Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

Μνήμες από την καλλιέργεια στην Κωπαΐδα μετά την διανομή της…

Αφήγηση του Κωνσταντίνου Γερούλια- γεννημένου τον Οκτώβριο του 1935 στο χωριό  Λαφύστιο ή Γρανίτσα του Καλλικρατικού Δήμου Λεβαδέων.
23-11-2019
Απόδοση : Αργυρώ Γερούλια Νοέμβριος  2019

 1.  Η καλλιέργεια του βαμβακιού
 Εκείνα τα χρόνια ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς…Το χιόνι  πολλές φορές ξεπερνούσε και το ένα μέτρο…..Για αυτό το λόγο οι τσοπάνηδες αναγκάζονταν να κατέβουν πιο χαμηλά να ξεχειμάσουν. Τον Μάρτη κάθε άνοιξης όμως, αποχωρούσαν από τα χειμαδιά και ανηφόριζαν σιγά σιγά προς τα βουνά. Τότε  οι γεωργοί άρχιζαν να οργώνουν τα χωράφια με τα άλογα  προετοιμάζοντας την σπορά του βαμβακιού.

Πρώτο χέρι όργωμα και μετά από 15-20 μέρες ανάλογα με τα στρέμματα άρχιζαν να τα διβολίζουν1- δηλαδή ξανά δεύτερο χέρι, και πίσω από το ζευγάρι που όργωνε, οι εργάτριες μάζευαν τις βαμβακιές που είχαν ξεμείνει στα χωράφια από την προηγούμενη χρονιά.

Τις βαμβακιές που μάζευαν, τις κουβαλούσαν στα σπίτια τους για να ανάβουν φωτιά να ζεσταίνουν τα καζάνια στις αυλές των σπιτιών για το πλύσιμο των ρούχων στις μπουγάδες ή και στους φούρνους των σπιτιών που έψηναν τα ψωμιά  που ζύμωναν  οι γυναίκες.Πολύς κόσμος  χρησιμοποιούσε  τις ξερές βαμβακιές σαν θερμαντική ύλη στα σπίτια του. Όσες από αυτές περίσσευαν,  τις έκαιγαν στα χωράφια τους , για να μπορεί να περάσει η σιδερένια σβάρνα- η  ευρωπαϊκιά όπως την αποκαλούσαν- να ισιώσει το χωράφι, για  να μπορεί  μετά να σπαρεί.

Εάν δεν έβρεχε μέχρι την σπορά του βαμβακιού, έπρεπε να  κατασβέσουν το χωράφι-δηλαδή να το ποτίσουν-  για να σκεπαστεί μετά με  την ευρωπαϊκιά ο σπόρος  …


και μετά μόλις στέγνωνε το χωράφι το σβάρνιζαν  με μια ξυλένια σβάρνα για να ισιώσει και να πατηθεί ο σπόρος,  ώστε να κρατήσει την υγρασία μέχρι να φυτρώσει.

Η σπορά γινόταν τότε  με το χέρι. Φορούσαν μια μεγάλη ποδιά στην μέση τους ή στην πλάτη τους,  την γέμιζαν  με βαμβακόσπορο και έσπερναν όλο το χωράφι.  Μετά το φύτρωμα,  σε 15-20 μέρες ξεκινούσε  ο σκάλος. Πάλι με το χέρι, με το σκαλιστήρι, πρώτο, δεύτερο αλλά και τρίτο χέρι μέχρι να αναπτυχθεί  το βαμβάκι. Και όπου υπήρχε νερό, στα ποτιστικά δηλαδή, άρχιζαν και τα ποτίσματα.
 Χαμηλά στην Κωπαΐδα όμως, χιλιάδες στρέμματα δεν ποτίζονταν επιφανειακά, δηλαδή με ροή, όπως σε άλλες περιοχές, επειδή ανά  χιλιόμετρο, χωρίζονταν  ομάδες χωραφιών που γύρω τους υπήρχαν παντού ποτάμια ( τα λέγανε επίσης  σούδες και αυλάκια).
Αυτά τα ποτάμια,  όλο το καλοκαίρι ήταν γεμάτα νερό, που το κρατούσαν επίτηδες για να διεισδύει  υπόγεια και να μην χρειάζεται να ποτισθούν τα χωράφια επιφανειακά (τα χωράφια αυτά λέγανε…βροντάνε….).
Πολλές εκτάσεις για χιλιόμετρα, που ποτίζονταν με τον τρόπο αυτό,  εμφάνιζαν ένα ακόμη παράξενο φαινόμενο… δημιουργούσαν πολύ μεγάλη φαγούρα στους ανθρώπους που τα καλλιεργούσαν και σκόνη πολλή… πιθανόν από την φωτιά που έκαιγε  για αρκετούς μήνες κατά την εκχέρσωση μετά την αποξήρανση της λίμνης.
Τα χωράφια αυτά τα λέγανε και σταχτόγιες… το όνομα  αυτό αλλά και άλλα τέτοια ονόματα, όπως μαυρόγιες, ασπρόγιες, κοκκινόγιες …έδειχνε το χρώμα του χώματος που είχε να κάνει και με τη σύστασή του αλλά και την γονιμότητά του …

Όταν έγινε η τελική αποξήρανση της λίμνης, η αγγλική εταιρεία κράτησε πολλές χιλιάδες στρέμματα και τα καλλιεργούσε με εργάτες για λογαριασμό της. Τα υπόλοιπα τα νοίκιαζε σε αγρότες των γύρων χωριών του Ορχομενού και του Αγίου Δημητρίου  που ήταν και το πιο πλούσιο χωριό της τότε περιοχής και το ονόμαζαν ΚΑΝΑΔΑ.

Οι άνδρες αυτών των χωριών συμπεριφέρονταν  σαν άρχοντες… Αφού πήγαιναν το πρωί τις εργάτριες στα κτήματα με τα καράμαξα-εργάτριες από όλα τα ορεινά χωριά των γύρω περιοχών- αυτοί ξαναγύριζαν στα χωριά τους  και όλη μέρα την περνούσαν στα καφενεία  πίνοντας και παίζοντας χαρτιά, μέχρι να έρθει το βράδυ όπου με τα καράμαξα πάλι, τις μετέφεραν στα σπίτια τους στα χωριά.
Τις εργάτριες αυτές τις είχαν όλο το καλοκαίρι στα σπίτια τους, τις τάιζαν, τις κοίμιζαν  στις αποθήκες τους,  μερικές φορές και στις αυλές τους, η δε δουλειά τους κρατούσε από ήλιο σε ήλιο..Όταν απαλλοτριώθηκε η Κωπαΐδα στα 1953 και μοιράστηκε στους αγρότες,  εμάς το χωριό μας (το Λαφύστιο ή Γρανίτσα) πήρε χωράφια έξω από τον Άγιο Δημήτρη -50 μέτρα από το χωριό. 
 Θυμάμαι όταν καλλιεργούσαμε  εκεί και ξεμέναμε από νερό ή ψωμί……γιατί εκεί μέναμε και τα βράδια και  κοιμόμασταν σε κουρελούδες που είχαμε πάρει μαζί μας από το χωριό. Τις στρώναμε πάνω σε ξερή καλαμιά που  την είχαμε μαζέψει από τα θερισμένα χωράφια ,  πάνω σε αυτή ρίχναμε την κουρελού για να είναι πιο μαλακά και από την κούραση την πολύ πέφταμε ξεροί στον ύπνο…
……όταν λοιπόν ξεμέναμε από νερό ή ψωμί, πηγαίναμε στο κοντινό χωριό, τον Άη Δημήτρη για να αγοράσουμε κάτι να φάμε.
 Εκεί βλέπαμε τους ντόπιους να κάθονται στα καφενεία, να μας κοιτάζουν σαν παρακατιανούς  και να μην μας λένε ούτε καλημέρα…
Πολλές φορές όταν ξεμέναμε και από λεφτά, παίρναμε μια σακούλα βαμβάκι και το ανταλλάσσαμε με διάφορα φαγώσιμα, χαλβά,  ρέγγες, κρασί και άλλα.
Εμείς τότε, αν και ήμασταν μικρά παιδιά 12 έως 15 χρονών, βοηθούσαμε στο μάζεμα του βαμβακιού. Τότε η συλλογή του βαμβακιού γινότανε με το χέρι…

 Κάποιες φορές,  την νύχτα, όταν είχε φεγγάρι, πηγαίναμε  στα διπλανά χωράφια και μαζεύαμε μερικές οκάδες βαμβάκι, το κρύβαμε στις σούδες και την άλλη μέρα όταν περνούσε το τρίτροχο ποδήλατο με τα παστέλια και τη σάμαλι, κορνάροντας με κείνο το παράξενο κορνάρισμα, τρέχαμε, παίρναμε το κλεμμένο βαμβάκι της νύχτας και το δίναμε για να πάρουμε τα γλυκίσματα εκείνα, που ήταν γεμάτα σκόνη και μύγες….
Το βαμβάκι που μάζευαν οι «αργατιές», το φορτώναμε στα άλογα και το πηγαίναμε στο χωριό μας. Αφού το αδειάζαμε στις αποθήκες, επιστρέφαμε πάλι στον κάμπο που δούλευαν οι δικοί μας, μέχρι να τελειώσει το μάζεμα του πρώτου χεριού.
 Μετά από 10-15 μέρες ξανακατεβαίναμε στον κάμπο για το δεύτερο χέρι και πάλι ύπνος στρωματσάδα,  μέσα στις καλαμιές μέχρι να τελειώσει και αυτό. 
Όμως πολλές χρονιές που άρχιζαν νωρίς οι βροχές, αναγκαζόμασταν να μαζεύουμε το βαμβάκι σε καντήλες γιατί «χτούρινε» περισσότερο το μάζεμα της καντήλας στο χωράφι, αν και οι καντήλες αυτές ήθελαν μετά καθάρισμα..

Αυτή η δουλειά, δηλαδή το καθάρισμα της καντήλας, γινόταν  τις νύχτες στα σπίτια μας. Αφού τελειώναμε τις καθημερινές   εργασίες  που είχαμε, το βράδυ μετά το φαγητό ξεκινούσαμε  τις καντήλες.
Πολλές φορές που άρχιζαν για τα καλά οι βροχές, μαζευόμασταν παρέες με γείτονες ή φίλους και καθόμασταν  ως τα μεσάνυχτα ….και όλη αυτή η μάζωξη συνοδευόταν  με διάφορα κεράσματα ……κρασί, στραγάλια, άλλους ξηρούς καρπούς  …….αλλά και με τραγούδια.
Η εργασία αυτή γινόταν μέσα στα σπίτια γιατί είχε ήδη κρυώσει ο καιρός.... Γύρω στα μεσάνυχτα σταματούσαμε και κάθε ένας τραβούσε για το σπίτι του.
Οι οικοδεσπότες, αφού φεύγανε οι ξένοι, έπρεπε να σακιάσουν το βαμβάκι σε σάκες, σε άλλες σάκες  να βάλουν τα τσόφλια από τις καντήλες, να πάνε το βαμβάκι στην αποθήκη και τα τσόφλια στην αυλή για να καούν…
Η δουλειά αυτή συνεχιζόταν πολλές  φορές μέχρι τα Χριστούγεννα ή ώσπου να τελειώσει ο καθένας, ανάλογα με τις σάκες που είχε.
Τις ημέρες των εορτών των Χριστουγέννων η δουλειά αυτή σταματούσε γιατί οι νοικοκυρές έπρεπε να καθαρίσουν τα σπίτια τους από τα έντομα που κυκλοφορούσαν παντού,  που τα  είχαν κουβαλήσει από το χωράφι με τις  καντήλες.
 Οι άντρες του χωριού έσφαζαν το γουρούνι που είχαν οι περισσότεροι χωριανοί ή τα «μανάρια» όπως τα έλεγαν, δηλαδή αρνιά που τα είχαν αγοράσει μικρά το Πάσχα και τα τάιζαν στο σπίτι σαν οικόσιτα  όλο το καλοκαίρι για να τα σφάξουν στις γιορτές.
Οι νοικοκυρές έφτιαχναν τότε και τα στραγάλια για να φιλέψουν τα παιδιά που θα πήγαιναν για τα κάλαντα…Τα στραγάλια τα έφτιαχναν από τα ρεβίθια, που τότε όλοι είχανε την δικιά τους παραγωγή. Διάλεγαν λοιπόν τα πιο χοντρά, τα ζεματούσαν με ζεστό νερό για να φουσκώσουν, άναβαν τους φούρνους που είχαν στις αυλές τους και αφού έριχναν στάχτη στα ταψιά, τα έριχναν επάνω και τα έβαζαν στο φούρνο μαζί με την στάχτη, ανακατεύοντάς τα  με ένα μακρύ ξύλο για να ψηθούν ομοιόμορφα.
Την στάχτη την έβαζαν για να μην ακουμπούν τα ρεβίθια απευθείας στο ταψί και μαυρίσουν.
Οι άντρες του σπιτιού αφού είχαν σφάξει το γουρούνι, ετοίμαζαν το κρέας ανάλογα με τα κιλά που είχε αυτό. Έκοβαν τα παχιά κομμάτια και τα έφτιαχναν λουκάνικα μόνοι τους, έκοβαν παχιά μέρη από το γουρούνι, συνήθως ψαχνά, σε μερίδες, τα έβαζαν σε ένα καζάνι και τα έβραζαν μέχρι να φύγει όλο το λίπος  και να μείνει μόνο το κρέας.  Αφού το κρύωναν λίγο, το έβαζαν μέσα σε διάφορα δοχεία κρέας και ζουμί, ώστε όταν κρυώσει καλά να γίνει συμπαγές και να καλυφθεί όλο το κρέας το οποίο διατηρείτο έτσι όλο τον χειμώνα σαν παστό. Κρατούσαν και λίγο ζουμί που το έβαζαν σε ξεχωριστό δοχείο, σκέτο  και αφού πάγωνε  και έπηζε,  γινόταν το λίπος του σπιτιού και με αυτό ζεματούσαν τις Κυριακές τα κοτόπουλα, που τα συνόδευαν με ρύζι πιλάφι στο γιορτινό τραπέζι.
Έφτανε και η Πρωτοχρονιά…. παραμονές και οι γυναίκες εκτός από όλες τις ετοιμασίες των σπιτιών, έφτιαχναν και τα γλυκά για τον Άγιο Βασίλη.

 Τηγανίτες,  αλλά προπαντός τους παραδοσιακούς μπακλαβάδες. Μα αντί για μέλι που ήταν δυσεύρετο την εποχή εκείνη, τους μέλωναν με το πετιμέζι που έφτιαχναν μόνοι τους από το μούστο, όταν τρυγούσαν τα αμπέλια τους.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς έλεγαν στα παιδιά οι μεγάλοι ότι ο Άγιος Βασίλης επισκέπτεται τους σταύλους των ζώων και τα  ρωτάει πως περνούν.
Αυτά εάν περνούν καλά, απαντούν χτυπώντας τα πέταλά τους χαρούμενα… Γιαυτό, εμείς τα παιδιά, όλη την παραμονή από το πρωί καθαρίζαμε καλά τον σταύλο από τις κοπριές, τον σκουπίζαμε καλά καλά, ξεστρίζαμε τα άλογα με κάποιο ξυστρί ή βούρτσα, για να μην είναι λερωμένο το κορμί τους όταν θα τα επισκεπτόταν ο Άγιος Βασίλης……
Περνούσαν έτσι οι μέρες οι «καλές» όπως τις έλεγαν και άρχιζαν πάλι οι δουλειές της εποχής ….


2.Η καλλιέργεια του σιταριού
 Η σπορά των σιταριών γινόταν μετά  του Αγίου Δημητρίου, αφού πρώτα τελείωνε η συλλογή του βαμβακιού…  
Θυμάμαι τότε ο πατέρας μου σηκωνόταν πολύ πρωί –πέντε η ώρα, άναβε το τζάκι με τα ξύλα που τα είχε στο μπαλκόνι από το βράδυ για να είναι στεγνά, έπινε λίγο καφέ ή τσάι του βουνού ή λίγο γάλα από την γίδα του σπιτιού, ετοίμαζε το ταγάρι με λιγοστά τρόφιμα-πάντα τα τρόφιμα ήταν λιγοστά και μετρημένα-λίγο ψωμί μερικές ελιές και κρεμμύδι και όποιοι είχαν και τυρί, το προτιμούσαν, απαραίτητο όμως ήταν ένα μπουκάλι με το  κρασί και η βαρελίτσα με το νερό της ημέρας….
- κατέβαινε λοιπόν στο κατώι, άνοιγε το αμπάρι, έβγαζε το σιτόσπορο τον οποίο είχε ξεχωρίσει από το καλοκαίρι, γέμιζε ένα μεγάλο καζάνι με νερό, έριχνε μέσα μια σκόνη που την έλεγαν δαυλιτινη, την ανακάτευε καλά και μετά, με ένα σουρωτήρι σαν κόσκινο έβγαζε το σιτόσπορο που είχε εν τω μεταξύ ρίξει μέσα στο καζάνι να μουσκέψει και να απολυμανθεί και τον έριχνε μέσα στο σακί που θα έπαιρνε μαζί του. Τελειώνοντας την δουλειά της προετοιμασίας του σπόρου, ετοίμαζε τα άλογα, τα σαμάρωνε, φόρτωνε τα αλέτρια και όλα τα παρελκόμενα , το σιτόσπορο καθώς και μια σάκα με τον απαραίτητο σανό για να ταΐζει τα άλογα ζεμένα στο χωράφι.
  Έφτανε στο χωράφι, ξεφόρτωνε όλα τα παραπάνω, έζευε τα άλογα στο αλέτρι και  χάραζε πρώτα τις σποριές για να ξέρει μέχρι που θα σπείρει.Μετά άφηνε τα άλογα ζεμένα, αφού τους έριχνε σανό να φάνε. Έβαζε μια μεγάλη ποδιά στην μέση ή στην πλάτη, όπου έβαζε τον σπόρο για να το σπείρει με το χέρι και ξεκινούσε την σπορά.
  Την κάθε σποργιά την περνούσε δυο φορές σταυρωτά για να καλυφθεί καλά το χωράφι. Μετά, έπαιρνε τα άλογα με το αλέτρι και κάλυπτε τον σπόρο . Όταν τελείωνε αυτή η σποριά, χάραζε την δεύτερη. Και έτσι συνέχιζε μέχρι να τελειώσει ο σπόρος και το χωράφι.
Μικρό παιδί  εγώ τότε, θεατής όλων αυτών, θυμάμαι κάθε φορά, ο πατέρας μου, πριν ξεκινήσει αυτή την διαδικασία, έβγαζε  το καπέλο και αφού κοιτούσε  την ανατολή, έκανε τον σταυρό του ψιθυρίζοντας  κάποια λόγια και μετά  ξεκινούσε την διαδικασία της σποράς.
Το ίδιο έκανε και το βράδυ όταν ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για το χωριό.
Έφταναν οι γιορτές,  τα στάρια μεγάλωναν και στην γιορτή των Θεοφανείων εμείς τα παιδιά, παίρναμε τα άλογα χωρίς σαμάρι και ένα μπουκάλι με αγιασμό και πηγαίναμε χωράφι σε  χωράφι για να αγιάσουμε τα σπαρτά.
Ο καιρός έτρεχε…., μετά από την άνοιξη τα σιτάρια άρχιζαν να ροδίζουν και στα μισά περίπου του Ιουνίου άρχιζε ο θερισμός-σκέτη τελετουργία. 
Ο θερισμός γινόταν μόνο με το δρεπάνι την εποχή εκείνη. Παρέες παρέες,  είτε με δανεικά είτε με εργατιές, κατηφόριζαν από το χωριό  προς τα χωράφια με το δρεπάνι στην πλάτη του ο καθένας, σχεδόν πριν βγει ο ήλιος.
 Έτσι γινόταν τότε,  ήλιο με ήλιο  ο θερισμός, με πολλή κούραση… έφτιαχναν τόσα δεμάτια, ανάλογα με τα άλογα που είχαν, για να τα κουβαλήσουν στα αλώνια του χωριού… Εμείς πιτσιρίκια τότε ψάχναμε να βρούμε αφεντικά για να κουβαλήσουμε τα άλογα με τα δεμάτια και έτσι βγάζαμε κάποιο μικρό μεροκάματο.


 Πολλές φορές, όταν ήταν μεγάλη η εργατιά στον θερισμό, κάναμε 7 και 8 δρομολόγια την μέρα κουβαλώντας τα δεμάτια. Το βράδυ στα αλώνια οι άντρες  έφτιαχναν τις θημωνιές. Κάθε οικογένεια είχε την δική της θημωνιά.Εκεί υπήρχε κάποιος φύλακας που τις φύλαγε μέρα νύχτα.
 Εκεί ερχόταν και η μηχανή-πατόζα την έλεγαν- για να βγάλει το σιτάρι ο κάθε ένας  και παράλληλα να βγάλει και τα άχυρά του, να γεμίσει  την αχυρώνα για τις ανάγκες των αλόγων του το χειμώνα που ερχόταν.



 Μεγάλο μαρτύριο ήταν το σάκιασμα των άχυρων στις σάκες και το κουβάλημά τους στην αχυρώνα-δουλειά που γινόταν πολλές φορές την νύχτα που δρόσιζε λιγάκι γιατί την μέρα στον καυτό ήλιο, η σκόνη και τα άχυρα κολλούσαν  στο σώμα στο πρόσωπο..παντού..
Τι  ήταν για τους χωρικούς των γύρω χωριών η Κωπαΐδα τα χρόνια εκείνα; Ο τόπος που μας τάισε και μας κράτησε ζωντανούς…..


 1.διβολίζω < ελληνιστική κοινή διβολέω / διβολ < αρχαία ελληνική δίβολος < δι- + βάλλω=οργώνω το χωράφι για δεύτερη φορά
2. κατασβένω=ξεδιψάω, ποτίζω έντονα χωράφι. (μεταφ πίνω πολύ κρασί)
3. Με Β.Δ. στις 23 Αυγούστου του 1953 επικυρώθηκε σύμβαση του Ελληνικού Δημοσίου με την Αγγλική Εταιρία λίμνης Κωπαΐδας να εξαγοράσει το κράτος για ένα εκατομμύριο οχτακόσιες χιλιάδες στερλίνες (1.800.000) όλη την περιουσία της εταιρίας που υπήρχε στην Κωπαΐδα.
Τον ίδιο χρόνο με το Ν.Δ. 2643/1953 «περί παραχωρήσεως προς αποκατάστασιν καλλιεργητών των γαιών του Κωπαϊδικού πεδίου» μοιράστηκε σε 12.500 οικογένειες απ΄ τα γύρω χωριά.