«Την
ιστορία που διαβάζεις την μεταφέρω εδώ όπως ακριβώς μου την είχε διηγηθεί τότε ο παθών.
Τον
Παναγιώτη Νάκο τον πρωτογνώρισα τότε, τέλος του 1947, όταν γραφτήκαμε στο
Γυμνάσιο Λιβαδειάς, όμως τον είχα πρωτοδεί την επομένη μέρα των γεγονότων του
Ιουνίου του 1944, όταν τον μετέφεραν οι Βλάχοι τραυματισμένο στο Λαφύστιο και
φορτωμένο επάνω σε κάποιο γαϊδουράκι, τον πήγαιναν στον γιατρό της Λιβαδειάς,
τότε που το έκοψαν και το χέρι.
Στο
Γυμνάσιο της Λιβαδειάς γνωριστήκαμε καλά, γίναμε μάλιστα και φίλοι-κάναμε πολύ
παρέα.
Τότε
τον είχα ρωτήσει με την παιδική μου περιέργεια να μου πει πως ακριβώς είχαν
γίνει τα γεγονότα. Είχαν περάσει 3 χρόνια εν τω μεταξύ, αλλά αυτή η ιστορία και
100 χρόνια να περάσουν δεν ξεχνιέται.
Άρχισε
λοιπόν να μου λέει ότι εκείνη την μέρα, Κυριακή, έφτασαν εκεί οι Γερμανοί νωρίς
το απόγευμα με μερικά αυτοκίνητα. Τους μάζεψαν όλους κατοίκους του συνοικισμού….
[Χάνι
του Καλαμιού -έτσι το ονόμαζαν γιατί εκεί, εκτός από τους δύο μύλους είχε και λανάρες, είχε και
νεροτριβές που έφτιαχναν τα τσόλια και τις φλοκάτες, αλλά παλιά είχε και ένα
χάνι που περνούσαν οι διαβάτες τότε με τα κάρα και τα άλογα, πηγαίνοντας ακόμη με αυτόν τον τρόπο μέχρι και την Αθήνα-εκεί
λοιπόν είχε στέγη και τροφή για ανθρώπους περαστικούς και τα ζώα τους]
Έφτασαν
λοιπόν οι Γερμανοί και τους συγκέντρωσαν όλους δίπλα στο Δημόσιο δρόμο κάτω από
μια μεγάλη καρυδιά. Μάλιστα οι Γερμανοί ξεκινώντας από την Λιβαδειά, στο δρόμο
είχαν συλλάβει και τρεις ανθρώπους από το χωριό Λαφύστιο.
Αυτοί
ήταν κάποιος Λουκάς Σκουρολιάκος 37 ετών
νομίζω, το κοπέλι του, ένα παιδί από την Σάμο 17-18 χρονών και ένα παιδί 15
χρονών, ο Χαράλαμπος Μάρκος.
Οι
τρεις αυτοί, πότιζαν τα κτήματά τους δίπλα από τον δημόσιο δρόμο, τους
συνέλαβαν και τους οδήγησαν εκεί, κάτω από την καρυδιά του Κυρίτση μαζί με
όλους τους Καλαμιώτες 17-18 άτομα.
Κάποια
στιγμή ο Σκουρολιάκος, ο οποίος είχε πάει και στρατιώτης, μόλις είδε ότι οι
Γερμανοί ετοίμαζαν τα πολυβόλα μπροστά από τον κόσμο, προσπάθησε να ρωτήσει τους
Γερμανούς γιατί το κάνουν αυτό- ότι αυτοί είναι καλοί άνθρωποι, έχουν οικογένειες
και δεν έχουν κάνει τίποτα εναντίον των Γερμανών-γιατί λοιπόν ετοιμάζονται να
τους σκοτώσουν;
Ένας
Γερμανός τότε αρπάζει το όπλο του και αρχίζει να τον χτυπά αλύπητα με το
κοντάκι του, Μάλλον όπως μου είχε πει ο Παναγιώτης πρέπει να του είχε σπάσει
και κάποιο πόδι γιατί σερνόταν και ούρλιαζε από τους πόνους.
Αφού
τους άφησαν εκεί αρκετή ώρα, μπροστά στα πολυβόλα, ξεχώρισαν τους άνδρες, τους
πήραν από εκεί και τους μετέφεραν πιο πέρα σε ένα άλλο κτήριο, μαγαζάκι τότε.
Ο
Παναγιώτης δεν είχε δει πως εκτέλεσαν τους άνδρες, είχαν όμως ακούσει όλοι,
τους πυροβολισμούς των πολυβόλων.
Οι
γυναίκες , μαζί και ο μικρός Παναγιώτης εννέα χρονών τότε, έκλαιγαν όλες και παρακαλούσαν τους Γερμανούς να τους
χαρίσουν τη ζωή.
Άρχισε
να νυχτώνει. Οι Γερμανοί 5-6 εκεί δίπλα από τα πολυβόλα τους, οι υπόλοιποι
λεηλατούσαν τα σπίτια και τα έκαιγαν.
Σουρούπωσε
για τα καλά. Ένας αξιωματικός φτάνει εκεί, κάτι λέει στους Γερμανούς και αυτοί
πήραν θέση μπροστά στα πολυβόλα τους.
Τότε
του λέει η μάνα του «Παναγιώτη, μόλις δεις ότι ετοιμάζονται να μας σκοτώσουν,
εσύ να μπεις πίσω μου και να σε καλύψω εγώ με το σώμα μου μήπως γλυτώσεις». Έτσι
και έγινε. Με το που πήγαν να βάλουν τα πολυβόλα τους πυρ, εγώ μου
είπε-κρύφτηκα πίσω από την μάνα μου, άρχισαν οι ριπές, πέσαμε όλοι κάτω, άλλοι νεκροί, άλλοι μισοσκοτωμένοι
ουρλιάζοντας από τους πόνους.