Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

H Αλίαρτος στο χθες και στο σήμερα


Το Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020, στην συνάντηση της τροφώνιας ακαδημίας η κ. Βενετία Κατσιφή - Ζώτα, προσκεκλημένη ομιλήτρια,  παρουσίασε την εισήγησή της με θέμα " Η Αλίαρτος στο χτες και στο σήμερα"


Η Αλίαρτος υπήρξε μια ζωντανή πόλη στην αρχαιότητα και μια «νεκρόπολη» στην περίοδο του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας. Στους τελευταίους τρεις αιώνες υπάρχουν τεκμήρια ζωής στους δύο πρώτους και παλαιότερους οικισμούς, δηλαδή το Μάζι και το Μούλκι. Σταδιακά, μετά την απελευθέρωση, αλλά κυρίως κατά την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας και μετέπειτα, οι προαναφερόμενοι οικισμοί πύκνωσαν, επεκτάθηκαν και το οικιστικό κενό που μεσολαβούσε καλύφθηκε. Το νέο οικιστικό μόρφωμα πήρε το όνομα Κριμπάς, από το χάνι που βρισκόταν πάνω στον κεντρικό δρόμο και αυτό ήταν και το όνομα της αναδυόμενης κωμόπολης της Αλιάρτου.

Η ανάλυση που έχουμε επιχειρήσει πάνω στην κοινωνική σύνθεση και ανάπτυξη της σημερινής Αλιάρτου, εκτείνεται χρονικά στο ιστορικό φάσμα 18ος – 19ος αιώνας και το πρώτο ήμισυ του 20ου. Ουσιαστικά εστιάζει στις σχέσεις ανθρώπινου-φυσικού περιβάλλοντος, με δεδομένη την άποψή μας ότι, η Αλίαρτος στη διαχρονία αποτελεί μία αντιπροσωπευτική εικόνα αλληλεπίδρασης των ανθρώπων της με τη λίμνη Κωπαΐδα και στη συνέχεια με το εύφορο αποξηραμένο πεδίο. Στηρίζουμε το επιχείρημα ότι η γέννηση της νέας Αλιάρτου τοποθετείται χρονικά στην πρώτη προσπάθεια αποξήρανσης επί  της αντιπροσωπευόμενης βασιλείας του Όθωνα, όταν έγινε συνείδηση η ανάγκη της αποξήρανσης, για την προμήθεια σιτηρών στην ελληνική επικράτεια. Η μακρόχρονη  διαδικασία της αποξήρανσης, με όλες τις δυσκολίες, τα προβλήματα και τις απρόβλεπτες παραμέτρους που παρουσιάστηκαν, έθεσε τις προϋποθέσεις και πιθανόν και τους περιορισμούς, για τη δημιουργία της σημερινής Αλιάρτου.

Επιπλέον, ένα συναφή παράγοντα των προηγουμένων στοιχείων,  αποτελεί ο κεντρικός δρόμος που διασχίζει τη σημερινή κωμόπολη, ο οποίος κατά τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα χαρακτηρίζεται ως δρόμος ανταλλαγής προϊόντων και ως εμπορικός κόμβος.

 Όλα τα παραπάνω, είναι φανερό ότι συνετέλεσαν να γεννηθεί μία νέα κοινωνία, με ιδιαίτερο πληθυσμιακό ιστό, ο οποίος οφείλεται στην εσωτερική μετανάστευση με κίνητρο την εξασφαλισμένη εργασία στην Αγγλική Εταιρεία ή στις παράπλευρες συμβάσεις εκμετάλλευσης γης. Δύο αντιπροσωπευτικές φράσεις για την πραγματικότητα της νέας Αλιάρτου είναι οι εξής: «Η γη της επαγγελίας» για τον τόπο και «κάθε καρυδιάς καρύδι» για τον πληθυσμό.

Τέλος, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι όλες οι έρευνες και αναλύσεις βασίζονται κατά ένα μεγάλο μέρος σε προφορικές μαρτυρίες, ακολουθώντας το πρόταγμα και τις επιταγές της σύγχρονης ιστοριογραφίας.



Μυθολογικά και ιστορικά στοιχεία

Ο μυθικός βασιλιάς Αλίαρτος, γιος του Θερσάνδρου, εγγονός του Σίσυφου και αδελφός του Κόρωνου, θεωρείται ο ιδρυτής και επώνυμος ήρωας της ομώνυμης βοιωτικής πόλης[1].

Η Αλίαρτος κατοικήθηκε συνεχώς από τη μυκηναϊκή εποχή ως τον 2ο π.Χ. αιώνα. Βρισκόταν δίπλα στην εύφορη και ελώδη πεδιάδα της Κωπαΐδας[2], όπου φύτρωνε ο «αυλητικός κάλαμος» και τα περίφημα «αλιάρτια σχοινιά». Ο Όμηρος, για τον λόγο αυτό, ονομάζει την πόλη ποιήενθα, δηλαδή χλοερή/χορταριασμένη και την συμπεριλαμβάνει στον «Νηών κατάλογο», ανάμεσα στην Κορώνεια και τις Πλαταιές. Την ύπαρξη της αρχαίας Αλιάρτου, στη γεωγραφική θέση που αναφέρει ο Όμηρος, επιβεβαιώνουν ο Στράβωνας και ο Παυσανίας.

Η μεγάλη σημασία που απέκτησε η πόλη στην αρχαιότητα οφείλεται στην επίκαιρη θέση της πάνω στον άξονα επικοινωνίας Βορά- Νότου, στρατηγικό πέρασμα του αρχαίου δρόμου Ορχομενού-Θηβών, στη νότια πλευρά της  Κωπαΐδας.

Ο χώρος γύρω από την πόλη θεωρούνταν ιερός, καθώς εκεί αναφέρεται η ύπαρξη των τάφων του Ραδάμανθυ και της γυναίκας του Αλκμήνης, κοντά στην Κισσούσα κρήνη, καθώς και του μάντη Τειρεσία, προς το Τιλφούσιον όρος.

Η αρχαία Αλίαρτος υπήρξε σύγχρονη με τον Ορχομενό, αλλά σύντομα πέρασε στον έλεγχο των Θηβών. Αποτέλεσε μέλος της Βοιωτικής Ομοσπονδίας και υπήρξε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Βοιωτίας. Κατά τον Παυσανία, η πόλη μεταστράφηκε το 480 π.Χ. από τους Πέρσες, διότι δεν «εμήδισε», ωστόσο, από νεώτερους μελετητές, η πληροφορία αυτή αμφισβητείται. Στο διάστημα 447-387 π.Χ. αποτέλεσε μία από τις έντεκα πόλεις του Κοινού των Βοιωτών, όπως και στο διάστημα 371-338 π.Χ.  Ως μέλος του Βοιωτικού Κοινού, πήρε μέρος στη νικηφόρα μάχη εναντίον των Αθηναίων παρά το Δήλιον. Το 395 π.Χ., αρχές του Κορινθιακού πολέμου,  πολιορκήθηκε από τους Σπαρτιάτες υπό τον Λύσανδρο, ο οποίος σκοτώθηκε από τον αλιάρτιο Νεόχωρο και τάφηκε στην νεκρόπολη της Αλιάρτου.

Το 171 π.Χ. πολιορκήθηκε από τους Ρωμαίους υπό τον πραίτορα Λουκρήτιο και, παρά τη σθεναρή αντίσταση των κατοίκων, καταστράφηκε ολοσχερώς. Ο πληθυσμός της εξανδραποδίστηκε και η περιοχή της παραχωρήθηκε στους Αθηναίους, οι οποίοι έστειλαν εκεί αποίκους[3].

Την μεγάλη οικονομική άνθηση της αρχαίας Αλιάρτου επιβεβαιώνει η κοπή ασημένιων νομισμάτων από τον 6ο π.Χ. αιώνα, τα οποία έφεραν τον Ογχήστιο Ποσειδώνα  και την Βοιωτική ασπίδα αμφότερα των πλευρών. Η Ωκάλεια, η Ογχηστός και η Μεδεών αποτελούσαν μικρές πόλεις-δορυφόρους της Αλιάρτου.



Οικιστική και κοινωνική δομή

Μετά την καταστροφή από τους Ρωμαίους, όχι μόνο η Αλίαρτος αλλά όλες οι Βοιωτικές πόλεις γύρω από την Κωπαΐδα έπεσαν στην αφάνεια ή σε καθολική ανυπαρξία, καθώς έλειπαν τα αναγκαία μέσα για τη συντήρηση των έργων πρώτης ανάγκης και για την αναστήλωση δημοσίων οικοδομημάτων. Σταδιακά τα έργα των Μινύων εγκαταλείφτηκαν, η Κωπαΐδα έγινε μία νέα λίμνη και οι αρχαίες πόλεις Αλίαρτος  και Κώπες εξαφανίστηκαν. Κατά την Βυζαντινή περίοδο η Αλίαρτος δεν αναφέρεται στην ιστοριογραφία και η σημαντική πολεμική αναμέτρηση του 1311 μ.Χ. μεταξύ Καταλανών και του δουκάτου των Αθηνών υπό τον Γκωτιέ  de Brienne αναφέρεται ως μάχη της Κωπαΐδος. Μοναδική μνεία γίνεται στον περιηγητικό χάρτη του 1787, από τον Ελβετό περιηγητή Vilhem V. Visher, οποίος αναφέρει την περιοχή ως Αλίαρτο. Ο Καταλανικός πύργος στην είσοδο της πόλης από Αθήνα προς Λιβαδειά, μαρτυρεί την πολύχρονη παρουσία των Καταλανών και τα ισχυρά τους έργα.

Με την κυριαρχία των Καταλανών συνδέεται άμεσα η πρώτη επίκοιση από Αλβανούς και Αρβανιτόβλαχους, όπως αναφέρεται από τον Απ. Βακαλόπουλο και άλλους μελετητές.  Σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη, για την ασφάλεια της εισόδου εισβολέων στον βοιωτικό κάμπο ο Γκωτιέ  de Brienne είχε εγκαταστήσει τους αρβανιτόβλαχους στην οροσειρά του Ελικώνα (Κυριάκι, Ζερίκι, Στεβενίκο, Ζαγαρά κλπ.) και βόρεια στα σημερινά χωριά Λιβανάτες, Τραγάνα, Μαλεσίνα, Λάρυμνα.  Στην εποίκιση αυτή αναζητούμε και τους πρώτους κατοίκους του Μαζίου Αλιάρτου, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο Παλιομάζι, σταδιακά μεταφέρθηκαν στη θέση Δούσια (ή Ντούσια) και κατέληξαν στη σημερινή γεωγραφική θέση.

Τα πρώτα πληθυσμιακά στοιχεία για το Μάζι έχουμε από τον Pouqueville, σύμφωνα με τον οποίο ο οικισμός κατοικείται από πενήντα οικογένειες και ανήκει στην ορεινή ζώνη. Αντιδιαμετρικά, στην πεδινή ζώνη στα πόδια της λίμνης, υπάρχει το Μούλκι με είκοσι οικογένειες. Οι κάτοικοι του Μαζίου είναι αρβανιτόφωνοι και ασχολούνται με την κτηνοτροφία και την υποτυπώδη γεωργία. Οι κάτοικοι του Μουλκίου είναι καμπίσιοι και ασχολούνται με παραλίμνιες καλλιέργειες και κυρίως με το ψάρεμα και το εμπόριο της βδέλλας. Στη συνέχεια, τα πληθυσμιακά στοιχεία των δύο πρώτων οικιστικών πυρήνων της σημερινής Αλιάρτου διαμορφώνονται ως  εξής:

 Έτη         1879                    1889                   1896                           1907

     Μάζι:     300                      402                     508                             645

     Μούλκι: 246                      262                     323                             553

                               εργάτες Κωπαίδος           εργάτες

                               άρρενες 457                        28

                               θήλεις       7

     (Χουλιαράκης, Μ., 1973)



Σημαντικό στοιχείο κατά την άποψή μας αποτελεί η καταγραφή του Γάλλου μηχανικού Sauvage, ο οποίος στο διάστημα 1845-46 περιόδευε την Κωπαΐδα για να ολοκληρώσει τη «μελέτη περί αποξήρανσης» που του είχε ανατεθεί. Ο Sauvage μας δίνει έναν απογραφικό πίνακα των 667 κατοίκων γύρω από τη λίμνη, όπου αναφέρονται και οι οικισμοί που μας αφορούν: Μάζι 40, Ντούσια[4] 20 και Μούλκι 40 επίσης κάτοικοι. Τους εξαιρετικά λίγους κατοίκους της περιοχής τους χαρακτηρίζει ως σημαντικό εμπόδιο για την υλοποίηση των επικείμενων αποξηραντικών έργων, με την έννοια της σοβαρής έλλειψης εργατικών χεριών και γι αυτό πρότεινε την εποίκιση ως αναγκαία λύση. Όσο και αν καταπολεμήθηκε η γνώμη του αυτή μέσα από τις διαμάχες του Κωπαϊδικού Ζητήματος όπως αυτό διαμορφώθηκε, ο  Sauvage δικαιώθηκε όταν σταδιακά η σημερινή Αλίαρτος προέκυψε από την εσωτερική μετανάστευση εργατικού δυναμικού και την μόνιμη εγκατάσταση των περισσοτέρων.



Στη διοικητική-δημογραφική ιστορία του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, με το Β.Δ. της 3-4-1833 (άρθρο 10) «περί διαιρέσεως του Βασιλείου και διοικήσεώς του» καθορίζεται ο Νομός Αττικοβοιωτίας, ο οποίος περιλαμβάνει και τις επαρχίες Θήβας και Λιβαδειάς. Στο Β.Δ. της 18-9-1835 «περί σχηματισμού των Δήμων της επαρχίας Λεβαδείας (άρθρο 1), η επαρχία Λιβαδειάς περιλαμβάνει 12 Δήμους, μεταξύ των οποίων και τον Δήμο Αλιάρτου. Το γεγονός αυτό εντάσσεται στα πλαίσια προσπάθειας του Όθωνα για την ταύτιση των νεοελλήνων με τους αρχαίους προγόνους τους, όπως επέβαλλε το ιδεολογικό ρεύμα της εποχής του.



 «Εν έτει 1836» ο Δήμος Αλιάρτου περιλαμβάνει τους εξής οικισμούς: Μάζι, Μούλκι, Δούσια, Βρασταμίτες, Ζαγαρά, Σάχο, Μαυρομάτι,  με σύνολο κατοίκων: 1196   (Τσεβάς, Γ.) 

Το 1840  γίνεται συγχώνευση και υπάγεται στον Δήμο Πέτρας, ως το 1912 (σχηματισμός Κοινοτήτων).

Στοιχεία απογραφής της Ε.Σ.Υ.Ε.

Έτος          Κοινότητες                              Κάτοικοι               Πληθυσμός*



1920          Μάζι                                           719  

                  Μούλκι                                      629

               Αλίαρτος (Κριμπάς)                       186                        1.534



1928       Μάζι                                             700

               Μούλκι: α) Μούλκι                        784

               β) Κριμπάς (Αλίαρτος)                   391

                γ) συνοικισμός Κωπαΐδος                28                        1.883



1940         Μάζι                                         1.101

                 Μούλκι                                   

                  α) Μούλκι                              1.108   

                  β) Αλίαρτος (Ο)                        339                         2.548



1951         Μάζι                                          981

                 Μούλκι + Αλίαρτος                  2.012                        2.993



*Πραγματικός πληθυσμός, δηλαδή όσοι βρέθηκαν παρόντες και απογράφηκαν

Κοινωνική σύνθεση και οικονομική ζωή

Στον προαναφερόμενο πίνακα παρατηρούμε ότι οι ονομασίες Αλίαρτος και Κριμπάς ταυτίζονται. Συγκεκριμένα, σηματοδοτούν το κέντρο της σημερινής Αλιάρτου, στο οποίο δημιουργήθηκε  από τις αρχές του 20ου  αιώνα ένας οικισμός, σχεδόν στο μέσο της απόστασης Μαζίου-Μουλκίου. Η μεγάλη αυτή και ακατοίκητη έως τότε έκταση, ανήκε σε κατοίκους του Μαζίου και κυρίως στον Γ. Κριμπά, αγωνιστή της επανάστασης και καταγόμενο από την Οδησσό, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες. Αποτελούσε κτήμα της «προικοδότησης»  σύμφωνα με το αντίστοιχο Β.Δ. (20 Μαΐου 1835)  του νεοσύστατου ελληνικού  κράτους,  όπως και το κτήμα Κριεζώτη, λίγα μέτρα ανατολικότερα του πρώτου και δίπλα από τον δρόμο επίσης[5].  Τα δύο κτήματα τα χώριζε ο ποταμός Λόφις και ενώνονταν με πέτρινη τοξωτή γέφυρα, η οποία ανατινάχτηκε στις 26-4-1941.

Προς δικαίωση του Sauvage ο οποίος είχε προβλέψει έναν αιώνα πριν την απαραίτητη πύκνωση του πληθυσμού, τα έργα αποξήρανσης της λίμνης της Κωπαΐδας άρχισαν να γίνονται πόλος έλξης για μόνιμη εργασία, η οποία, όπως αποδεικνύεται από τα στατιστικά δεδομένα, κατέληγε ως επί το πλείστον και σε μόνιμη διαμονή. Οι πρώτοι εργάτες έμεναν σε talls μέσα στην Κωπαΐδα, όπου αρχικά εγκαταστάθηκαν τα γραφεία της Γαλλικής Εταιρείας αποξήρανσης και στη συνέχεια, για λίγο διάστημα της Αγγλικής.

Η Αγγλική Εταιρεία πολύ σύντομα αγόρασε μεγάλο μέρος γης από το «κρατικό» κτήμα του Κριεζώτη  και άλλους μεγαλοϊδιοκτήτες για να δημιουργήσει τις συνολικές εγκαταστάσεις της στον χώρο που βρίσκονται σήμερα, εκατέρωθεν του κεντρικού δρόμου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το σημείο αυτό του δρόμου δίπλα στο «κρατικό» κτήμα του Γ. Κριμπά, άρχισε να γίνεται κόμβος επικοινωνιών για ανθρώπους και εμπορεύματα και σηματοδοτήθηκε με το όνομα Κριμπάς, όπως φαίνεται και στα απογραφικά στοιχεία της Ε.Σ.Υ.Ε.

Η εμπορική κίνηση στον δρόμο της Αλιάρτου, ο οποίος ήταν «αμαξιτός» ήδη από τον 19ο αιώνα[6], δημιούργησε την ανάγκη για ξεκούραση και διαμονή, γι αυτό λειτουργούσαν τα « χάνια». Στον χάρτη της Αγγλικής Εταιρείας του 1900 διακρίνεται η λέξη  khani και τρεις/τέσσερις μικρές κουκίδες, όπως και η νεοδημιουργηθείσα σιδηροδρομική γραμμή. Από τη συλλογή προφορικών στοιχείων στην έρευνά μας,  πληροφορούμαστε ότι πρώτο υπήρχε το χάνι του Καρβούνη, κατόπιν του Σ. Κομίνη (κτήμα Πρωτόπαππα) και του Α. Αντωνίου (κτήμα Μπατσόπουλου).  Όλα αυτά βρίσκονταν στη δεξιά πλευρά του δρόμου (με άξονα από Λιβαδειά προς Αθήνα), ενώ εικάζεται ότι λειτουργούσε και το χάνι του Κριμπά, στην αντίθετη πλευρά. Με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν σε πανδοχεία και ως τέτοια (δηλαδή πανδοχείο, εστιατόριο και παντοπωλείο συγχρόνως) αναφέρονται του Ν. Κόλλια και του Αρτινού στο Μούλκι.

Το τέλος του 19ου αιώνα και κυρίως η αυγή του 20ου, βρίσκουν την Αλίαρτο με νέα κοινωνικά δεδομένα. Η εγκατάσταση των άγγλων έδωσε ένα νέο και σημαντικό στίγμα στην υπάρχουσα κοινωνία, ο δρόμος απέκτησε αύξουσα εμπορική κίνηση και ο πληθυσμός μεγάλωνε αλματωδώς.

Ο Κριμπάς ως πέρασμα, σε συνδυασμό με το λιμάνι του Πειραιά, έχει ταυτιστεί στη μνήμη των παλαιότερων κατοίκων με τα «εδώδιμα αποικιακά» προϊόντα, δηλαδή ρύζι, καφέ, ζάχαρη, τσάι, πιπέρι κλπ., ενώ αντίστροφα εξάγονταν από τη Βοιωτία τα προϊόντα των αυτόχθονων. Παράλληλα, «εισάγονταν» είδη κιγκαλερίας και άλλα βιομηχανικά είδη.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα επίσης,  άρχισε να εμφανίζεται μια πρώτη μορφή ιδιωτικής επιχείρησης (μύλοι, κυλινδρόμυλοι, εκκοκκιστήρια κλπ.). Ο νερόμυλος στη Λάστρα λειτουργούσε πριν  το 1900 και στη συνέχεια αναφέρεται η λειτουργία του μύλου Τζουβελέκη (μετέπειτα Ιωάννου). Το 1934 λειτούργησε για ένα χρόνο ο Μύλος Αμπάτζογλου και επαναλειτούργησε ως μύλος Αμπάτζογλου-Μαράκη από το 1942 ως το 1982. Το 1947 ο πετρελαιοκίνητος μύλος Ε. Μουράτη ως το 1947 και από το 1960 ο ηλεκτροκίνητος μύλος  του Ε. Μουράτη ως το 1970, οπότε μετατράπηκε σε βιοτεχνία μηδικής και ζωοτροφών. Το 1941 η συνολική παραγωγή σιταριού που αλέστηκε ήταν 10.000.000 οκάδες και κατά την άποψη των ιδιοκτητών, αυτή έσωσε την Αθήνα. Από το 1936 λειτούργησε το εκκοκκιστήριο του Δ. Γρίβα ως το 1952, οπότε μετατράπηκε σε σπορελαιουργείο. Το 1938 λειτούργησε το εκκοκκιστήριο του Γιαννίκου (μετέπειτα Κοντογεώργη). 

Στις αρχές του 20ου αιώνα, τα εργατικά χέρια για τα αποξηραμένα τμήματα της Κωπαΐδας,  ήταν περιζήτητα. Το κίνητρο για την εποχή ήταν αρκετά θετικό, γιατί η βεβαιότητα του ημερομισθίου που εξασφάλιζε η Αγγλική Εταιρεία ήταν προτιμότερη από τις εποχιακές και ασταθείς γεωργικές ή κτηνοτροφικές  ασχολίες στις γύρω ορεινές ή ημιορεινές άγονες περιοχές. Οι εργάτες ήταν ανεξαρτήτου ηλικίας, διότι αρκούσε μόνο να ανταποκρίνονταν οι αντοχές τους. Αρκετοί ήταν αυτοί που δούλευαν στις εγκαταστάσεις της Εταιρείας (εκκοκκιστήριο, ξυλουργείο, στάβλους κλπ., αλλά οι περισσότεροι ήταν καλλιεργητές (μικροϊδιοκτήτες, ημιακτήμονες, ακτήμονες) και διαπραγματεύονταν όλη την οικονομική σχέση με την Εταιρεία μέσω του γεώμορου. Στον κατάλογο του τόπου καταγωγής των εργατών συμπεριλαμβάνονται τα περισσότερα χωριά της Βοιωτίας, η Αττική, η Εύβοια, η Φθιώτιδα, ο Βόλος και η Μυτιλήνη. Οι πρώτοι όμως που προτίμησαν αυτόν τον τόπο και εγκαταστάθηκαν ήταν αρκετοί από τους μηχανικούς των έργων της Εταιρείας, με  ιταλική καταγωγή, όπως μαρτυρούν τα επώνυμά τους  (Λοΐζος Μπαρώνης, Φραντζέσκος, Λουκαρέλλι, Τολιάτης κ.ά.).  Μετά την Μικρασιατική καταστροφή ένας ικανός αριθμός εξειδικευμένων εργατών απασχολήθηκε στην Εταιρεία και πολλοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αλίαρτο.

Τέλος, δημογραφικά, το 1953 η Κοινότης Μουλκίου μετονομάστηκε  σε κοινότητα Αλιάρτου (η), η οποία συμπεριελάμβανε και τον οικισμό του Κριμπά. Το 1964 (Φ.Ε.Κ. 185/64, τευχος Α, Η Αλίαρτος έγινε Δήμος με τους εξής οικισμούς: Μούλκι, Κριμπάς, Λόφις[7] , Μαλάκι[8] . Το επόμενο έτος συμπεριλήφθηκε και το Μάζι και, λίγα χρονια αργότερα,  προστέθηκε και ο συνοικισμός των  Ευρυτάνων.

Συμπερασματικά,  θεωρούμε ότι το μεγάλο έργο της αποξήρανσης και η πολύχρονη παρουσία των Άγγλων εργοδοτών, δημιούργησαν τις συνιστώσες για τη σύνθεση και την ανάπτυξη της σημερινής Αλιάρτου. Οι συνιστώσες αυτές μπορούν να περιγραφούν ως

Αναζήτηση εργασίας («γη της επαγγελίας»),

Εσωτερική μετανάστευση (βλ. κατάλογο εργατών στην Αγγλική Εταιρεία),

Πληθυσμιακή αύξηση,

Πολυπολιτισμική κοινωνική σύνθεση («κάθε καρυδιάς καρύδι»),

Δημιουργία της τάξης των Δημοσίων Υπαλλήλων (δηλαδή, εμφάνιση «αστικής τάξης),

Εμφάνιση εμπορο-υπαλληλικής τάξης, προσκείμενης στην προηγούμενη ( μίμηση κοινωνικού προτύπου).

 


Αεροφωτογραφία του 1958, από τον ιπτάμενο Μαρίνο Σκλήρη, με καταγωγή από το Μάζι Αλιάρτου

 


Η Αλίαρτος το 2006 (Φωτογραφικό αρχείο Στράτου Σιδερά)



 

Σχετικά με την βιβλιογραφία: Η παρουσίαση αυτή αποτελεί μία περίληψη του έργου που έχει εκδοθεί το 2002 και φέρει τον ίδιο τίτλο, γι αυτό δεν παρατίθεται αναλυτική βιβλιογραφία. Είναι διαθέσιμο στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Δήμου Λεβαδέων,  στον Δήμο Αλιάρτου και στην ίδια τη συγγραφέα.





[1] Στην παρούσα εργασία και αναφερόμενοι στην πόλη, χειριζόμαστε το όνομα Αλίαρτος  ως γένος θηλυκού, καθώς, όπως προκύπτει στη συνέχεια, μετά από δημογραφικές/διοικητικές αλλαγές, αυτή είναι η καταληκτική της επίσημη ονομασία.
Επίσης, κατά μία ετυμολογική εκδοχή, η λέξη σημαίνει: άλας + άρτος = αλμυρό ψωμί.


[2] Περισσότερα στοιχεία για το αποξηραμένο και καλλιεργήσιμο πεδίο αναφέρονται σε διάφορες μελέτες, σχετικές με τα μεγάλα αποστραγγιστικά έργα των Μινύων.

[3] Παραμένει αβέβαιο αν εδώ εννοούνται κάτοικοι από την Αττική ή από την πολίχνη Αθήνα, η οποία αναφέρεται στον χάρτη του μελετητή των  Μινυακών έργων J. Knaouss, όπως και η πολίχνη Ελευσίς.

[4] Αυτή είναι η τελευταία αναφορά του οικισμού

[5] Ο Ν.Κριεζώτης καταγόταν από τα Κριεζά της Εύβοιας. Στη συλλογική μνήμη των κατοίκων και τα δύο κτήματα ονομάζονταν «κρατικά».

[6] Σύμφωνα με τον Γ. Τσεβά, ο αμαξιτός δρόμος διευκόλυνε την επίσκεψη του Βασιλιά Όθωνα στο Μάζι, τον Σεπτέμβριο του 1835, καθώς και τον Σεπτέμβριο του 1847.

[7] Η περιοχή του κάστρου, δηλαδή ο χώρος γύρω από την αρχαία Αλίαρτο


[8] Η περιοχή όπου οι νομάδες Σαρακατσάνοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα, νοτιανατολικά του κεντρικού δρόμου και πάνω σε μικρό λόφο