Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2023

Από τα Ανθεστήρια των Αρχαίων στις αποκριάτικες εορτές του σήμερα

Το Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2023 στην αίθουσαΤέχνης και πολιτισμού του Δήμου Λεβαδέων το μέλος της τροφώνια ακαδημίας Βασιλική Νιαβή παρουσίαση την εισήγησή της με θέμα "Από τα Ανθεστήρια των Αρχαίων στις αποκριάτικες εορτές του σήμερα", στα πλαίσια του 2ου κύκλου της θεματικής ενότητας  «Λιβαδειά: Η πόλη, οι πολίτες, ο πολιτισμός. Από το παρελθόν στο παρόν. Από το παρόν στο μέλλον».

Από τις λατρευτικές  εθιμικές τελετουργίες, που ξεδιπλώνονται στον κύκλο του χρόνου, πιο ανθεκτικές αποδείχτηκαν εκείνες των αγροτικών κοινωνιών, κρατώντας στο βάθος αναλλοίωτο το μαγικοθρησκευτικό τους πυρήνα.

Ο Μάρτιν Νίλσον στο βιβλίο του «Ελληνική Λαϊκή Θρησκεία» λέει: «τα αγροτικά έθιμα δεν ανήκουν στις ανώτερες σφαίρες της θρησκείας, βρίσκονται όμως κοντά στο στέρεο βράχο της πρωτόγονης σκέψης και έζησαν περισσότερο από τους μεγάλους θεούς. Διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, όπως συνέβη και σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες».

Έθιμα, πίσω από τα οποία κρύβονται αρχέγονες δοξασίες και δεισιδαιμονίες ανεξιχνίαστες για το νου του λαϊκού ανθρώπου, αλλά βαθιά ριζωμένες στην ψυχή και τη συνήθειά του.

 

Οι Απόκριες είναι μια εορτή αναγέννησης  και ανατροπής.  

Όπως αναφέρει η λαογράφος – εθνολόγος κ. Τερζοπούλου, «με τη συνειδητοποίηση του παραλόγου κάθε κοινωνικής διάκρισης και του αυταπόδεικτου της πανανθρώπινης ισότητας, η ανατροπή προκύπτει σαν φυσικό και εύλογο επακόλουθο. Ανατροπή, που σε επίπεδο «εικόνας» συντελείται «μέσα από τις μεταμφιέσεις και τα δρώμενα», όπου τα άτομα δεν μπορούν να καθοριστούν ούτε από φύλο, ούτε από ηλικία, ούτε καν από το ζωικό είδος τους.

Η μεταμφίεση, το μεθύσι, η αθυροστομία, οι φαλλικοί συμβολισμοί οι τελετουργικοί χοροί και όλες οι άλλες εκδηλώσεις, που έχουν τις ρίζες τους στις αρχέγονες μαγικές τελετές για το καλωσόρισμα της άνοιξης, για το «καλόπιασμα» της γης που πρέπει να είναι γόνιμη και τη νέα χρονιά για να θρέψει την ομάδα ή την κοινότητα, συνδέονται στην Αποκριά με το στοιχείο της ανατροπής της τάξης, όπου όλα επιτρέπονται. Και σε αυτό το «όλα» εμπεριέχεται η διακωμώδηση της εξουσίας». 

Οι Κουδουνοφόροι του Σόχο

 Η λέξη Αποκριά προέρχεται από τη λέξη αποκρέω που σημαίνει αποχή από το κρέας. Ανάλογη με την ελληνική λέξη Αποκριά είναι και η λατινική λέξη Καρναβάλι (Carneval, Carnevale, από τις λέξεις Carne=κρέας και Vale=περνάει) 

Κατά τον λεξικογράφο Ησύχιο το καρναβάλι προέρχεται από το Κάρνος, θεότητα της βλάστησης και το βαλλίζω, που σημαίνει χοροπηδώ, δηλ χοροπηδώ στο πανηγύρι του Κάρνου.

Μια άλλη ετυμολογία της λέξης Καρναβάλι πιθανόν να είναι από τις λατινικές λέξεις «carrus navalis», που σημαίνει ναυτικό αμαξίδιο.  Όπως θα δούμε και  πιο κάτω ο Θεός Διόνυσος στις γιορτές ερχόταν στην πόλη  πάνω σε τροχοφόρο καράβι.

Γενικά όταν λέμε Καρναβάλι εννοούμε κάθε εκδήλωση μεταμφιέσεων, που έχει ως κεντρικό θέμα τον περιοδικό εορτασμό της ανακύκλωσης των εποχών και της αναγέννησης του κόσμου, με το τέλος του παλιού, την αρχή του καινούργιου και την ανατροπή όλων των πραγμάτων.

Τα δρώμενα του Καρναβαλιού τελούνται όχι μόνο κατά την περίοδο των Αποκριών του χριστιανικού κόσμου, αλλά και κατά το Δωδεκαήμερο ή ακόμα και σε άλλες περιόδους του έτους.

Ρουγκατσάρια παραμονή των Φώτων στην Καστοριά

Ανάλογα δρώμενα υπήρχαν και στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο και συγκεκριμένα στα Μικρά και Μεγάλα Διονύσια, τα Ανθεστήρια, τα Λήναια, τα Θεσμοφόρια, τα Κρόνια, τα θεσσαλικά Πελώρια, τις γιορτές του Ερμή στην Κρήτη και διάφορες άλλες μικρότερες, με έντονο πάντα το Διονυσιακό στοιχείο, όπου οι άνθρωποι διατηρούσαν μια πίστη σε μαγικές γονιμικές πράξεις.

Μεγάλα Διονύσια

Το 1/3 των γιορτών της αρχαιότητας ήταν προς τιμήν του Διονύσου. Οι Έλληνες λάτρεψαν τον Διόνυσο σαν δαίμονα της βλάστησης που πεθαίνει και ανασταίνεται όπως και ο Άδωνις, ο Όσιρις, ο Χριστός. Πίστευαν πως ο μαρασμός των δέντρων, η καταστολή της φύσης ήταν ο θάνατος του θεού, ενώ η βλάστηση, η ανθοφορία και η καρποφορία ήταν η ανάστασή του.


Πίστευαν ακόμα πως, όταν ο Διόνυσος επιστρέφει από τον Άδη, η λαχτάρα του για ζωή ξεσπάει σε μια φρενίτιδα που την ημερώνει μόνο η πειθαρχία του ρυθμού. Δοξασία αντιληπτή, καθώς ο ελληνικός λαός λάτρεψε και χάρηκε τη ζωή όσο λίγοι.

Έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν και χόρευαν. Με τον χορό πατούσαν με ορμή πάνω στη γη για να την αφυπνίσουν από τη χειμερία καταστολή ώστε να αρχίσει πάλι την ορμητική ανοιξιάτικη αναγέννησή της, καθώς φρονούσαν ότι μαζί με τη φύση ξαναγεννιέται και ο Διόνυσος.


Αυτή η φρενίτιδα, λοιπόν, η έκσταση και η μανία του θεού μεταδίδονται στους λάτρεις του την εποχή που πλησιάζει η ανάστασή του, κάθε φορά που τελειώνει ο παγερός χειμώνας και προβάλλει η άνοιξη με τη βλάστηση και την ανθοφορία.

Μόνιμη συντροφιά του Διονύσου ήταν οι Σάτυροι, οι Σειληνοί, οι Μαινάδες (από το ρήμα μαίνομαι= βρίσκομαι σε έξαλλη κατάσταση) και οι Βακχίδες (δηλαδή οι κυριευμένες από τον Βάκχο, το θεό Διόνυσο).   Οι Μαινάδες και οι Βακχίδες απεικονίζονταν να φορούν στεφάνια από κισσό, σμίλακα (αρκουδόβατος) και νεβρίδες (ελαφριά φορέματα από δέρμα νεβρού, δηλαδή ελαφιού).

Κρατούσαν φαλλούς και θύρσους, καλυμμένους με φύλλα κισσού, έτρεχαν και χόρευαν με διαπεραστικές κραυγές και επιφωνήματα χαράς, φυσικά κυριευμένες από την επίδραση του οίνου.

 

 Δίπλα στις Μαινάδες και στις Βακχίδες ως συμπλήρωμά τους ήταν οι Σιληνοί και οι Σάτυροι.  Δεν υπάρχουν γραπτές αναφορές για τα όντα αυτά παρά μόνο απεικονίσεις. Στην αρχή ήταν ξεχωριστοί κατέληξαν αργότερα να συγχέονται και να θεωρούνται όμοιοι.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι δύο διαφορετικές ονομασίες για τους «δαίμονες των βουνών και των δασών αλλά και του κάτω κόσμου», αυτό ενισχύεται και από την εμφάνισή τους, είναι αλογάνθρωποι χαρακτηριστικό των χθόνιων δαιμόνων. Το άλογο είναι ένα σύμβολο δυνάμεων του Κάτω Κόσμου. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι Σιληνοί είναι γέροι και οι Σάτυροι νέοι. Ήταν άνδρες με γενειάδα και σγουρά μαλλιά, πλακουτσωτή μύτη με μεγάλους και όρθιους φαλλούς.



Στο πέρασμα του χρόνου, οι ιεροτελεστίες αυτές εκσυγχρονίστηκαν και μεταφέρθηκαν από τις βουνοπλαγιές στις πόλεις και τα διονυσιακά ιερά. Οι λάτρεις του Διονύσου σχημάτιζαν πομπές στους δρόμους της Αθήνας, φορούσαν μάσκες και μετέφεραν το ξόανο του θεού πάνω σε ένα άρμα που είχε σχήμα πλοίου. Ο τελικός προορισμός του ήταν το διονυσιακό θέατρο, όπου στο κέντρο της ορχήστρας, πλάι στον βωμό, τοποθετούσαν το ξόανο του.

  Ο Ευριπίδης λέει για τον Διόνυσο:

« Ο Διόνυσος είναι θεός του γλεντιού, βασιλεύει στα συμπόσια ανάμεσα σε λουλουδένια στέφανα, ζωηρεύοντας τους χαρούμενους χορούς  στον ήχο της φλογέρας. Γέλια τρελά προκαλεί και διώχνει τις μαύρες έγνοιες.

Και στο τραπέζι των θεών, το νέκταρ του αυξάνει τη μακαριότητά τους και αντλούν οι θνητοί από τη γελαστή του κύλικα τον ύπνο και ξεχνούν τα βάσανά τους».

Οι δυο τελευταίοι στίχοι του ομηρικού ύμνου για τον Διόνυσο αναφέρουν: 

« Γεια σου τέκνο της όμορφης Σεμέλης …όποιος σε λησμονήσει δεν θα μπορέσει ούτε στιγμή γλυκόφθογγο τραγούδι να τονίσει».  

 

Στον απλό λαό η διάδοση της λατρείας του ήταν μεγάλη. Γι' αυτό ο Διόνυσος ήταν ο Λύσιος και    «Ελευθέριος» ο απελευθερωτής θεός που κάνει τον άνθρωπο να πάψει για λίγο να είναι ο εαυτός του και να απολυτρωθεί από τις έγνοιες και τα βάσανα της καθημερινής ζωής

 Ο Γάλλος φιλόσοφος  Βερνάν στο βιβλίο του “ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ” γράφει σχετικά για τη Διονυσιακή θρησκεία:

“Η διονυσιακή θρησκεία είναι, λοιπόν, πρώτα απ' όλα και πάνω απ' όλα υπόθεση των γυναικών. Οι γυναίκες αν και αποκλεισμένες στην πολιτική ζωή ως Βάκχες έχουν κυρίαρχο ρόλο στη διονυσιακή θρησκεία.

Αλλά και οι δούλοι βρίσκουν επίσης μια θέση στις διονυσιακές λατρείες, μια θέση που κανονικά δεν μπορούν να έχουν αλλού (...). Το θρησκευτικό, λοιπόν ρεύμα της διονυσιακής θρησκείας προσέφερε σε μια παλιά εποχή, ένα πλαίσιο συγκέντρωσης σε όσους βρίσκονταν στο περιθώριο της αναγνωρισμένης κοινωνικής τάξης.

Οι συμμετέχοντες στη Διονυσιακή λατρεία βιώνουν μια ριζικά διαφορετική εμπειρία, μακριά από την καθημερινή ζωή, τις συνηθισμένες ασχολίες, τους υποχρεωτικούς καταναγκασμούς, καταργούνται όλα τα όρια, πέφτουν όλοι οι φραγμοί που προσδιορίζουν έναν οργανωμένο κόσμο, φραγμοί ανάμεσα στον άνθρωπο και στο θεό, στο φυσικό και στο υπερφυσικό, ανάμεσα στο ανθρώπινο, στο ζωικό και στο φυτικό αλλά και οι  κοινωνικοί φραγμοί».


Η Αποκριά γιορτάζεται συνήθως το Φεβρουάριο. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με τα Ανθεστήρια της ελληνικής αρχαιότητας.  

Τα Ανθεστήρια, ήταν μία από τις αρχαιότερες ελληνικές γιορτές για το Διόνυσο, που ξεκίνησε από την Αττική και μεταφέρθηκε στις ιωνικές αποικίες της Μικράς Ασίας.

 

Τα Ανθεστήρια σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκαν σε πανάρχαιους χρόνους από τον Αμφικτύωνα, γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, υπήρξαν μια από κοινού εορτή των λουλουδιών και των «τεθνεώτων», μία εορτή που ξαναέφερνε τα άνθη στον προαιώνιο συμβολισμό της κυκλικώς αναγεννώμενης ζωής.

Οι γραπτές πηγές και η εικονογραφία μας αποκαλύπτουν ότι ο εορτασμός των Ανθεστηρίων κινούνταν, όπως και το Πάσχα των ορθόδοξων Χριστιανών, ανάμεσα σε δύο άκρα: την άκρατη χαρά για τη ζωή και την βαθιά θλίψη για το θάνατο. Ήταν μια γιορτή αφιερωμένη στην αναγέννηση της φύσης, τα λουλούδια και το κρασί, μια ευκαιρία να κάνουν δώρα στα μικρά παιδιά και να γλεντήσουν.

Κατά τη διάρκεια αυτών των τριών εορταστικών ημερών οι αρχαίοι Αθηναίοι πίστευαν ότι  τα πνεύματα των νεκρών επέστρεφαν στον Απάνω Κόσμο και κυκλοφορούσαν μέσα στην πόλη και με το τέλος των εορτασμών έπρεπε να τα απωθήσουν πάλι στον Κάτω Κόσμο

Τα Ανθεστήρια τελούνταν στο μεγάλο ιερό  «Εν Λίμναις» του Διονύσου, στη Γαργαρέττα (Κουκάκι) πίσω από του Λόφο του Φιλοπάππου, ίσως κοντά στον Ιλισσό, ο οποίος άνοιγε μόνο μια φορά τον χρόνο, τον μήνα  Ανθεστηριώνα  (9 Φεβρουαρίου  - 8 Μαρτίου ).

Κάτω από την επίβλεψη του άρχοντος Βασιλέως τελούνταν τα τριήμερα ανθεστήρια, 11,12 και 13  του μηνός , προς τιμή του  «Εν Λίμναις» Διονύσου και του θεού Ερμή «Χθονίου».

 

Στην πρώτη μέρα, στα  Πιθοίγια, άνοιγαν πανηγυρικά τα πιθάρια του κρασιού, απ’ όπου και το όνομα της γιορτής, για τη μετάληψη του νέου κρασιού. Πρόσφεραν από αυτό πρώτα στο θεό Διόνυσο, στο εν Λίμναις ιερό του στην Αθήνα. Κάνανε σπονδές έξω από το κλειστό ιερό του θεού προς τιμή του, ευχόμενοι να καταναλώσουν αίσια την καινούρια παραγωγή. Δοκίμαζαν οι ίδιοι το κρασί και χόρευαν και τραγουδούσαν ευχαριστώντας το Διόνυσο.


Η μέρα αυτή, όπως και η επόμενη, ήταν απόλυτη αργία από κάθε άλλη δραστηριότητα για όλους τους Αθηναίους, ακόμη και τους δούλους, και σε κάθε αθηναϊκό σπίτι οργανωνόταν ένα μεγάλο συμπόσιο, με τραγούδια και χορούς.

 

Η δεύτερη μέρα ,ήταν η κύρια μέρα της γιορτής κι ονομαζόταν Χόες. Αυτή τη μέρα οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν στο εορταστικό οικογενειακό συμπόσιο ένα πολύ χαρακτηριστικό μικρό αγγείο, μια μικρή οινοχοή, που ονομαζόταν χους.

 Κάθε ένας είχε τον δικό του χου, ίδιο σε μέγεθος για όλους. Επάνω στους χόες, σώζονται παραστάσεις που προσφέρουν πολυτιμότατες πληροφορίες τόσο για τον εορτασμό των Ανθεστηρίων, αλλά και για τη ζωή των μικρών παιδιών.

Τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων, κατά το έθιμο, στο οικογενειακό συμπόσιο λάμβαναν μέρος για πρώτη φορά τα νέα μέλη κάθε οικογένειας, τα τρίχρονα παιδιά. Οι μεγάλοι τους έκαναν δώρα και τους χάριζαν το δικό τους μικρό κανατάκι και τα στεφάνωναν με λουλούδια. 

Είναι χαρακτηριστικό, όσο και συγκινητικό, ότι όταν ένα παιδάκι πέθαινε πριν γιορτάσει τα πρώτα του επίσημα Ανθεστήρια, οι δικοί του τού  έβαζαν συνήθως μαζί του στον τάφο τον χου που δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει.

Το στεφάνωμα ήταν μια  προετοιμασία  για την καταγραφή των παιδιών στους καταλόγους των «φρατόρων», στις φατρίες,  που γινόταν το φθινόπωρο, δηλ ήταν μια μυητική πράξη που συμβολίζει το πέρασμα των παιδιών από το ένα στάδιο της ζωής τους σε ένα άλλο. Την ίδια μέρα είχαν το συνήθειο να στέλνουν δώρα, καθώς και τους μισθούς στους δασκάλους. 

Το συμπόσιο της δεύτερης μέρας των Ανθεστηρίων γινόταν σε κλίμα περίσκεψης. Υπήρχαν βέβαια στεφάνια με άνθη, κρασί και πλούσιο γεύμα, αλλά φαίνεται ότι δεν υπήρχε μουσική και χορός και το δείπνο γινόταν σιωπηλά.

 


Τη δεύτερη μέρα γινόταν η πομπική είσοδος του Διονύσου στην πόλη και ο «ιερός γάμος» του θεού με τη  σύζυγο του άρχοντα βασιλέως.

Η πομπή ξεκινούσε από τη θάλασσα και κατέληγε στο «εν Λίμναις» ιερό του Διονύσου. Ο θεός ήταν πάνω σε τροχοφόρο πλοίο.

 

Ο ίδιος ο Βασιλεύς υποδυόταν το Διόνυσο, φορώντας μάσκα.

Πάνω στο καράβι υπήρχαν μεταμφιεσμένοι Σάτυροι που έπαιζαν αυλό, φορούσαν πήλινα προσωπεία (μάσκες) και δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπό τους με την τρυγία (κατακάθι του κρασιού), στεφανώνονταν με κισσό, το αειθαλές ιερό φυτό του Διόνυσου, και πείραζαν τον κόσμο με τις βωμολοχίες τους, ερωτοτροπούσαν και σκανδάλιζαν δημιουργώντας κέφι, χαρά και κωμική διάθεση.

 

Ο άρχων «βασιλεύς» - Διόνυσος-  είχε ορίσει 14 γεραρές ( μαινάδες) όσοι και οι βωμοί του ιερού, οι οποίες  τελούσαν τα ιερά του Διονύσου στο «εν Λίμναις» ιερό του.

Προτού ν’ αγγίξουν τα ιερά οι γεραραί ορκίζονταν από τη βασίλισσα και τον ιεροκήρυκα και μετά τελούσαν τις  απόρρητες ιερουργίες.

Μέσα στο «εν Λίμναις»  ιερό του Διονύσου ήταν στημένη μια κολόνα με την επιγραφή για τα προσόντα της Βασίλισσας.

Σύμφωνα με ένα παλιό αλλά ζωντανό νόμο η βασίλισσα έπρεπε να είναι από την Αττική, και να μην είχε γνωρίσει άλλον άντρα πριν παντρευτεί το βασιλιά. Γιατί γινόταν συμβολικά η γυναίκα του θεού Διονύσου αφού ο άντρας της υποδυόταν τον Διόνυσο.

Μετά την τελετή στο «εν Λίμναις» ιερό , η πομπή κατευθυνόταν στο «Βουκολείο», κτίριο της Αγοράς των Αθηνών, έδρα του Βασιλέα. Εκεί ήταν και το ιερό του ταυρόμορφου Διονύσου, του οποίου οι ιερείς ονομάζονταν βουκόλοι.  Μέσα στο Βουκολείο  τελούνταν η ιερογαμία, η τελετουργική ένωση δηλαδή της Βασίλιννας (της συζύγου δηλαδή του Βασιλέα) με το θεό Διόνυσο. Σκοπός της ήταν η ευόδωση της βλάστησης. (Ο βλάχικος γάμος σήμερα).

 

Από κει και πέρα όμως, η ατμόσφαιρα φαιδρυνόταν από τους διαγωνισμούς πόσης κρασιού, που γινόταν τόσο στα σπίτια του συμποσίου όσο και σε δημόσιο χώρο. Γλυκά και στεφάνι ήταν τα έπαθλα για όποιον έπινε γρηγορότερα το κρασί από την κανάτα του (η χωρητικότητα του αγγείου ήταν 12 κύπελλα κρασιού). 

Ο δημόσιος διαγωνισμός γινόταν στην Αγορά, στο Θεσμοθετείο, με παρουσία του Βασιλέα. Ο αγώνας άρχιζε με τον ήχο της σάλπιγγας. Ο νικητής εδώ έπαιρνε ως έπαθλο ένα ασκί με κρασί.

Το απόγευμα συνηθίζονταν στους δρόμους «αι εκ των αμαξών λοιδορίαι», δηλαδή τα αστεία πειράγματα εναντίον των διαβατών.  (σήμερα λέμε άκουσε  τα εξ αμάξεις).

 Το βράδυ της δεύτερης μέρας όλοι οι Αθηναίοι, κατευθύνονταν εν πομπή υπό το φως των δαυλών στο εν Λίμναις ιερό του Διονύσου για να αφιερώσουν στο θεό τα άνθινα στεφάνια και τις χόες τους - αυτό θα ήταν πραγματικά ένα αξιοθαύμαστο θέαμα.

 

Οι χόες και τα στεφάνια των λουλουδιών παραδίδονταν στην ιέρεια του Διονύσου, που ήταν η σύζυγος του Άρχοντα Βασιλέα της πόλης.

 Το βράδυ της δεύτερης μέρας ,δηλ το απόσπερο της παραμονής της γιορτής των Χύτρων ανέβαιναν οι ψυχές από τον Άδη και τριγύριζαν στον απάνω κόσμο.

 

Εδώ θα κάνω μια παρένθεση να πω γιατί ο Διόνυσος  ερχόταν με καράβι στην πόλη των Αθηνών.

Σύμφωνα με την παράδοση ο Διόνυσος κατέβηκε στον Άδη στην «Αλκυονίαν λίμνη», στη Λέρνη για να ανεβάσει τη Σεμέλη τη μητέρα του στον απάνω κόσμο. Το άπατο εκείνο βάθος της λίμνης, είναι ο φυσικότερος δρόμος για τον Άδη. 

Σύμφωνα με άλλη παράδοση ο Διόνυσος σκοτώνεται από τον Περσέα, βασιλιά των Μυκηνών και πετιέται στη Λίμνη της Λέρνης.

Και στις δυο περιπτώσεις  ο Διόνυσος ανεβαίνει από τον Άδη και βγαίνει στον απάνω κόσμο μέσα από νερό, από μια λίμνη. Αυτή η έξοδός του από τον Άδη μέσω του νερού συμβολίζεται με το καράβι.

 

Τρίτη μέρα:η ημέρα των Χύτρων

Η ονομασία Χύτροι οφείλεται στις πήλινες χύτρες μέσα στις οποίες μαγείρευαν διάφορα δημητριακά και όσπρια, την πανσπερμία, τα κόλλυβα για τις ψυχές των νεκρών, που τα αφιέρωναν στον χθόνιο Ερμή την ημέρα αυτή.

Μήπως και εμείς σήμερα δεν κάνουμε το ίδιο τα δυο Ψυχοσάββατα, το Κρεατινό και το τυρινό; Τιμούμε τους νεκρούς μας με τα κόλλυβα  που αφού διαβαστούν μοιράζονται στον κόσμο. 

 

 

 

Οι αρχαίοι πρόγονοί μας πίστευαν ακόμη πως ανάμεσα στις ψυχές υπήρχε και παρουσία πονηρών πνευμάτων που ανέβαιναν στη γη με το άνοιγμα του Άδη και μόλυναν τους ανθρώπους και τις τροφές, γι’ αυτό και έπαιρναν διάφορες προφυλάξεις, όπως  :

  • περιέζωναν τα ιερά τους με κόκκινο νήμα  περισχοίνισμα, που λειτουργούσε αποτρεπτικά και εμπόδιζε τα πνεύματα να εισέλθουν
  •  από το πρωί μασούσαν ράμνο, αποτρεπτικό φυτό
  •   και αλείφανε τις πόρτες τους με πίσσα.

Τελειώνοντας και η Τρίτη μέρα απόδιωχναν τις ψυχές λέγοντας «Θύραζε Κρες, οκ τ’ νθεστήρια» δηλαδή «έξω από εδώ Κάρες, ψυχές, δεν είναι ακόμα Ανθεστήρια».

Κατά τη διάρκεια των «Χυτρών» διοργανώνονταν και αθλητικοί αγώνες, οι λεγόμενοι « χύτρινοι» και την απονομή των επάθλων στους νικητές έκανε ο  Άρχων Βασιλεύς. 

 

Ο μύθος που σχετίζεται με την πανσπερμία αναφέρει ότι οι διασωθέντες από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα μαγειρέψανε «χύτραν  πανσπερμίας».

Την τρίτη μέρα των Aνθεστηρίων γιορτάζονταν τα Υδροφόρια, μια γιορτή που γινόταν σε ανάμνηση όσων πνίγηκαν κατά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα:

Yδροφόρια, εορτή πένθιμος Aθήνησιν επί τοις εν τω κατακλυσμώ απολομένοις”.

Κατά τη γιορτή αυτή έριχναν άρτους από σιτάρι και μέλι σε ένα χάσμα που υπήρχε μέσα στο ναό του Oλυμπίου Διός γιατί από το χάσμα εκείνο πίστευαν ότι η Γη είχε απορροφήσει τα νερά του κατακλυσμού.




Τα έθιμα του καρναβαλιού σήμερα είναι πολλά και ποικίλα σε όλη την Ελλάδα, θα αναφερθώ μόνο σε κάποια  από αυτά  και στο συμβολισμό τους.


Από τη φαλλοφορία στο Μπουρανί του  Τυρνάβου

 


 Οι φαλλοί είναι τα συνηθέστερα αφιερώματα στο Διόνυσο.Κύριο στοιχείο της λατρείας του Διονύσου ήταν  και οι φαλληφορίες, πομπικές μεταφορές φαλλών μεγάλων διαστάσεων καμωμένων από δέρμα ή ξύλο και μάλιστα από συκιά.

Ένα δρώμενο που ανάγεται στα Μικρά και στα Μεγάλα Διονύσια των αρχαίων.

Η πομπή είχε τον χαρακτήρα ευχαριστίας προορισμένης να προκαλέσει την ευφορία των αγρών, των κήπων και την γονιμότητα των σπιτικών.

Κατάλοιπο της φαλληφορίας των αρχαίων είναι το  μπουρανί, έθιμο της Καθαρά Δευτέρας στον Τύρναβο.

 Είναι ένα λαϊκό πανηγύρι, όπου μαγειρεύουν την παραδοσιακή χορτόσουπα, με τραγούδια σκωπτικά, με άσεμνα πειράγματα και με παρέλαση αρμάτων με φαλλούς.

 

Ο σπουδαίος θρησκειολόγος Νίλσσον (Σουηδός) αναφέρει ότι « η γονιμότητα είναι μια και ίδια παντού, σε όλη τη φύση. Ο σπόρος τοποθετείται στη γη όπως στους μητρικούς κόλπους. Το φυτό ξεφυτρώνει από τη γη όπως το παιδί βγαίνει από την κοιλιά της μητέρας του. Η πράξη που εδώ προκαλεί γονιμότητα πρέπει να προκαλέσει, σύμφωνα με την κοινή πίστη, και εκεί  γονιμότητα. Από την εξομοίωση αυτή κάθε γέννηση, της ανθρώπινης ζωής καθώς και των σπαρμένων χωραφιών, προήλθε η λατρεία του φαλλού στην αρχαία Ελλάδα και σε πολλές χώρες της ζωής».  

Φαλλός - Δήλος, Μνημείο Καρυστίου (περ. 300 π.Χ.)

 

Η Ιερογαμία του θεού Διονύσου, ο σημερινός βλάχικος γάμος

Η«Ιερογαμία» του Θεού Διονύσου στα Ανθεστήρια με τη σύζυγο του βασιλιά της πόλης, αποτελούσε μια μαγική πράξη επίκλησης της γονιμικής δύναμης για την καρποφορία, αλλά και την εξασφάλιση της καλής χρονιάς στην ευρύτερή της έννοια, που θα πρόσφεραν οι Θεοί.

Όμως, πέρα από αυτά ο γάμος συμβολίζει την ενότητα και την υπέρβαση των χωριστικών τάσεων του ανθρώπου και της κοινωνίας. Και κάθε Καρναβάλι γιορτάζει την κρυμμένη ενότητα του παλιού και του καινούργιου, του γήρατος και της νεότητας, της άνοιξης και του χειμώνα, της ζωής και του θανάτου, είναι μια γιορτή που ανατρέπει, αλλά και συνταιριάζει.

 

Βλάχικος γάμος

Το άναμμα της φωτιάς

Όταν νυχτώνει οι άνθρωποι στις πλατείες και στους δρόμους ανάβουν φωτιές, φανοί, κλαδαριές, μπουμπούνες , καψαλιές, τζαμάλα,  είναι μερικές από τις ονομασίες αυτού του εθίμου. Η ανταύγεια από τα ξερά φρύγανα και κλαδιά  που καίγονται, φωτίζει τα πρόσωπα των ανθρώπων, που συγκεντρωμένοι γύρω από τη φωτιά τραγουδούν και χορεύουν. Όταν η φωτιά χαμηλώσει, τότε μικροί και μεγάλοι πηδούν πάνω από τη φωτιά.

Η συνήθεια αυτή ανήκει στα λεγόμενα διαβατάρικα  και καθαρτήρια έθιμα, με τα οποία ο άνθρωπος του λαού θέλει να εξολοθρεύσει την τους δαίμονες των επιδημιών και τα κακά πνεύματα. 

Οι αρχαίοι πίστευαν ότι όλα τα κακά και δυσάρεστα, καθώς καίονται, από τη φωτιά, εξαφανίζονται και δίνουν τη θέση τους σε άλλα ευχάριστα γεγονότα.  

 

Οι κουδουναραίοι του Διστόμου

Οι τραγόμορφοι Κουδουναραίοι του Διστόμου είναι ένα παλιό έθιμο (30 αιώνων) που έχει διονυσιακές ρίζες και συνίσταται στην περιφορά ανθρώπων - νέοι και τελευταία και νέες! Ντυμένων με προβιές ζώων και ζωσμένοι με μεγάλες κουδούνες στη μέση τους,  προσπαθούν, συμβολικά, με τον εκκωφαντικό κτύπο των κουδουνιών να ξυπνήσουν τη φύση, μόλις τελειώνει ο χειμώνας και αρχίζει η άνοιξη. Την επερχόμενη άνοιξη συμβολίζουν και τα κλαδιά  ελιάς που έχουν στην κορυφή των μαγκούρων τους.  Η εντυπωσιακή παρουσία τους  σημαδεύεται  με τα καθιερωμένα "τολμηρά" τραγούδια τους, μπροστά στους θεατές τους!

 

 

 Το γαϊτανάκι

 

Το γαϊτανάκι είναι ένα από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αυτούσια στις μέρες μας. Ήρθε στην Ελλάδα από τον Πόντο και την Μικρά Ασία. Η λέξη γαϊτανάκι είναι υποκοριστικό της μεσαιωνικής λέξης γαϊτάνιν που σημαίνει το μεταξωτό κορδόνι και προέρχεται από την ελληνιστική λέξη γαϊτάνη.

 Το γαϊτανάκι χρειάζεται δεκατρείς χορευτές. Ό ένας κρατάει τον μεσαίο στύλο και οι άλλη κρατούν δώδεκα κορδέλες, κάθε μια σε διαφορετικό χρωματισμό.

 

Τι συμβολίζει όμως το γαϊτανάκι;

 Σε πολλές κοινωνίες, κυρίως αγροτικές, συμβολίζει την ομόνοια και την συναδέλφωση. Ο κυκλικός χορός κατά περίπτωση, υποδηλώνει τον κύκλο της ζωής, από την ζωή στον θάνατο, από την λύπη στην χαρά και από τον χειμώνα στην άνοιξη.

 Τα ήθη και έθιμα, τα δημοτικά τραγούδια, οι παροιμίες, οι παραδόσεις και οι θρύλοι αποτελούν το λαϊκό μας πολιτισμό. Μελετώντας τον πλούσιο ελληνικό λαϊκό πολιτισμό διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μια αδιάσπαστη ενότητα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Κάθε έθιμο και δοξασία του λαϊκού πολιτισμού προχωρεί στα βάθη του παρελθόντος, φτάνοντας πολλές φορές  στα βάθη της προϊστορίας.

Προσπάθησα με την εισήγησή μου αυτή να παρουσιάσω τη σύνδεση της αποκριάς με τα γεωργικά έθιμα των προγόνων μας, με τις αρχέγονες μαγικές τελετές για το καλωσόρισμα της άνοιξης, για το «καλόπιασμα» της γης που πρέπει να είναι γόνιμη για να τους θρέψει.

Μέσα από το λαϊκό πολιτισμό αναζητάμε τις ρίζες μας και ανακαλύπτουμε τη φυσιογνωμία μας ως λαός, πιστοποιούμε την ταυτότητά μας, θωρακίζουμε τη συνέχιση του έθνους μας. Εναρμονίζουμε το χθες με το σήμερα και χτίζουμε το αύριο...Έχουμε ιερή υποχρέωση να διατηρήσουμε τον λαϊκό πολιτισμό μας και να τον μεταλαμπαδεύσουμε στις νεότερες γενιές.

 

Τα Ανθεστήρια αναβιώνουν στην Κύπρο