Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Ο μύθος της λίμνης Κωπαΐδας


 
          Κωπαΐδα: του Carl Rottmann  (1797-1850)


-Κι ήτανε λέει όλος αυτός ο τόπος μια στεριά, 
με βουνά πανύψηλα και πάντα χιονισμένα.
  Μα έγινε στον ουρανό μια έκρηξη μεγάλη!
Ποτέ δεν έμαθε κανείς το πώς συνέβη!                                             
Κι έπεσε ο αστεροειδής, αφάνταστα βαρύς  
 με δύναμη τεράστια και βύθισε εκείνα τα βουνά  
της γης τα σπλάχνα. Και βόγκηξε εκείνη 
από την ηδονή κι άναψε το κορμί της, φλόγισε,
 πήραν φωτιά τα έλατα, τα πεύκα τα κλαριά
και λιώσανε τα χιόνια από τη ζέστη κι έγιναν  
 νερό, που ‘τρεξε στο βαθούλωμα, το γέμισε
βαθιά στης γης τα σπλάχνα. Και τότε ακούστηκε
η προστακτική φωνή της μάνας Γης: «Ευλογημένη 
 λίμνη, ποτέ σου μην αφήσεις νηστικό, μήτε ζώο
 μήτε φυτό, μα προπαντός τον Άνθρωπο που θα ‘ρθει!»

 -Και βγήκε ο πρώτος άνθρωπος στην όχθη ξαφνικά,                                         
 κοίταξε γύρο του, θαύμασε και αναρωτήθηκε:
Από πού ήρθα; Γιατί ήρθα; Πού θα πάω;
Εκατομμύρια χρόνια πέρασαν κι αυτός δεν έπαψε                                     

ακόμα να ρωτάει!..
 

-Κι άρχισαν να κατεβαίνουν από τους γύρω λόφους  
τα πρώτα ζωντανά. Και πρώτη η χελώνα: έξυπνη,   
μα δίχως πονηρία μπήκε στο νερό και άρχισε τα 
ποδαράκια να κουνάει ευγενικά, γιατί φοβόταν 
μήπως εκεί βρισκόταν κάποιος άλλος πριν απ’ αυτή
και άθελά της τον χτυπούσε. Τι όμορφα που ένιωθε 
να τρέχει μέσα στο νερό! Κι άκουσε τότε, πρώτη 
αυτή, το πρώτο ζώο, της μάνας Λίμνης τη βαθιά  
φωνή: Μη φοβάσαι εσύ θα μπαίνεις στο νερό να  
ξεκουράζεσαι, και, όταν θέλεις, θα βγαίνεις στη
στεριά να λούζεσαι.
Κι ο κάβουρας ο πονηρός  
την είδε που κολύμπαγε και έτρεξε και εκείνος. 
 Μπήκε με φόρα στο νερό, μα του ‘λειπε η τόλμη:   
κοίταζε την ανατολή και βάδιζε ανάποδα, πήγαινε  
προς τα πίσω. Κι ακούστηκε η βαθιά της Λίμνης η 
φωνή: ανάποδα θα περπατάς σε όλη τη ζωή σου, 
εσύ που γέννησες την υστεροβουλία!  

Και είδε ο πρώτος άνθρωπος της λίμνης τη χελώνα   
να κολυμπάει αμέριμνα. Μα πώς τα καταφέρνεις; 
Μ’ όλο το σπίτι σου να πλέεις, απορώ!  
Τα πόδια μου κουνώ και πάω, είπε η χελώνα.

 Και τότε εκείνος έβγαλε τη σκασμένη φλούδα 
 μιας οξιάς, την έφερε στην όχθη κι έσκισε
 στα δυο ένα κλωνάρι και το ‘καμε κουπιά. 
Ανέβηκε και άρχισε να πλέει ο πρώτος άνθρωπος της λίμνης,                                                   ο πρώτος κωπηλάτης!                             
Και μιαν αυγή αντάμωσε ένα άλλο πλάσμα ανθρώπινο! 
Έτρεξε κοντά του:
Τι είσαι εσύ; Εγώ είμαι η γυναίκα, του ψιθύρισε.  
Κι αγκαλιαστήκανε σφιχτά! Πόσο γλυκό εκείνο τ’ αγκάλιασμα                         
κι ακόμα πιο γλυκός γεννήθηκε ο καρπός  τους.
 Κι έφτιαξαν την κατοικία τους σ’ εκείνη εκεί την άκρη  
 κι όλοι όσοι γεννιόντουσαν μάθαιναν να  
 κωπηλατούν στην πρώτη παραλίμνια πόλη τους, τις 
 Κώπες! 


( Από το βιβλίο του Κ Κερένυϊ « Μύθος και άνθρωπος», εκδ. Γαλαξίας)