Τρίτη 30 Μαΐου 2023

Η σφαγή στο Καλάμι - Μια προσωπική μαρτυρία

 Το Σάββατο 27 Μαΐου 2023 στα πλαίσια του 2ου κύκλου του Λαϊκού Πανεπιστημίου με την επωνυμία τροφώνια ακαδημία με θέμα: «Λιβαδειά: η πόλη, οι πολίτες, ο πολιτισμός. Από το παρελθόν στο παρόν.  Από το παρόν στο μέλλον», παρουσιάστηκε στο Θολωτό της Κρύας η εισήγηση «Η σφαγή στο Καλάμι- Μια προσωπική μαρτυρία» από την κ. Αργυρώ Γερούλια.

 


Ένα απέριττο μνημείο που βρίσκεται στην άκρη του δρόμου Λιβαδειάς-Θήβας κρατάει ζωντανή τη μνήμη για ένα ακόμη έγκλημα των Ναζί στην Ελλάδα που έγινε, ακριβώς μία ημέρα μετά τη Σφαγή του Διστόμου, στο Καλάμι Βοιωτίας και μέχρι σήμερα παραμένει στη σκιά του.

 

 

Στις 11 Ιουνίου 1944, οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις μετά την ολοκλήρωση της θηριωδίας στο Δίστομο, αποφάσισαν να κάνουν μπλόκο κοντά στο χωριό Καλάμι, στον δρόμο Θηβών - Λεβαδείας.

 Συγκέντρωσαν 26 άτομα και αφού διαχώρισαν τους άνδρες από τις γυναίκες, τους εκτέλεσαν και πέταξαν τα πτώματα μέσα σε ένα σπίτι, στο οποίο έβαλαν φωτιά, με αποτέλεσμα να απανθρακωθούν.

 


Τίποτα δεν γλίτωσε από την μανία τους στη συνέχεια. Ζώα, ρούχα, ό,τι ζωντανό έβρισκαν μπροστά τους το εξαφάνιζαν. Ακόμη και μια αποθήκη του Ερυθρού Σταύρου λεηλατήθηκε. Άρπαξαν τα πάντα, τα φόρτωσαν σε φορτηγά και έφυγαν. Πίσω τους άφησαν τα πτώματα των κατοίκων του χωριού, 20 λεηλατημένα σπίτια και δύο τραυματίες. Ήταν οι μοναδικοί που γλίτωσαν από την νέα τη ναζιστική θηριωδία.

Το χωριό δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ από τότε και σήμερα διασώζονται μόνο λίγα ερείπια. Χρόνια αργότερα το Καλάμι χαρακτηρίστηκε «μαρτυρικό χωριό» με το Προεδρικό Διάταγμα 49 της 1ης Ιουνίου 2017.

 Πηγή:  https://www.sansimera.gr/articles/1295

 


Το Καλάμι Βοιωτίας βρίσκεται στην Στερεά Ελλάδα κοντά στη Λιβαδειά. Είναι ένας μικρός οικισμός πάνω στον επαρχιακό δρόμο Λιβαδειάς-Θήβας. Πήρε το όνομά του από τα πολλά καλάμια που φύτρωναν στο βαλτότοπο, όταν η Κωπαΐδα ήταν ακόμη λίμνη. 

Το ιστορικό της Γερμανικής Θηριωδίας

Από τα τέλη Μαΐου του 1944 καθημερινά ένα φορτηγό αυτοκίνητο των Γερμανών ξεκινούσε κάθε μέρα από την Αλίαρτο με κατεύθυνση την ακροποταμιά της Πόντζας. Οι Γερμανοί υποχρέωναν έξι ‘Έλληνες εργάτες και μαζί με δύο Γερμανούς στρατιώτες να  φορτώνουν  υλικά από τις όχθες του ποταμού και να τα μεταφέρουν  στην Αλίαρτο για τις ανάγκες ενός έργου. Την Κυριακή  11 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε το καθιερωμένο δρομολόγιο. Ομάδα ανταρτών επιτέθηκε τραυματίζοντας ελαφρά τους Γερμανούς και πήρε το φορτηγό .

Οι Έλληνες εργάτες κουβάλησαν τους τραυματισμένους στρατιώτες και τους παρέδωσαν στους Γερμανούς. Τότε ο Διοικητής της Αλιάρτου Orts Mayers, μόλις ενημερώθηκε, εξοργίστηκε και κάλεσε τον ταγματάρχη L.Rickert, τον σφαγέα του Διστόμου, να επιβάλει αμέσως αυστηρά αντίποινα. Σύντομα άρχισε η σκληρή εκδίκηση των Γερμανών. Το απόγευμα στις 6.00  ξεκίνησαν από την Αλίαρτο δύο φορτηγά με πάνοπλους Γερμανούς με κατεύθυνση το Καλάμι. Στο δρόμο εκτέλεσαν ή πήραν μαζί τους όποιον άτυχο κάτοικο συνάντησαν.

Οι Ναζί φθάνουν στο Καλάμι

Οι Γερμανοί δεν άργησαν να φθάσουν στο Καλάμι Βοιωτίας κι ευθύς αμέσως αποβιβάστηκαν από τα αυτοκίνητα τους και άρχισαν να αναζητούν τους κατοίκους. Οι κάτοικοι που είχαν πληροφορηθεί όσα είχαν συμβεί στην  Πόντζα, απλά παρακολουθούσαν έντρομοι. Οι στρατιώτες  όρμησαν στα σπίτια, άρχισαν το πλιάτσικο και εισέβαλαν στο νερόμυλο του Σπύρου Νάκου. Τον υποχρέωσαν να τους ακολουθήσει  με την οικογένειά του. Μπροστά σε ένα μύλο συγκέντρωσαν όλες τις οικογένειες του χωριού, συνολικά 23 άτομα.

Αρχικά διαχώρισαν έξι άνδρες από τα γυναικόπαιδα και τους μετέφεραν πίσω από το μπακάλικο του χωριού και τους εκτέλεσαν

Τα γυναικόπαιδα ακούγοντας τους πρώτους πυροβολισμούς σκέφθηκαν πως οι Γερμανοί πυροβολούν για να εκφοβίσουν τους αντάρτες. Η ίδια μοίρα περίμενε όμως κι αυτές. Το εκτελεστικό απόσπασμα οδήγησε τα γυναικόπαιδα έξω από το τελευταίο σπίτι του χωριού. Εκεί στο γειτονικό περιβόλι έστησαν τα πολυβόλα τους.

Την τελευταία στιγμή πριν στήσουν τα γυναικόπαιδα στον τοίχο ο ένας Αυστριακός στρατιώτης λεγόμενος Human, έκανε μια προσπάθεια να αποσπάσει τον μικρό Παναγιώτη Νάκο από την ομάδα. Τον είχε γνωρίσει όταν αμέριμνος ο μικρός Παναγιώτης έπαιζε κι ο στρατιώτης εκτελούσε χρέη φρουρού στον κοντινό σιδηροδρομικό σταθμό της Ράχης.

Η προσπάθεια αυτή δεν ευοδώθηκε και ο Παναγιώτης ακολούθησε τους υπόλοιπους.

Αλλά η μοίρα του έμελλε να είναι διαφορετική

Η “τύχη” του 11χρονου Παναγιώτη

Ο μικρός Παναγιώτης Νάκος, που ο Αυστριακός Human είχε προσπαθήσει νωρίτερα να σώσει, είχε διαφορετική τύχη. Από τα πολυβόλα δέχθηκε ένα βλήμα στον αριστερό μηρό και πέφτοντας έκανε το νεκρό. Και η χαριστική βολή όμως τον τραυμάτισε στο αριστερό χέρι. Ανακτώντας τις αισθήσεις κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και πήρε ένα μονοπάτι που οδηγεί στο γειτονικό Λαφύστι. Οι Γερμανοί επιστρέφοντας για να μεταφέρουν τα πτώματα διαπίστωσαν ότι έλειπε ένα. Αμέσως σήμανε συναγερμός και άρχισε η αναζήτηση καθώς οι Ναζί δεν ήθελαν να υπάρξει κανένας μάρτυρας της θηριωδίας τους αυτής . Το αίμα του μικρού πάνω στη γη τους οδήγησε στον μικρό Παναγιώτη και τον πυροβόλησαν και πάλι πετυχαίνοντας όμως ξανά στο αριστερό χέρι. Ο μικρός έπεσε  μέσα στα χόρτα και οι Γερμανοί τον θεωρήσαν νεκρό.

Έτσι ο Παναγιώτης Νάκος με κομμένο το αριστερό του χέρι έμελλε να είναι μάρτυρας της θηριωδίας που συντελέστηκε στις 11 Ιουνίου του 1944, στο Καλάμι Βοιωτίας και μετέφερε στις επόμενες γενιές το μοιραίο γεγονός.

Η προφορική ιστορία

Ο  Παναγιώτης Νάκος

(γραμμένη από μνήμης - χειρόγραφο κείμενο του Κ. Γ. γεννημένου το 1935 στο Λαφύστιο Βοιωτίας)

 

«Την ιστορία που διαβάζεις την μεταφέρω εδώ όπως ακριβώς μου την είχε διηγηθεί  τότε ο παθών.

Τον Παναγιώτη Νάκο τον πρωτογνώρισα τότε, τέλος του 1947, όταν γραφτήκαμε στο Γυμνάσιο Λιβαδειάς, όμως τον είχα πρωτοδεί την επομένη μέρα των γεγονότων του Ιουνίου του 1944, όταν τον μετέφεραν οι Βλάχοι τραυματισμένο στο Λαφύστιο και φορτωμένο επάνω σε κάποιο γαϊδουράκι, τον πήγαιναν στον γιατρό της Λιβαδειάς, τότε που το έκοψαν και το χέρι.

Στο Γυμνάσιο της Λιβαδειάς γνωριστήκαμε καλά, γίναμε μάλιστα και φίλοι-κάναμε πολύ παρέα.

Τότε τον είχα ρωτήσει με την παιδική μου περιέργεια να μου πει πως ακριβώς είχαν γίνει τα γεγονότα. Είχαν περάσει 3 χρόνια εν τω μεταξύ, αλλά αυτή η ιστορία και 100 χρόνια να περάσουν δεν ξεχνιέται.

Άρχισε λοιπόν να μου λέει ότι εκείνη την μέρα, Κυριακή, έφτασαν εκεί οι Γερμανοί νωρίς το απόγευμα με μερικά αυτοκίνητα. Τους μάζεψαν όλους  κατοίκους του συνοικισμού….

[Χάνι του Καλαμιού -έτσι το ονόμαζαν γιατί  εκεί, εκτός από τους  δύο μύλους είχε και λανάρες, είχε και νεροτριβές που έφτιαχναν τα τσόλια και τις φλοκάτες, αλλά παλιά είχε και ένα χάνι που περνούσαν οι διαβάτες τότε με τα κάρα και τα άλογα, πηγαίνοντας  ακόμη με αυτόν τον τρόπο μέχρι και την Αθήνα-εκεί λοιπόν είχε στέγη και τροφή για ανθρώπους περαστικούς και τα ζώα τους]

Έφτασαν λοιπόν οι Γερμανοί και τους συγκέντρωσαν όλους δίπλα στο Δημόσιο δρόμο κάτω από μια μεγάλη καρυδιά. Μάλιστα οι Γερμανοί ξεκινώντας από την Λιβαδειά, στο δρόμο είχαν συλλάβει και τρεις ανθρώπους από το χωριό Λαφύστιο.

 Αυτοί ήταν κάποιος Λουκάς  Σκουρολιάκος 37 ετών νομίζω, το κοπέλι του, ένα παιδί από την Σάμο 17-18 χρονών και ένα παιδί 15 χρονών, ο Χαράλαμπος Μάρκος.

Οι τρεις αυτοί, πότιζαν τα κτήματά τους δίπλα από τον δημόσιο δρόμο, τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν εκεί, κάτω από την καρυδιά του Κυρίτση μαζί με όλους τους Καλαμιώτες 17-18 άτομα.

Κάποια στιγμή ο Σκουρολιάκος, ο οποίος είχε πάει και στρατιώτης, μόλις είδε ότι οι Γερμανοί ετοίμαζαν τα πολυβόλα μπροστά από τον κόσμο, προσπάθησε να ρωτήσει τους Γερμανούς γιατί το κάνουν αυτό- ότι  αυτοί είναι καλοί άνθρωποι, έχουν οικογένειες και δεν έχουν κάνει τίποτα εναντίον των Γερμανών-γιατί λοιπόν ετοιμάζονται να τους σκοτώσουν;

Ένας Γερμανός τότε αρπάζει το όπλο του και αρχίζει να τον χτυπά αλύπητα με το κοντάκι του, Μάλλον όπως μου είχε πει ο Παναγιώτης πρέπει να του είχε σπάσει και κάποιο πόδι γιατί σερνόταν και ούρλιαζε από τους πόνους.

Αφού τους άφησαν εκεί αρκετή ώρα, μπροστά στα πολυβόλα, ξεχώρισαν τους άνδρες, τους πήραν από εκεί και τους μετέφεραν πιο πέρα σε ένα άλλο κτήριο, μαγαζάκι τότε.

Ο Παναγιώτης δεν είχε δει πως εκτέλεσαν τους άνδρες, είχαν όμως ακούσει όλοι, τους πυροβολισμούς των πολυβόλων.

Οι γυναίκες , μαζί και ο μικρός Παναγιώτης εννέα χρονών τότε, έκλαιγαν  όλες και παρακαλούσαν τους Γερμανούς να τους χαρίσουν τη ζωή.

Άρχισε να νυχτώνει. Οι Γερμανοί 5-6 εκεί δίπλα από τα πολυβόλα τους, οι υπόλοιποι λεηλατούσαν τα σπίτια και τα έκαιγαν.

Σουρούπωσε για τα καλά. Ένας αξιωματικός φτάνει εκεί, κάτι λέει στους Γερμανούς και αυτοί πήραν θέση μπροστά στα πολυβόλα τους.

Τότε του λέει η μάνα του «Παναγιώτη, μόλις δεις ότι ετοιμάζονται να μας σκοτώσουν, εσύ να μπεις πίσω μου και να σε καλύψω εγώ με το σώμα μου μήπως γλυτώσεις». Έτσι και έγινε. Με το που πήγαν να βάλουν τα πολυβόλα τους πυρ, εγώ μου είπε-κρύφτηκα πίσω από την μάνα μου, άρχισαν οι ριπές, πέσαμε  όλοι κάτω, άλλοι νεκροί, άλλοι μισοσκοτωμένοι ουρλιάζοντας από τους πόνους.

 

 

Εκεί μας άφησαν αρκετή ώρα-δεν ξέρω πόση. Ίσως λιποθύμησα, Πάντως μετά από αρκετή ώρα συνήλθα από τις φωνές των Γερμανών, που ερχόντουσαν και έπαιρναν ένα έναν από το πόδι τους νεκρούς σέρνοντάς τους στο δρόμο και τους μετέφεραν σε ένα άλλο μαγαζί όπου όπως κατάλαβα είχαν βάλει φωτιά και τους έκαιγαν. Στον τόπο της εκτέλεσης είχαμε μείνει πολύ λίγοι.

 Όταν άνοιξα τα μάτια μου είχε νυχτώσει για τα καλά. Βλέπω δυο Γερμανούς να έχουν πάρει από ένα πτώμα από το πόδι και να το σέρνουν προς την φωτιά.

Η απόσταση από τον τόπο της εκτέλεσης μέχρι την φωτιά ήταν περίπου 100 μέτρα. Σκέφτηκα ότι έως ότου ξαναγυρίσουν πίσω  αυτοί-εγώ θα έχω φύγει πέρα μακριά. Φεύγοντας έπιασα μια σούδα, που ήταν εκεί δίπλα, που είχε μάλιστα νερό από τον Αγιάννη που πήγαινε στον κάμπο για το πότισμα των χωραφιών και άρχισα να τρέχω. Πίσω μου άφησα 3-4 πτώματα.

Όταν οι Γερμανοί ξαναγύρισαν με τους φακούς αναμμένους κατάλαβαν ότι κάποιος τους είχε φύγει και άρχισαν να πυροβολούν δεξιά αριστερά στην τύχη και να χτυπάνε τους φακούς τους μέσα στο σκοτάδι. Εγώ είχα φτάσει σε απόσταση 50-70 μέτρα. Φαίνεται ότι κάτι είδαν από εμένα και άρχισαν να πυροβολούν προς το μέρος μου, Μία σφαίρα με πήρε στο αριστερό μου χέρι και μου το έσπασε περίπου στον αγκώνα. Εκείνη την στιγμή εγώ βρισκόμουν σε κάποιο χωράφι που ήταν σπαρμένο σιτάρι έτοιμο για θέρο.

Όπως είχα λουφάξει, είχα κουλουριαστεί, το χέρι μου όμως δεν μπορούσα να το κουνήσω καθόλου και ήταν απλωμένο σαν σπασμένη φτερούγα πουλιού. Οι Γερμανοί ερχόντουσαν κατευθείαν προς το μέρος μου, ουρλιάζοντας και πυροβολώντας. Μάλιστα ένας από αυτούς ήρθε από πάνω μου και πατούσε πάνω στο σπασμένο μου χέρι. Εγώ άχνα!

 Δεν ξέρω εάν με κατάλαβε ή όχι, ίσως ξύπνησαν μέσα του κάποια συναισθήματα ανθρώπινα και έκανε πως δεν με είδε. Δεν ξέρω. Ίσως ο Αγιάννης που είναι πιο πάνω και τον επισκεπτόμουν συχνά (γιατί μοιραζόμασταν τα νερά του εμείς για τους μύλους και οι αγρότες  για τα χωράφια τους), να με βοήθησε. Πάντως ο Γερμανός γύρισε πίσω βρίζοντας και πυροβολώντας προς όλες τις κατευθύνσεις. Αφού απομακρύνθηκαν-ενώ  οι φωτιές συνέχιζαν να καίνε και οι Γερμανοί να φωνάζουν και να πυροβολούν- σύρθηκα σιγά σιγά κρατώντας το σπασμένο χέρι μου με το γερό, πονώντας ,περπάτησα περίπου 2 χιλιόμετρα πάνω  στον Αγιάννη, όπου είχαν οι βλάχοι τα καλύβια τους και από απόσταση 200 μέτρα περίπου άρχισα να φωνάζω κάτι κουμπάρους που είχαμε εκεί. Με άκουσαν τα σκυλιά τους και ήρθαν τρέχοντας κατά πάνω μου. Πλέον δεν είχα άλλες δυνάμεις ούτε να φωνάξω ούτε και να μαλώσω τα σκυλιά. Οι γυναίκες κάτι κατάλαβαν και ήρθαν να δουν τι είναι. Είχαν καταλάβει ότι το Καλάμι το είχαν κάψει και ότι τους σκότωσαν όλους.

Με μάζεψαν αυτές,  γιατί οι άνδρες είχαν φύγει και είχαν κρυφτεί πιο ψηλά στο βουνό μήπως οι Γερμανοί κάνουν προς τα πάνω και ξεσπάσουν και σε αυτούς.

Θυμάμαι , με πήγαν στην καλύβα, κάποιες μου έδωσαν ένα παγούρι με κονιάκ να πιω γιατί διψούσα, καθώς αυτές ήξεραν ότι ο τραυματίας δεν κάνει να πιει νερό.

Μου έδεσαν το χέρι για να σταματήσει η αιμορραγία. Ήξεραν από τέτοια, γιατί τα σπασίματα τα δικά τους και των ζώων τους τα έφτιαχναν οι ίδιοι με κλάπες.

 Με μετέφεραν σε κάποιο γιατρό στην Λιβαδειά. Εκείνος είδε ότι δεν γινόταν να φτιαχτεί το χέρι μου και μου το έκοψε στο ύψος της βατσίνας.

 Με τον Παναγιώτη συνεχίσαμε να είμαστε φίλοι.

Κάθε Κυριακή έπαιρνα τα άλογά μας και τα πήγαινα στο Καλάμι  να τα βοσκήσω και όλη την μέρα  παίζαμε και κάναμε νεανικές τρέλες.

Θυμάμαι κάποια μέρα  εκεί που όπως και κάθε μέρα κυνηγούσαμε – γιατί ο Παναγιώτης είχε γίνει μανιακός κυνηγός, μπορούσε και σήκωνε το όπλο με το δεξί του χέρι και πυροβολούσε και σκότωνε τα πουλιά και είχε και καλό σημάδι-κάποια μέρα λοιπόν εκεί που κυνηγούσαμε δηλαδή αυτός και εγώ τον ακολουθούσα , μου λέει κράτα το όπλο να πάω για την ανάγκη μου. Καθώς γυρνούσε α, περίπου στα 15 μέτρα από μένα, σηκώνω το όπλο και τον σημάδεψα κάνοντάς του πλάκα. Θύμωσε πολύ και άρχισε να μου φωνάζει: Βρε εγώ γλύτωσα από τους Γερμανούς και πας να με σκοτώσεις εσύ; Κοντέψαμε να τσακωθούμε- αλλά  τα ξαναβρήκαμε.

 Το Παναγιώτη τον παρέσυρε ένα φορτηγό μετά από λίγα χρόνια και τον σκότωσε.

Εκεί στο Καλάμι…

  Έξω από το μύλο τους…».

 

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

(από την σελίδα του Δήμου Λεβαδέων)

Ο Δήμος Λεβαδέων ενημερώνει ότι με το ΠΔ 49/1.6.2017 “Χαρακτηρισμός μαρτυρικών πόλεων και μαρτυρικών χωριών”, το χωριό Καλάμι Βοιωτίας χαρακτηρίστηκε ως μαρτυρικό χωριό.

Η αναγνώριση του χωριού Καλάμι ως μαρτυρικό χωριό αποτελεί δικαίωση στη μνήμη των 23 συμπατριωτών μας που έπεσαν θύματα των ναζιστικών στρατευμάτων στις 11 Ιουνίου 1944, τα οποία όχι μόνο αφάνησαν το σύνολο των κατοίκων του, αλλά για να ολοκληρώσουν την αποτρόπαια αποστολή τους, με δύο μεγάλες πυρκαγιές κατέκαψαν τα σπίτια και τις αποθήκες του χωριού. Το χωριό δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ από τότε.

Σήμερα, διασώζονται μόνο λίγα ερείπια, ενώ ο Δήμος Λεβαδέων κατασκεύασε το μνημείο στη θέση του κατεστραμμένου χωριού για να θυμίζει το αγνοημένο ολοκαύτωμα στο Καλάμι.



Πηγές

      https://www.sansimera.gr/articles/1295

      https://www.mixanitouxronou.gr/to-lismonimeno-olokaytoma-sto-kalami-voiotias-mia-imera-meta-tin-sfagi-sto-distomo-pos-epezise-ena-11chrono-agori-kai-egine-martyras-tis-thiriodias/

      https://thesekdromi.gr/istoria/kalami-olokaftoma/

      Χειρόγραφο του Κ.Γ. γεννημένου το 1935 στο Λαφύστιο Βοιωτίας