώνης για να εισβάλει στην Πελοπόννησο.

 Αυτή την φορά, ο Δυοβουνιώτης θα παρατάξει με αριστοτεχνικό τρόπο τις ολιγάριθμες Ελληνικές δυνάμεις, προβλέποντας σωστά και με απόλυτη ακρίβεια τη διαδρομή που θα ακολουθήσει ο Οθωμανικός στρατός, λόγω του τεράστιου όγκου προμήθειων που έπρεπε να μεταφέρει.

Δίκαια θα  δοξαστούν όλοι οι γενναίοι οπλαρχηγοί, αλλά και ο Γκούρας με τον Ρούκη που στάθηκαν ακλόνητοι στο γιουρούσι χιλιάδων Οθωμανών πεζών και ιππέων.

 

 Όμως χρειάστηκε και άλλος ένας αποφασιστικός παράγοντας για να δώσει τη μεγαλειώδη νίκη στην Ελληνική πλευρά, κάτι που αντικειμενικά και χωρίς να υποκρύπτει τοπικιστική διάθεση, δεν έχει αποδοθεί στις σωστές του διαστάσεις.

Στην  κορύφωση της μάχης και ενώ η πλάστιγγα της σύγκρουσης έγερνε στην πλευρά των Οθωμανών κάτω από το βάρος της αριθμητικής τους υπεροχής, διατάζουν γενική επίθεση με τον ίδιο τον Μπεϊράμ Πασά να μπαίνει επικεφαλής. Η ήττα των Ελλήνων μοιάζει προδιαγεγραμμένη παρά την ηρωική αντίσταση.

Ξαφνικά, ακούγονται τουφεκιές που όλο και δυναμώνουν και  φτάνουν οι Λειβαδίτες με αρχηγούς τον Μπούσγο, τον Τριανταφυλλίνα και τον Λάππα.

 Όλες ανεξαιρέτως οι ιστορικές πηγές και μαρτυρίες συμφωνούν στο εξής: Συντελείται ραγδαία μεταβολή στη μάχη σε αστραπιαίο  χρόνο.

Λέγεται ότι ο Γκούρας φώναξε «Μωρέ παιδιά ο Καπετάνιος έρχεται» εννοώντας τον Ανδρούτσο και με αυτό επηρεάστηκε η εξέλιξη της μάχης.

Αλλά αν υπάρχει κάποιος που η απουσία του επηρέασε την εξέλιξη της μάχης, αυτός είναι σίγουρα ο Διάκος.

Οι Λιβαδείτες εμφανίζονται κυριευμένοι από εκδικητική μανία για όσα έχουν προηγηθεί στην Αλαμάνα και την Λιβαδειά, όπου σφαγιάστηκαν συγγενείς και φίλοι και ο Διάκος θανατώθηκε με τον πιο βάρβαρο τρόπο λέγοντας «Σκοτώστε με»… «Υπάρχουν πολλοί Διάκοι.»  

Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί οι Λιβαδείτες δεν ήρθαν σε αυτή την μάχη για να ταμπουρωθούν. Αριθμούν σε 250 με 300 άντρες,  αριθμός ικανός να ανατρέψει βίαια την κατάσταση στο πεδίο της μάχης με βάση τα αριθμητικά δεδομένα, βάζοντας όμως στην εξίσωση και το γεγονός ότι μπήκαν στην μάχη με ιδιαίτερη σφοδρότητα.  

Το πεδίο ήτανε στενό, δασώδες και απόκρημνο και, καθώς σ’ αυτές τις μάχες η έκβαση κρίνεται στη μετωπική σύγκρουση,  οι Οθωμανοί δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν την αριθμητική υπεροχή τους. 

 

Επικεφαλής στο μέτωπο είναι ο Μπούσγος, καθώς οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί σπεύδουν σε κυκλωτικές κινήσεις. Αυτή είναι η στιγμή που τόσο πολύ περίμενε. Η μεγάλη καταδίωξη και η ανηλεής σφαγή του Οθωμανικού στρατού είναι πια αναπότρεπτη, κι αν αυτή η καταδίωξη δεν είχε διακοπεί λόγω της λαφυραγωγίας, δεν θα είχε μείνει ούτε ένας τούρκος ζωντανός.

 Σ΄ αυτήν την μεγάλη ιστορική μέρα μπροστά απ‘ όλους, ήταν πανάξιος αρχηγός του Λιβαδιώτικου σώματος,  ο Βασίλης Μπούσγος.

Χάρη στους οπλαρχηγούς της Ρούμελης και στην οπωσδήποτε αποφασιστική συμβολή των Λιβαδιωτών κατέστη δυνατή η συνέχιση  της πολιορκίας της Τρίπολης, η πτώση της οποίας ήταν πια θέμα χρόνου (23 Σεπτεμβρίου 1821).

Η νίκη στα Βασιλικά είναι η σημαντικότερη μάχη του πρώτου έτους της επανάστασης.

  Ο Ανδρούτσος θα φτάσει την επόμενη μέρα στην Μονή Δαμάστας. Είναι απαρηγόρητος που δεν πρόλαβε τη μάχη. Αυτός, αν και απών, υπαγόρευσε  την αναφορά προς τον Υψηλάντη.

Είναι γνωστή η έχθρα του με του προύχοντες της Λιβαδειάς, αλλά και οι σχέσεις του με τον Μπούσγο είναι από καιρό ψυχρές, γι’ αυτό  άλλωστε οι δρόμοι τους θα ακολουθήσουν διαφορετική πορεία έκτοτε.

 Είναι βάσιμη η υποψία ότι ο Μπούσγος διαφώνησε με τους χειρισμούς του Ανδρούτσου πριν την άλωση της Λιβαδειάς Η απόφαση για την διάλυση του Ελληνικού στρατοπέδου στο Καστράκι ήταν του Ανδρούτσου. Από την άλλη το πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου είναι ο Γκούρας, δεν είναι να απορεί κανείς που ο Ανδρούτσος δεν αναφέρει την αποφασιστική συμβολή των Λιβαδιωτών.

Το αμέσως επόμενο χρονικά διάστημα ο Βασίλης  Μπούσγος παίρνει μέρος στην πολιορκία της Υπάτης και κατόπιν μεταβαίνει στην Εύβοια.

Μόλις συγκροτείται ο Άρειος Πάγος (η τοπική διοίκηση που προήλθε από τη Συνέλευση των Σαλώνων τον Νοέμβριο του 1821)  τίθεται υπό τις διαταγές του Καπετάν Διαμαντή (Αδαμάντιος Νικολάου Ολύμπιος). Φτάνει στον βαθμό του χιλίαρχου.

Πειθαρχικός χαρακτήρας, υπάκουε στρατιωτικές εντολές των «καλαμαράδων» του Αρείου Πάγου όχι όμως στις σατανικές τους ενέργειες.

Το μίσος μεταξύ του Ανδρούτσου και του Αρείου Πάγου κορυφώθηκε με τον διορισμό (από τον Άρειο Πάγο) του Διαμαντή ως στρατηγού της Ανατολικής Στερεάς. Ο Μπούσγος αποφεύγει να συγκρουστεί με τον παλιό του Καπετάνιο, όπως άλλωστε και ο Διαμαντής και αναγκάζεται να αφήσει την Εύβοια.

«Εγώ δε επιβουλευόμενος από τον Οδυσσέα είδον ότι δεν εδυνάμην να σταθώ εις εκείνα τα μέρη πλέον»  

Μεταβαίνει στην Πελοπόννησο την εποχή που λαμβάνουν χώρα οι πολεμικές συγκρούσεις του πρώτου εμφυλίου και υπηρετεί υπό τον  Ανδρέα  Λόντο. Δεν υπάρχει όμως καμία  καταγραφή που να τον εμπλέκει στις εμφύλιες συγκρούσεις. Αντίθετα υπάρχουν καταγραφές τον Οκτώβριο του 1823 σύμφωνα με τις οποίες ο Λόντος με τον Ζαΐμη από τη μια μεριά και ο Σισίνης από την άλλη επιδιώκουν την ένοπλη σύγκρουση και οι στρατιώτες αρνούνται.

 Ας μην παραβλέπεται επίσης ότι παρά τη χειραγώγηση των Εθνοσυνελεύσεων και την παγιδευμένη συμμέτοχη σε αυτές, που έχει ως αποτέλεσμα την στρέβλωση των λαϊκών διαθέσεων, ο Μπούσγος υπηρετεί την Κυβέρνηση και όχι τον Λόντο. Θα αποτραβηχτεί αμέσως από την Πελοπόννησο.

Ο Λάπας αποδίδει στη νοσταλγία για την Ρούμελη τη σύντομη παραμονή του Μπούσγου στην Πελοπόννησο.

Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο Μπούσγος αποχωρεί από εκεί σε μια εποχή που οι καραβοκύρηδες και οι κοτζαμπάσηδες έχουν ανοίξει τα σεντούκια και μοιράζουνε αφειδώς χρήμα και αξιώματα σε στρατολογημένους από όλη την Ελλάδα, οι δε Ρουμελιώτες είναι περιζήτητοι.

Επιστρέφει στην Ρούμελη, προφανώς από απροθυμία να πουλήσει τις υπηρεσίες του. 

Αντί για την αδερφοσφαγή σε ένα συγκεχυμένο πολιτικό τοπίο, επιλέγει να πολεμήσει τους Οθωμανούς στην Στερεά.

Οι  μετέπειτα καθαγιασμένες μορφές του αγώνα, όπως ο Μακρυγιάννης, αλλά και ο Κολοκοτρώνης και άλλοι, λιποτακτούσαν και άλλαζαν πλευρά στην εμφύλια διαμάχη αναλόγως με την προσφορά κερδίζοντας πλούτο, εύνοια και φήμη.  

Στον αντίποδα ο Μπούσγος συμμετέχει σε μια άλλη σπουδαία μάχη για την υπόθεση του αγώνα. Κατά την προσφιλή του συνήθεια δεν περιαυτολογεί. Στην αναφορά του περιορίζεται απλώς να πει:

……… Κατά το 1824 παρεβρέθην εις την περίφημον μάχην της Άμπλιανης

Πέντε έξι λέξεις όλες και όλες για μια μάχη  όπου η συμμέτοχη και μόνο σ αυτή ισοδυναμεί με παράσημο.

Υπηρετεί  κατόπιν υπό τις διαταγές του Κώστα Μπότσαρη.

Το καλοκαίρι του 1826 διατάσσετε να τεθεί υπό τον  Καραϊσκάκη. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Καραϊσκάκης τον ζήτησε κοντά του και ο Μπούσγος δεν τον απογοήτευσε. Πλάι στον μεγάλο στρατηγό γράφουν τις πιο ένδοξες σελίδες της επανάστασης. Μάχες, όπως στο Δίστομο και στην Αράχοβα, έχουν ως αποκορύφωμα την οριστική εκκαθάριση της Στερεάς. Ποιος όμως μπορεί να δοξαστεί δίπλα στον Καραϊσκάκη; Είναι λογικό να μείνει στην σκιά του μεγάλου αρχηγού.

……..Γι’ αυτό κι ο Μπούσγος θεωρείται από του ιστορικούς ο Νικηταράς της Ρούμελης.

Ο Καραϊσκάκης, ο γιος της καλογριάς, αυτός ο φοβερός δαίμονας, ο γνωστός σαν Γύφτος, ο οποίος τάχθηκε στην Επανάσταση πολύ αργά, είναι τώρα πανάξιος αρχιστράτηγος. Το στρατηγικό σχέδιο του είναι μεγαλοφυές, πολιορκεί τους πολιορκητές της Ακρόπολης μέσα στην Αττική. Αυτή είναι και η δύναμη της επανάστασης, η τεράστια μεταβολή που επιφέρει στους ανθρώπους, ώστε να μπορούν να καταφέρουν πράγματα που πριν έμοιαζαν αδιανόητα.

Μαζί ξεκινούν για την απελευθέρωση της Αθήνας. Ο Καραϊσκάκης έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια μεγαλειώδη νίκη.

Δεν έχει τόση σημασία ποιος πυροβόλησε τον Καραϊσκάκη. Ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε εξαιτίας του γεγονότος ότι αγνοήθηκε η στρατιωτική του ιδιοφυΐα, ότι για ακόμη μια φορά οι ίδιοι αναθέσαμε στους ξενόφερτους σωτήρες αυτό που μπορούσαμε και οφείλαμε να κάνουμε με τις δίκες μας δυνάμεις.

Με τον Καραϊσκάκη νεκρό, ο μεγαλύτερος Ελληνικός στρατός που συγκεντρώθηκε ποτέ, βάδισε υπό τις διαταγές των Βρετανών «ως πρόβατο στην σφαγή», με τον ίδιο τον Κιουταχή να μην πιστεύει στα μάτια του τις κινήσεις επί του πεδίου.

Ευτυχώς δηλαδή που ελευθερωθήκαμε με την βοήθεια των μεγάλων δυνάμεων!!!

Έκτοτε υπηρετεί στη χιλιαρχία του Δυοβουνιώτη, εκκαθαρίζεται σταδιακά η Στερεά με τους Τούρκους να είναι ουσιαστικά κλεισμένοι σε οχυρά.

Ακολουθούν οι μάχες στην Στερεά με σκοπό την κεφαλαιοποίηση επί του Διπλωματικού πεδίου των κατακτημένων από τους Έλληνες περιοχών.

Δεν θα μπορούσε να είναι αντικείμενο της διαπραγμάτευσης για τα μελλοντικά σύνορα της Ελλάδας  ό,τι δεν έχει κατακτηθεί με τα όπλα από ντόπιους πληθυσμούς.

Ο Μπούσγος πολεμάει με νέα ορμή στις μάχες αυτές. Στη μάχη του Ανηφορίτη «αγωνίζεται υπεράνθρωπα» τώρα που νοιώθει ότι πλησιάζει η ώρα που θα δικαιωθεί ο Αγώνας (2 Ιουνίου 1829).

……..Απ’ την προτελευταία μάχη του Αγώνα αποτραβιέται ο Μπούσγος με δυο βόλια στο κορμί του. Έτσι εμποδίστηκε να λάβει μέρος στην τελευταία, της Πέτρας (12 Σεπτεμβρίου 1829).

Από την σωζόμενη αλληλογραφία του Υψηλάντη, φαίνεται ξεκάθαρα ο βαθμός εκτίμησης και σεβασμού που τρέφει ο Στρατάρχης για τον Μπούσγο και το επίμονο προσωπικό του ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Τον έχει ξεχωρίσει ήδη από το 1828, καθώς ιδιαίτερα διακρίθηκε στην μάχη του Στεβενίκου (Α. Τριάδα-Οκτώβριος 1828). Ζητά επίμονα να προαχθεί και φροντίζει για την οικονομική του στήριξη έπειτα από τον τραυματισμό του.

 Η πορεία του μετά

Είναι γνωστό ότι οι οπλαρχηγοί της Λιβαδειάς Διάκος και Μπούσγος,  δεν συμμετείχαν σε αυτό το διπλό παιχνίδι των μυστικών συμφωνιών με τους Τούρκους, τα γνωστά καπάκια.

Τόσο ο Διάκος όσο και ο Μπούσγος τηρούν τον όρκο που έδωσαν οι Έλληνες  τον Ιανουάριο του 1821 για να οργανώσουν τον ξεσηκωμό στις επαρχίες.

 Σε όλη την διάρκεια της επανάστασης ο Μπούσγος πολεμά απαρέγκλιτα υπό τις διαταγές των ανώτατων αρχών (αυτές που τέλος πάντων είχαν μια κάποια σχετική  πολιτική νομιμοποίηση). Καταθέτει ανεπιφύλακτα και ολόψυχα ό,τι έχει να δώσει στην υπόθεση του αγώνα, δηλαδή, τη στρατιωτική του τέχνη, επιλέγοντας να απέχει από την πολιτική οργάνωση και τις μετά-επαναστατικές συνθήκες, αντίθετα από μια μεγάλη μερίδα αγωνιστών, που επιδιώκουν να   «κόψουν και να ράψουν» την ελευθερία του γένους στα μέτρα τους.

Πίσω από τις επιφυλάξεις για τους ξενόφερτους καλαμαράδες της φιλικής και τους φαναριώτες πολλοί έκρυψαν τις προσωπικές τους επιδιώξεις, όχι όμως και ο Μπούσγος που ήταν καλόπιστος. Αυτά τα γεγονότα εξηγούν σε έναν βαθμό, την μεγάλη πικρία του Μπούσγου για την κατάσταση που διαμορφώθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν  την Επανάσταση.

 Ο άνθρωπος αυτός, τίμιος όπως ήταν, οραματιζόταν να παραδώσει στους ελεύθερους πια Έλληνες ένα λευκό χαρτί που θα γραφόντανε μια καινούργια ιστορία για τον τόπο. Ωστόσο, η ζωή του, τώρα πια, δοξασμένου αγωνιστή της επανάστασης,  σε σχέση με τη ζωή του ως αρματολού του Αλή Πασά αποτελεί οδυνηρή διάψευση των προσδοκιών του.

 Σίγουρα δεν μετανιώνει για τίποτε.

Όπως κάθε λογικός άνθρωπος, προτιμά σαφώς την ελευθερία και τη φτωχή ζωή από την άνετη ζωή του αρματολού κάτω από τη σκλαβιά.

 Έχει όμως συνείδηση του γεγονότος ότι  κάτι  έχει πάει τελείως στραβά. Πριν την Επανάσταση, υπηρετούσε σε ένα κρατίδιο πολύ μεγαλύτερο σε έκταση από την μεταεπαναστατική Ελλάδα που ωστόσο εξασφάλιζε μια άνετη ζωή στους υπαλλήλους του μέσα σε μια ακμάζουσα οικονομία.

Σταδιακά ο Μπούσγος αποκτά πλήρη συνείδηση ότι ο λαός βγαίνει βαριά ηττημένος από την Επανάσταση στο επίπεδο της κοινωνικής αναμέτρησης.

Σήμερα είναι γενικά τεκμηριωμένο, ότι πέρα από την κυρίαρχη αντίθεση Έλληνα Τούρκου, μια άλλη δευτερογενής, αλλά εξίσου σημαντική, υπέβοσκε σε όλη την διάρκεια της σκλαβιάς.

 Ο άνθρωπος της υπαίθρου, ο φτωχός αγρότης, ο κτηνοτρόφος,  τελούσε κάτω από μια διπλή κυριαρχία Τούρκων και  Κοτζαμπάσηδων και παρά την Εθνική απελευθέρωση, εξακολουθούν οι τελευταίοι να τον καταδυναστεύουν.

Στην Ρούμελη αυτό δεν ήταν τόσο ορατό, ωστόσο τώρα πια αποκαλύπτεται.

Οι μεγαλοτσιφλικάδες και οι μεγαλέμποροι κυριαρχούν ξανά. Παρά  τον πολιτικό μετασχηματισμό από τον ψευδό-κοινοτισμό στα νέα πολιτικά συστήματα, το επίπεδο ζωής των απλών ανθρώπων είναι ελεεινό.

 Κοιτάζοντας αμερόληπτα τα γεγονότα δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε τον μεγάλο αριθμό των προυχόντων που συνέβαλαν τα μέγιστα στον αγώνα, και πάρα πολλοί από αυτούς φτωχύναν, ωστόσο η νέα ολιγαρχία και το πολιτικό προσωπικό συγκροτήθηκε από ένα μικρό τμήμα της παλιάς τάξης των προυχόντων, προερχόμενο ως επί το πλείστον από αυτούς και ιδιαίτερα από τα μεγάλα τζάκια, γεγονός που αποκαλύπτει τον Αστικοτσιφλικάδικο χαρακτήρα του νέου Ελληνικού κράτους.

 Αυτοί εξ’ άλλου διαμόρφωσαν και τη νέα πολιτική πραγματικότητα με όλα τα νέα κόμματα και τα πολιτικά μορφώματα εθελόδουλα, προσανατολισμένα στις «μεγάλες δυνάμεις» και ταυτόχρονα με παντελή απουσία μιας προβληματικής για τα κοινωνικά ζητήματα.

Στο ερώτημα αν η πατρίδα στάθηκε αχάριστη στον Βασίλη Μπούσγο η απάντηση δεν είναι απλή. Στα πλαίσια των οικονομικών δυνατοτήτων μπορεί και να τον αποκατάστησε με μια πενιχρή σύνταξη και μικρό-διορισμούς.

Γιατί όμως πρέπει να δεχτούμε εκ προοιμίου ότι η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας δεν επέτρεπε την αποκατάσταση των αγωνιστών;

Από την άλλη μεριά, η παραπάνω εγχώρια γεωκτητική ολιγαρχία και οι μεγάλες οικογένειες των καραβοκύρηδων όχι μόνο δεν φτωχύναν αλλά αντίθετα πλούτισαν κατά πολύ, τόσο κατά τη διάρκεια του αγώνα, όσο και μετά την επανάσταση.

 Η άρχουσα τάξη, η παλιά άρχουσα τάξη, όχι μόνο δεν βγήκε μειωμένη, -και δεν μιλώ για το πολιτικό επίπεδο, μιλώ για το οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο-, αλλά ισχυρά ενισχυμένη. Αρκεί και μόνο να σημειωθεί, ότι οι μεγάλες περιουσίες έγιναν μεγαλύτερες, π.χ. οι Κουντουριώτες πενταπλασίασαν την τεράστια περιουσία την οποίαν είχαν, οι Ρούφοι της Πάτρας, εννεαπλασίασαν την περιουσία τους κοκ. Αλλά δεν είναι αυτό το κύριο θέμα, είναι ότι η παλιά γεωκτητική ολιγαρχία, κατάφερε μεταεπαναστατικά να εγκολπωθεί όλες τις ευκαιρίες που έδινε αυτός ο σχετικός αστικός μετασχηματισμός, ένας μετασχηματισμός προς την κατεύθυνση έμπορο-μεσολαβητικών ευκαιριών. Αυτές όλες οι ευκαιρίες ήρθαν στα χέρια  της παλιάς γεω-κτητικής ολιγαρχίας, η οποία πέρασε από την φουστανέλα στην ρεντιγκότα και βεβαίως, δεν αποτελούσε, ούτε είχε συνείδηση, μιας γνήσιας αστικής τάξης, αλλά οπωσδήποτε εκμεταλλευόταν αυτές τις ευκαιρίες που έδινε αυτή η νέα πραγματικότητα και λόγω των διασυνδέσεων, που είχε με την εξουσία και λόγω της ικανότητας να εκμεταλλεύεται το εξ-εμπορικευόμενο τμήμα της αγροτικής παραγωγής και ακόμα περισσότερο το τμήμα εκείνο της παραγωγής το οποίο ηξήγετο, εκεί ήταν τα μεγάλα κέρδη. Ταυτόχρονα, κατά τρόπο μονοπωλιακό, η τάξη αυτή,  η μετασχηματισμένη, η μεταμφιεσμένη θα έλεγα, κατάφερνε και από την μεριά των εισαγωγών να αποκομίζει τεράστια κέρδη, ενώ ταυτόχρονα, διατηρούσε το επίπεδο αγοράς τιμής των αγροτικών προϊόντων εξαιρετικά χαμηλό, με αποτέλεσμα βεβαίως η αγροτική περιοχή, να τροφοδοτεί με υπεράξια τον σχηματισμό αυτών των αστικών, παρασιτικών, ψευδό αστικών εισοδημάτων».*

*Ντοκιμαντέρ δημόσιας τηλεόρασης: Νεότερη Ελληνική Πολιτική Ιστορία 1750 - 1940 – 6  (41.00 min) Βασίλης Φίλιας.

https://www.youtube.com/watch?v=fgKxrcWh_bw

 

Για την οικονομία της συζήτησης και μόνο, θεωρούμε ότι η Επανάσταση πέτυχε στο σκέλος το Εθνικοαπελευθερωτικό, ωστόσο απέτυχε παταγωδώς να δικαιώσει τις προσδοκίες των αγωνιστών της.

Από κει και πέρα ήρθε σαν λογικό επακόλουθο η βίαιη παραχάραξη της ιστορίας με εργαλεία, τους τερατώδεις μύθους και την αποσιώπηση, ακριβώς για να κρύψει αυτήν την αποτυχία.

 Δεν μπορεί όμως να κρυφτεί το  μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Αίγυπτο,  τα μικρασιατικά παράλια και προς τις χερσαίες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία εξακολουθούσε να προσφέρει καλύτερη ζωή στους κολιγάδες, για να μην μιλήσουμε φυσικά για του Οθωμανούς πολίτες.

Πώς να κρυφτεί το γεγονός ότι οι Έλληνες Μικρασιάτες καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν τόσο μπροστά από τους πολίτες του Ελληνικού Βασιλείου, διαθέτοντας λύκεια θηλέων, νοσοκομεία, πανεπιστήμια και ένα από τα πρώτα αστεροσκοπεία στην Ευρώπη;

Η πιο τραγική περίπτωση μετανάστευσης,  αποτελεί δίχως άλλο αυτή των παλαιών αγωνιστών έπειτα από την διάλυση των ατάκτων από την αντιβασιλεία, η οποία αρνήθηκε να εφαρμόσει το σχέδιο του Καποδίστρια για ένταξή τους στον τακτικό Εθνικό Στρατό.

 Την εποχή αυτή βρίσκονταν ένοπλοι μέσα στη χώρα 2.000 Ρουμελιώτες, 500 Σουλιώτες, 600 Ηπειρώτες και Θεσσαλοί, 800 Κρήτες και 600 Αλβανοί.

Όλοι αυτοί με κανέναν τρόπο δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στις εστίες τους, και η μόνη λύση του προβλήματος τους ήταν η δημιουργία εθνικού στρατού και η συγχώνευσή τους στις μονάδες του.

Όμως η αντιβασιλεία αντί να πάρει τα χρήσιμα αυτά μέτρα εξέδωσε δύο διατάγματα στις 14 Μαρτίου 1833 με τα οποία διέλυε τους ατάκτους.

Η ενέργεια αυτή της αντιβασιλείας έφερε γενική αναστάτωση στα πνεύματα. Έτσι το Μάιο του 1833, 300 παλικάρια άοπλα φάνηκαν μπροστά στα τείχη του Ναυπλίου, εκλιπαρώντας βοήθεια και ζητώντας έστω και λίγο ψωμί. Η αντιβασιλεία τούς υποσχέθηκε λίγο αλεύρι και τα παλικάρια ξαναγύρισαν στο Άργος, φέρνοντας στους δικούς τους την είδηση. Μετά δύο εβδομάδες νέα επιτροπή έφθασε στο Ναύπλιο, διατυπώνοντας θαρραλέα τα αιτήματά τους.

Τότε η αντιβασιλεία αντέδρασε σκαιότατα και έστειλε στο Άργος δύο λόχους βαυαρικού στρατού για να διαλύσουν τους ατάκτους.

Η πρόκληση ήταν ανωφελής και επικίνδυνη. Η αντιβασιλεία δεν έπρεπε να σπρώξει στην απελπισία τους πεινασμένους εκείνους και πιστούς στρατιώτες της πατρίδας.

Αλλά και πάλι η φρόνηση πρυτάνευσε στις καρδιές των παλικαριών. Αντί να παρασύρουν τους Βαυαρούς στις δύσβατες στενοποριές της Νεμέας και της Κορίνθου, προτίμησαν να υποχωρήσουν στα περίχωρα του Άργους κι έτσι η πορεία των Βαυαρών φάνταξε σαν στρατιωτικός θρίαμβος.

0ι Βαυαροί αξιωματικοί είχαν την ιδέα πως οι άτακτοι είναι στρατιωτικώς άχρηστοι και ύψωναν τους ώμους περιφρονητικά για τους προμάχους αυτούς της πατρίδας που δεν μπορούσαν να σχηματίσουν φάλαγγες και γραμμές στις παρελάσεις και επιδείκνυαν αλαζονικά τα ράκη τους, Έλεγαν ότι μπροστά σ' ένα βαυαρικό λόχο οι ήρωες εκείνοι, και δεκαπλάσιοι αν ήταν, θα τρέπονταν σε φυγή.

Αλλά και η αντιβασιλεία πίστευε ότι κινδύνευε η ύπαρξή της, εφόσον οι άγριοι εκείνοι πολεμιστές είχαν κάποια εξουσία.

Αντιστάθηκε με λύσσα σε κάθε πρόταση να καταταγούν στον τακτικό στρατό.

Μπροστά σ’ αυτή την τακτική τα παλικάρια παρέδωσαν με δάκρυα στα μάτια τις σημαίες τους και πέρασαν τα τουρκικά σύνορα για να κερδίζουν με το όπλο το ψωμί τους, αναλαμβάνοντας και πάλι τον παλιό κλέφτικο ρόλο τους.

Τα γεγονότα αυτά πρέπει να συλλογιστεί κανείς, όταν γίνεται πολύς θόρυβος για τη μάστιγα της ληστείας στην Ελλάδα.

Οι ληστές έχουν τις ρίζες τους στα απρόσιτα βουνά. Η αντιβασιλεία κατόρθωσε με τις ασύνετες ενέργειες της να μεταβάλει πιστούς υπηκόους σε ληστές, να καθιερώσει και νέο πυρήνα κλεφτουριάς.

Κι αντί των ηρώων του αγώνα μάζεψε στο στρατό τα διεθνή αποβράσματα των Βαυαρών τυχοδιωκτών, που κατέβηκαν στην Ελλάδα για να πάρουν βαθμούς και μισθούς ανώτερους απ' ό,τι στην πατρίδα τους.*

* Καρλ Μέντελσον – Μπαρτόλντι ΕΠΙΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (Απόδοση ΕΛΕΝΗ ΓΑΡΙΔΗ)

 Στέλνανε δηλαδή σε ανάθεμα εκείνους που λευτέρωσαν από αιώνες σκλαβιάς τούτη την πατρίδα. «Οι αντιβασιλιάδες» γράφουν οι Bower και Bolitho «είχαν τη ίδια γνώμη γι’ αυτούς, που είχε κι’ ο κόμις ντ’ Αρτουά για την παλιά φρουρά του Ναπολέοντα: Δεν μας χρειάζονται πια γενναίοι»!

 Κι’ η αλήθεια είναι πως σε τίποτα πια δε μας χρησίμευαν, μια και περιδιάβαζε καμαρωτός στην Ελλάδα ο στρατός των πραιτωριανών, που όπως παραδέχεται ένας τίμιος βαυαρός, ο υπολοχαγός τότε Χριστόφορος Νέζερ, «κατά το μεγαλύτερον μέρος του απετελέσθη εξ αλητών εκ του συρφετού του Γερμανικού λαού».

Αστροπελέκι νάπεφτε σε πεντακάθαρο ουρανό δε θα ξάφνιαζε έτσι τους αγωνιστές του Εικοσιένα. Απόμειναν γράφει ο Κασομούλης«άπνοοι και άφωνοι ως φλομωμένοι ιχθύες. Απελπίσθηκαν, μη δυνάμενοι ούτε εμπρός ούτε πίσω να κινηθούν ένεκα της τρομεράς δυστυχίας των».

Άλλοι κλαίγοντας  σά μικρά παιδιά, σπάζανε τα ντουφέκια τους πάνω στα βράχια, άλλοι βγήκαν κλέφτες στα βουνά κι’ από τότες φούντωσε στον τόπο μας η ληστεία, κι’ άλλοι σήκωσαν μαύρα μπαϊράκια και ξεκίνησαν κυνηγημένοι από τους Βαυαρούς να πάνε στην Τουρκιά να βρούν ένα κομμάτι ψωμί να φάνε.

Αυτό στάθηκε τ’ άδοξο τέλος του πιο δοξασμένου στρατού μας.*

 

*Από  ανέκδοτο έργο του Δημήτρη Φωτιάδη.

Ο Λάππας περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την ζωή του αγωνιστή Μπούσγου στα χρόνια που ακολούθησαν:

 

Ο Βασίλης Μπούσγος δεν έτυχε της αναγνώρισης που θα έπρεπε. Ο μύθος σκέπασε τους μεγάλους καπετάνιους και η λαϊκή παράδοση τους έδινε όλο και μεγαλύτερη αίγλη. Λίγοι πια καταλάβαιναν  ότι ο φτωχός τους γείτονας, ο ευγενικός και καλόκαρδος κυρ Βασίλης ήταν ένα ζωντανό κομμάτι της  ιστορίας των Ελλήνων. Άλλωστε είχε τώρα πια κατεβεί από το βάθρο του και έδινε τώρα κι αυτός μια άλλη μάχη, αυτή της καθημερινής επιβίωσης, χάθηκε και αυτός μέσα στο πλήθος μαζί με τους τρακόσιους των Βασιλικών. Τι θα σκέφτοταν άραγε όταν σε  όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής της Πόλης, στον επιτάφιο και στις γιορτές, θα ‘βλέπε να μπαίνουν μπροστά και να εκπροσωπούν το στράτευμα οι νέοι, με παντελόνια και επωμίδες, τελείως άκαπνοι, ωστόσο πιο ικανοί στις κοινωνικές συναναστροφές, πιο μορφωμένοι. 

Αλλά μήπως σήμερα, ξέρουν άραγε οι πολίτες της Λιβαδειάς τι χρωστούν σε αυτόν τον αγωνιστή;

 

Εκ των υστέρων βέβαια δεν είχε καμία απολύτως σημασία για τον Βασίλη Μπούσγο, ούτε η κηδεία του με τα μεγάλα λόγια που  εκφωνήθηκαν, ούτε η ονοματοδοσία ενός άλλου δρόμου πιο κεντρικού. Θα προτιμούσε άλλωστε να στέκει εκεί σαν να ακούει τις φωνές των μαθητών και σαν να βλέπει τον κοσμάκη να παζαρεύει τα ψάρια και τα ζαρζαβατικά, στο σημείο που γίνεται η λαϊκή αγορά του Σάββατου.


 

 Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Μπούσγος, απλός και καθημερινός, μόνο που εμπρός στα σταυροδρόμια, έπαιρνε πάντα τον δρόμο του χρέους, γι’ αυτό και δεν ήταν τυχαίο να βρεθεί δίπλα στον Καραϊσκάκη και τον Υψηλάντη.

Έχει όμως μεγάλη σημασία για εμάς να ξέρουμε ότι αυτός ο άνθρωπος όχι μόνο  εκπροσώπησε την Λιβαδειά, αλλά και την τίμησε στην κορυφαία στιγμή της Νεότερης Ελληνικής ιστορίας.

 

 

Κατά μία άποψη, όσο και αν ακούγεται σκληρό, ο Βασίλης Μπούσγος  ήταν ταυτόχρονα θύτης και θύμα του παράδοξου της Ελληνικής Επανάστασης, το οποίο κι αυτός ο ίδιος στήριξε.

 

 Ότι ήταν δηλαδή δυνατόν, δυνάστες και δυναστευόμενοι, να συμμετάσχουν από κοινού σε μια επαναστατική διαδικασία, γι’ αυτό, αν και τεράστιο επίτευγμα η Εθνική απελευθέρωση δεν δικαιώθηκαν πλήρως οι Επαναστάτες.

Σε τίποτα όμως και κανείς δεν μπορεί να  χρεώσει τον Μπούσγο για τις μετά-επαναστατικές εξελίξεις, γιατί αντικειμενικά, ήταν βάσιμο ότι ένα ελεύθερο χριστιανικό έθνος μπορούσε να αποτελέσει την βάση μιας καλύτερης ζωής για τους Έλληνες.

 

 Η Εθνική απελευθέρωση ήταν αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη, καθώς δεν απαρνήθηκαν την κληρονομιά της τουρκοκρατίας όλοι οι Έλληνες, ιδιαίτερα όσοι ασκούσαν σημαντική επιρροή στα πολιτικά πράγματα.

Παρ’ όλα αυτά, τίποτα και κανείς δεν μπορεί να ακυρώσει την Επανάσταση συνολικά, ούτε το γεγονός ότι ο Βασίλης Μπούσγος αποτέλεσε ένα υψηλό πρότυπο αγωνιστή της ελευθερίας και γνήσιο επαναστάτη.