Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

Οι αρχαίοι κάτοικοι της Βοιωτίας και της Λιβαδειάς

Η εισήγηση «οι αρχαίοι κάτοικοι της Βοιωτίας και της Λιβαδειάς» πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022, στο Εμπορικό Επιμελητήριο Λιβαδειάς, στα πλαίσια του 2ου κύκλου της τροφώνιας ακαδημίας με θέμα «Λιβαδειά: Η πόλη, οι πολίτες, ο πολιτισμός. Από το παρελθόν στο παρόν. Από το παρόν στο μέλλον», από το μέλος της τροφώνιας ακαδημίας κ. Νιαβή Βασιλική.

 

 Εικόνα 1: Αρχαίος χάρτης της Βοιωτίας

Αγαπητά μέλη και φίλοι της τροφώνιας ακαδημίας  στην εισήγησή μου αυτή θα αναφερθώ στην κατοίκηση της Βοιωτίας από αρχαιοτάτων χρόνων, από την προϊστορική εποχή, μέχρι την εμφάνιση των Βοιωτών στον τόπο αυτό.

Αναζητώντας το παρελθών αυτού του τόπου στον οποίο ζω συγκέντρωσα κάποια στοιχεία τα οποία θα μοιραστώ μαζί σας. Ας σταθεί αφορμή η εισήγησή μου αυτή για περαιτέρω έρευνα και από άλλους. Αυτό θα είναι κέρδος για όλους μας, άλλωστε αυτό πρεσβεύει η τροφώνια ακαδημία.

Ας ξεκινήσουμε το ταξίδι μας στο παρελθόν αυτού του τόπου!

      Ο νομός Βοιωτίας  εκτείνεται εδαφικά περίπου στην ίδια περιοχή που κάλυπτε και η αρχαία Βοιωτία. Στα νοτιοδυτικά και δυτικά   οριοθετείται από το συμπαγή ορεινό όγκο του Ελικώνα και στα βόρεια, βορειοανατολικά από το τεράστιο τεκτονικό βύθισμα της Κωπαΐδας.

Ο χώρος της Κωπαΐδας από την αρχαιότητα, λόγω της ιδιαίτερης θέσης της προσφέρετε ως ο μόνη ασφαλής δρόμος, σε όποιον ήθελε να κατέλθει από τη βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία προς τα νότια. Τα ψηλά, δυσκολοπάτητα και αφιλόξενα  βουνά σχημάτιζαν ένα ανυπέρβλητο τείχος, μαζί με τις χαράδρες και τα ρουμάνια απέκοπταν το δρόμο προς το νότο, για αυτό οι κατερχόμενες ομάδες πληθυσμών, στρέφονταν ανατολικά, παρακάμπτοντας την Όρθυ και την Οίτη. Ακολουθούσαν τον οδικό άξονα ανατολικά των υπωρειών του Καλλίδρομου και του Χλωμού και έφταναν με ασφάλεια στη Κωπαΐδα. 

Εικ. 2 : Χάρτης που απεικονίζει τον δρόμο καθόδου από τα βόρεια στα Νότιας-από το βιβλίο του Σπ. Φλώρου: "Λεβαδεια κή τριλογία "

 

 Το όνομα Βοιωτία το οφείλει στο ελληνικό γένος των Βοιωτών, το οποίο κάποτε την εποίκησε. Όμως η ιστορία του τόπου αρχίζει πολύ νωρίτερα από την άφιξη των Βοιωτών και πέρασε διάφορε φάσεις. Ως αρχαιότεροι κάτοικοι της Βοιωτίας αναφέρονται οι Έκτηνες, οι Άονες, οι Ύαντες, οι Λέλεγες και οι Τέμμικες.

       Έκτηνες ή Εκτήνες

Σύμφωνα με τη παράδοση οι Έκτηνες ή Εκτήνες ήσαν οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Βοιωτίας,  αλλά και το πρώτο Έθνος της γης.  Βασιλιάς των Εκτηνών ήταν ο αυτόχθονος Ώγυγος ή Ωγύγης ή Ωγύγος, γιος του Ποσειδώνα, άλλοι έλεγαν ότι ήταν γιος του Βοιωτού και της Αίστρας ή της Τερμίρας και άλλοι πως ήταν αυτόχθων, παιδί της Γης.  

. Ίδρυσε την πόλη Ωγυγία (η μετέπειτα Θήβα) και έγινε ο πρώτος βασιλιάς της. Αρκετοί αρχαίοι Έλληνες ποιητές αναφέρονται στους Θηβαίους ως «γυγίδαι». Αυτός οργάνωσε τους κατοίκους σε δήμους και τους έμαθε την κοινωνική ζωή. Από τότε άρχισε η χρυσή εποχή της περιοχής και τα ηρωικά χρόνια. Μία από τις πύλες του τοίχους της Θήβας ονομάζονταν  Ωγύγιες Πύλες.

Ο Ωγύγης ή Ώγυγος είχε γυναίκα τη Θήβη, τη θυγατέρα του Δία. Από αυτήν απέκτησε τρία παιδιά τον Ελευσίνον, κάποιον Κάδμο, την Αυλίδα και την Αλαλκωμενία.

Την εποχή του Ωγύγου οι κάτοικοι της Αττικής  ήταν οι Πελασγοί και λέγονταν Κραναοί, επειδή ο τόπος ήταν κραναός ( πετρώδης, τραχύς και γεμάτος άγονα βουνά και όχι από τον βασιλιά  Κραναό. Ολόκληρη η περιοχή της Αττικής και της Βοιωτίας την εποχή εκείνη ονομάστηκε Ωγυγία με βασιλιά τον Ωγύγη.

 

Στην εποχή που βασίλευε ο Ωγύγης στην Αττική και στη Βοιωτία έγινε ένας από τους τρεις μεγάλους κατακλυσμούς που πήρε και το όνομά του, κατακλυσμός του Ωγύγου. Ο κατακλυσμός έγινε το τριακοστό έτος της βασιλείας του και κατέστρεψε και την Αττική και την Βοιωτία.

Σύμφωνα με τον Λυκόφρωνα τον Χαλκιδέα, ποιητής, τραγωδός και λόγιος (330π.Χ.),  μετά το μεγάλο κατακλυσμό ο βασιλιάς Ωγύγης μαζί με κατοίκους της περιοχής  πήγαν στην Αίγυπτο. Βασίλεψε εκεί και η Αίγυπτος ονομάστηκε Ωγυγία. Ωγυγία  ονομαζόταν και το νησί της Καλυψούς.

 

Για το πότε έγινε ο κατακλυσμός του Ωγύγου δεν έχουμε ακριβή στοιχεία. Ο Πλάτων στους νόμους αναφέρει ότι έγινε την όγδοη εποχή, το 9.000 π.Χ, άλλοι λένε το 2.136 π.Χ. και με άλλους το 1.796 π.Χ. Σύγχρονοι μελετητές χρονολογούν τον κατακλυσμό στο 12.000π.Χ. και άλλοι ακόμα πιο παλιά.

 

Ο γιος του ο Ελευσίνος μετά τον κατακλυσμό έχτισε την Ελευσίνα της Αττικής και βασίλευσε πολλά χρόνια.  Η Αλαλκομενία και Αυλίδα έδωσαν τα ονόματά τους σε πόλεις τις Βοιωτίας. Η δε Αλαλκομενία ήταν εκείνη που ανέθρεψε τη θεά Αθηνά που γεννήθηκε στις Αλαλκομενές, δίπλα στον Τρίτωνα ποταμό.

Το επίθετο ωγύγιος χρησιμοποιείται σήμερα για να φανερώσει κάτι το   "παμπάλαιο, το αρχέγονο, το πρωταρχικό, το πολύ αρχαίο.

Οι Έκτηνες εξολοθρεύτηκαν από λοιμό ή από κατακλυσμό. Τους Έκτηνες διαδέχτηκαν οι Άονες και οι Ύαντες, βαρβαρικά φύλα κατά τον Στράβωνα και γηγενή κατά τον Παυσανία.

 

          Άονες

 

Τούς Έκτηνες, όπως ανέφερα πιο πάνω, τους διαδέχθηκαν οι Άονες. Οι Άονες είναι Αρχαία ελληνική φυλή που ζούσε στην περιοχή της Θήβας. Σύμφωνα με έναν μύθο, είχαν εισβάλει στη Βοιωτία μαζί με τους Τέμμικες, έχοντας ξεκινήσει από την περιοχή του Σουνίου.

Σε άλλον μύθο αναφέρεται ότι εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία μαζί με τους Ύαντες τη δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. Σύμφωνα με τη μυθολογία η σημερινή Βοιωτία τότε ονομαζόταν Αονία και οι κάτοικοί της Άονες. Πήραν το όνομά τους από τον μυθολογικό Άων, γιο του Ποσειδώνα και της Πιτάνης.

 

Ο Ελικώνας ονομαζόταν Αόνια όρη και Αόνιο πεδίο η πεδιάδα ΒΑ της Θήβας, ανάμεσα στην πόλη και στο όρος Ύπατον  ή Ύπατος, ο σημερινός Σαγματάς.  Επίσης, οι σημαντικότεροι θεοί της Θήβας, Απόλλων, Διόνυσος και Ηρακλής, ήταν γνωστοί και με το επίθετο Αόνιος, ενώ τέλος και οι Μούσες, που όπως πίστευαν έμεναν στον Ελικώνα, στα Αόνια όρη, ονομάζονταν και Αόνιες.

Όταν ήρθε στην περιοχή της Θήβας ο Κάδμος, οι Άονες παρέμειναν εκεί και συγχωνεύτηκαν με τους κατακτητές.


Ύαντες

Οι Ύαντες ήταν ένας άλλος πρωτοελληνικός λαός που κατοίκησε την αρχαία Βοιωτία,  οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τον Κάδμο, σύμφωνα με τον Στράβωνα,  και μετακινήθηκαν άλλοι προς την Φωκίδα όπου έκτισαν την Υάμπολιν και άλλοι στην Αιτωλία η οποία στην αρχαιότητα ονομάζονταν Υαντίς.

Σύμφωνα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο κατοικούσαν  πλησίον του ιερού της Αλαλκομενίας Αθηνάς, στις Αλαλκομενές,:

 «…έθνος περί Αλαλκομένιον. λέγονται και Υάντειοι… έστι και Υαντία πόλις Λοκρών…».

 

 

Ένα άλλο προελληνικό φίλο που κατοίκισε στη Βοιωτία ήταν οι Λέλεγες

 

(λέλεξ<λάσκω, παρκμ. λέλακα ή λέληκα = κράζω, διότι είχαν βροντώδη φωνή)

 

Προϊστορικός λαός. Η ονομασία του προερχόταν από τον επώνυμο ήρωά του, τον Λέλεγα, ο οποίος παρουσιάζεται στις γενεαλογικές παραδόσεις της Σπάρτης, των Μεγάρων, της Λευκάδας κ.ά. Συχνά αναφέρονται ως οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Ελλάδας μαζί με τους Πελασγούς και σε μερικές περιπτώσεις ταυτίζονται με αυτούς. Στην Ιλιάδα βρίσκουμε τους Λέλεγες ως κατοίκους της Μ. Ασίας, στην Ιωνία,  και να είναι σύμμαχοι των Τρώων (Κ 429) και πιθανότατα αποτελούσαν τον πρώτον ναυτικό πληθυσμό στην περιοχή του Αιγαίου. Το πότε άρχισε η εγκατάστασή τους σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας δεν είναι γνωστό.

Ο Αριστοτέλης, ο Παυσανίας, ο  Στέφανος ο Βυζάντιος και άλλοι συγγραφείς αναφέρουν τους Λέλεγες ως τους πρώτους κατοίκους της Λοκρίδος, της Εύβοιας, της Βοιωτίας, της Μεγαρίδος, της Αιτωλίας, της Ακαρνανίας και της Λευκάδας καθώς και της Μεσσηνίας, της Λακωνίας, και της Θεσσαλίας. Οι Λέλεγες αποτέλεσαν τον πρωτόγονο ναυτικό πληθυσμό στη Στερεά Ελλάδα.

 

 Ο Ησίοδος κάνει μία και μοναδική αναφορά και τους τοποθετεί, κατά την εποχή του Δευκαλίωνα, στη Λοκρίδα της κεντρικής Ελλάδας. Κάποια τοπωνύμια στη περιοχή μας συνδέονται με τους Λέλεγες όπως Λάρυμνα και  Αβαί.

Ο Ηρόδοτος(1.171)  αναφέρει ότι οι Λέλεγες κατοικούσαν στις Κυκλάδες και  ήταν η δεσπόζουσα δύναμη στο Αιγαίο μέχρι την υποταγή τους στο Μίνωα, όχι με υποχρέωση καταβολής φόρου αλλά με την υποχρέωση να επανδρώνουν τα πλοία του. Πιθανόν να ήσαν αυτοί οι δημιουργοί του Πρωτοκυκλαδικού και Πρωτοελλαδικού πολιτισμού.

Στην Ελλάδα εξαφανίστηκαν σχετικά νωρίς μετά την εμφάνιση άλλων φύλων, με εξαίρεση ίσως τη Δυτική Λοκρίδα (Φθιώτιδας) όπου φαίνεται ότι επιβίωσαν ως την άφιξη των Λοκρών (ίσως στην αρχή της Μυκηναϊκής Εποχής). Στη Μικρά Ασία διατηρήθηκαν περισσότερο καιρό. Οι Κάρες υπέταξαν τους Λέλεγες που ζούσαν στην μετέπειτα γνωστή ως Καρία, περιοχή, και τελικά αφομοιώθηκαν από αυτούς.

Οι αρχαίοι Έλληνες διατηρούσαν την ανάμνηση της ύπαρξής τους δείχνοντας τάφους Λελέγων και «λελέγεια ερύματα» (=φρούρια), ανάλογα των Κυκλώπειων.

 

Τέμμικες

Στους πρώτους αι. της 2ης χιλιετίας π.Χ. εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία, όπως μαρτυρεί ο Στράβων (ΙΧ,2,3), οι Τέμμικες, οι οποίοι προηγουμένως κατοικούσαν στο Σούνιο, « Η δ΄ ουν Βοιωτία πρότερον μεν υπό βαρβάρων ωκείτο Αόνων και Τεμμίκων, εκ του Σουνίου περιπλανημένων, και Λελέγων και Υάντων…».

Οι Τέμμικες ήταν φύλλο προελληνικό και πολύ λίγοι συγγραφείς το αναφέρουν. Το τοπωνύμιο Σούνιο δήλωνε στους αρχαίους χρόνους αφενός μεν το ακρωτήριο, αφετέρου δε το κομμάτι της νοτίου Αττικής, το οποίο στα κλασσικά χρόνια ονομαζόταν Λαύριο και Λαυρεωτική  την περιοχή στην οποία λειτουργούσαν τότε τα περίφημα μεταλλεία αργύρου, μόλυβδου και χαλκού.

Ο ορυκτός πλούτος και η διαχρονική του εκμετάλλευση μας βοηθούν να διακρίνουμε και τη σημασία του ονόματος των προϊστορικών κατοίκων του Σουνίου. Το όνομα Τέμμικες, Τέμμιξ, παράγεται πιθανότατα από το ρήμα τέμνω (με ρίζες τεμ- και ταμ-) και που το γνωρίζουμε εμμέσως από τη Γραμμική Γραφή Β, μια από τις έννοιες αυτού του ρήματος κατά τους κλασσικούς χρόνους ήταν εκείνη του κόβω, σκάβω, ανοίγω τη γη για να βρω μετάλλευμα, π.χ. στις λέξεις καινοτομώ, καινοτομία, που σημαίνουν στα αρχαία σκάβω τη γη για τη δημιουργία νέου μεταλλείου. Είχε επίσης την έννοια σκάβω τη γη για να βγάλω πέτρα, όπως στις λέξεις λατόμος, λατομείο κλπ.     Από τα πιο πάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι Τέμμικες ήταν εκείνοι που «έτεμναν» τη γη, δηλ οι μεταλλευτές ή οι λατόμοι. Επειδή κατοικούσαν στο Σούνιο μια περιοχή με μεταλλεία, πιθανότερη έννοια είναι αυτή των μεταλλευτών και όχι των λατόμων.

Λαοί ή μικρότερες ομάδες έπαιρναν το όνομά τους από την εξειδίκευσή τους σε ένα είδος εργασίας. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι  οι Φοίνικες, που οφείλουν το όνομά τους  στην επίδοσή τους στη βαφή υφασμάτων με ερυθρό χρώμα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Φρεάρριοι που κατοικούσαν στο δήμο Φρεαρρίων της Λαυρεωτικής και επιδίδονταν στη διάνοιξη των μεταλλευτικών φρεατίων.  Τα φρεάτια αυτά έφταναν σε μεγάλο βάθος και ήταν έξοχα τεχνικά έργα.

Το όνομα Τέμμικες στο κείμενο του Σράβωνα γράφεται με δύο (μ)αλλά αυτό δεν αντικρούει την πιο πάνω ετυμολογία. Το όνομα προφανώς παράγεται από τον ενεστώτα (τέμν-) και θα έπρεπε να είναι Τεμν – ικ- ες. Εδώ προφανώς γίνεται αφομοίωση του (ν) σε (μ), όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις.

Οι Τέμμικες κάποια  εποχή εγκατέλειψαν τη Λαυρεωτική και εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία. Για πιο λόγο έφυγαν από εκεί και πότε εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία; 

Ο Στράβων αναφέρει ότι εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία πριν την εγκατάσταση του Κάδμου. Όταν ο Κάδμος εγκαταστάθηκε στη Βοιωτία έδιωξε τους Τέμμικες και τους Άνοες. Μάλλον η μετανάστευση των Τεμμίκων στη Βοιωτία πρέπει να έγινε πριν τον  16ο αι. π.Χ. κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο (2100- 1600) ίσως και την πρωτοελλαδική περίοδο(3200-2100).

Εικ. 3 :Υπόγεια σήραγγα των Μινύων  - εικ. από το βιβλίο του Ν. Λελούδα "ΥπόγειαΕλλάς"

Η αιτία που αναγκάστηκαν να φύγουν από την πατρίδα τους δεν αναφέρεται από τον Σράβωνα, αλλά ένα είναι βέβαιο ότι δεν έφυγαν από εκεί λόγω έλλειψης μεταλλεύματος. Κατά τους μεσοελλαδικούς χρόνους υπήρχαν πολλά επιφανειακά κοιτάσματα που θα έδειχναν στους μεταλλευτές ότι ο τοπικός ορυκτός πλούτος δεν είχε εξαντληθεί ακόμη. Η πιθανότερη αιτία ήταν η εγκατάσταση ξενόφερτων που ήταν γνώστες της μεταλλευτικής και της μεταλλουργίας με σκοπό να εκμεταλλευτούν  τον ορυκτό πλούτο της περιοχής.  Αν αυτό αληθεύει οι Τέμμικες ή έφυγαν μόνοι τους ή εκδιώχθηκαν από τους νεοαφιχθέντες.

Το ερώτημα τώρα που γεννάται είναι γιατί οι Τέμμικες  επέλεξαν τη Βοιωτία; Ο Στράβων χρησιμοποιεί το ρήμα «πλανώμαι» για να δείξει την πορεία των μεταναστών, δηλ. δεν μετέβησαν «κατ’ ευθείαν» από το Σούνιο στη νέα τους πατρίδα, αλλά στάθμευσαν σε διάφορα μέρη. 

Την εποχή εκείνη στη Βοιωτία δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη μεταλλείων χαλκού, μόλυβδου ή ασημιού παρόμοια με εκείνα του Σουνίου.   Πιθανόν η «επαγγελματική ιδιότητα» των Τεμμίκων δεν θα ήταν ολωσδιόλου άχρηστη στη Βοιωτία, γιατί την εποχή του Χαλκού, στην περιοχή της Κωπαΐδας υπήρχε ανάγκη διάνοιξης και συντήρησης των καταβοθρών και σηράγγων που εξασφάλιζαν τη διοχέτευση των υδάτων των ποταμών προς τη θάλασσα για την αποστράγγιση της πεδιάδας και την εξασφάλιση καλλιεργήσιμης γης.

Εικ.4: Καταβόθρες στη Β πλευρά της Κωπαΐδας-  φωτ.:Άλμπου " Κωπαΐδα" Μαζαράκη  
 

Τα υψώματα που ορίζουν τη Β. και Α. πλευρά της Κωπαΐδας είναι, ως γνωστόν ασβεστολιθικά, οι φυσικές καταβόθρες επομένως που υπήρχαν διάσπαρτες στους πρόποδές τους και διοχέτευαν τα νερά της πεδιάδας στη θάλασσα, βούλωναν συχνά από διαβρώσεις ή καταπτώσεις πετρωμάτων των οροφών των, από συσσώρευση φερτών υλικών κ.ά.  μ’ αποτέλεσμα τη μετατροπή  μεγάλου μέρους της πεδιάδας σε λίμνη μ’ όλες τις καταστροφικές συνέπειες για την καλλιεργήσιμη γη και τους οικισμούς. Για να αντιμετωπιστεί  ο διαρκής κίνδυνος , εκείνοι που ήταν επιφορτισμένοι με την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των έργων της Κωπαΐδας, κατέβαλλαν αδιάκοπες προσπάθειες για τη συντήρηση και τη βελτίωσή τους.  Έπρεπε να ανοίξουν τις βουλωμένες καταβόθρες, να τις διευρύνουν, να ανοίξουν υπόγειες γαλαρίες μεγάλου μήκους και φρεάτια επικοινωνίας  τους με την επιφάνεια του εδάφους και άλλα σχετικά έργα που ήταν απαραίτητα αλλά σχεδόν όμοια με τα έργα των μεταλλευτών της Λαυρεωτικής για την ανακάλυψη και την εξόρυξη των μεταλλοφόρων κοιτασμάτων.

Τις διαρκείς εργασίες συντήρησης κι βελτίωσης των εν λόγω αποχετευτικών καταβοθρών και των σηράγγων της Κωπαΐδας, που ήταν δύσκολες και επικίνδυνες θα τις εκτελούσαν ασφαλώς ντόπιοι τεχνίτες ειδικευμένοι σε υπόγειες εξορύξεις, δεν υπάρχει όμως,  νομίζω, αμφιβολία, ότι άριστοι για αυτές θα ήταν και εκείνοι που είχαν πείρα μεταλλευτικών έργων, δηλ. μεταλλευτές, όπως οι Τέμμικες.

Αξίζει να αναφέρω ότι ο Μ. Αλέξανδρος κάλεσε τον Κράτη, από τη Χαλκίδα, όπως αναφέρει ο Στράβων, όταν επιχείρησε να ανοίξει τι καταβόθρες τις καταβόθρες που είχαν βουλώσει και είχαν πλημμυρίσει την πεδιάδα. Ο Κράτης ήταν μηχανικός μεταλλείων.

Ει. 5: Καταβόθρες στην Α πλευρά της Κωπαΐδας-  φωτ.:Άλμπου " Κωπαΐδα" Μαζαράκη 

Άρα μπορούμε να πούμε ότι οι Τέμμικες του Σουνίου εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία, επειδή εκεί μπορούσαν να ασκήσουν το επάγγελμά τους και επειδή έγιναν δεχτεί από τους Βοιωτούς, ως μεταλλευτές, για να προσφέρουν την πείρα και την εργασία τους στη γενική προσπάθεια της  συντήρησης και της ανάπτυξης των φυσικών αποχετεύσεων καταβοθρών και σηράγγων των υδάτων της Κωπαΐδας.

(Θα ‘θελα να αναφέρω ότι  σημαντική πηγή για τους Τέμμικες και την εγκατάστασή τους στη Βοιωτία ήταν η εισήγηση για του Τέμμικες του Ευάγγελου Κακαβογιάννη στο Γ΄ Διεθνές Συνέδριο Βοιωτικών Μελετών 1996- Θήβα).

 

 Ο Παυσανίας ο οποίος αντλεί πληροφορίες από την τοπική παράδοση,  μας παρουσιάζει τη Βοιωτία μια χώρα στην οποία οι φυλές συμβιώνουν χωρίς εσωτερικές αναστατώσεις ή εξωτερικές επεμβάσεις. Οι φυλές ζούσαν ειρηνικά και οι μόνες απειλές προέρχονταν από τις επιδημικές ασθένειες, λοιμός των Εκτήνων, και τις φυσικές αναστατώσεις, κατακλυσμός του Ωγύγου.

Αυτή η ηρεμία του τόπου διακόπηκε στα μέσα της δευτέρας χιλιετίας π.Χ. με την εμφάνιση του Κάδμου στην Νότια Αονία, που από τότε παίρνει το όνομα Καδμήια.

Την ίδια εποχή, ένα άλλο γένος, αιολικό φύλο,  κατερχόμενο από  Θεσσαλία, υπό την ηγεσία του Ανδρέως  εγκαταστάθηκε στη βόρεια Αονία, στην περιοχή της Κωπαΐδας. Δεν έχουμε στοιχεία ότι ο Ανδρεύς ενεπλάκη σε πολεμικές επιχειρήσεις. Ο μύθος λέει ήρθαν σαν να πήγαιναν σε γιορτή. Πανέμορφοι, καλοντυμένοι, άνδρες και γυναίκες, νεαρά παιδιά και ηλικιωμένοι, ο καθένας τους απάνω στο δικό του άλογο.  Πάντως υπερίσχυσαν των γηγενών και κατέστησαν τη βόρειο Αονία, ένα ισχυρό κράτος, μέσα στο οποίο βρίσκονταν και οι γηγενείς. Η επικράτειά τους ονομάστηκε Ανδρηίδα, και η πόλη που ίδρυσε ως πρωτεύουσα ο Ανδρεύς, ονομάστηκε Ανδρηίδα κάπου στην Κωπαΐδα. Ο Ανδρεύς είχε πατέρα τον Πηνειό ποταμό, που ρέει  στη Θεσσαλία. Δυτικά των Τεμπών υπάρχουν τοπωνύμια, ΜινύαςΟρχομενός και Αλμωνία.

Ει. 6 :Ανδρηίς - χάρτης από το βιβλίο του Σπ. Φλώρου: "Λεβαδεια κή τριλογία"

 

Μετά την κάθοδο του Ανδρέως άρχισαν να συρρέουν στην Κωπαΐδα καινούριες ομάδες με διάφορους ηγέτες, όπως ο Αθάμαντας, γιος του Αιόλου, που εγκαταστάθηκε ΝΑ της Κωπαΐδας, στο Αθαμανικό πεδίο,  και ίδρυσε την πόλη του Ακραίφνιου.


Τον Ανδρέα διαδέχτηκε ο γιος του Ετεοκλής ή Κηφισιάδης, ο οποίος χώρισε το λαό σε δυο φυλές, την Κηφισιάδα και την Ετεόκλεια φυλή. Στην πρώτη περιέβαλε το γηγενές στοιχείο του Κωπαϊδικού πληθυσμού, στη δεύτερη  τους εποίκους.

Εικ.7:  Αρχαιολογικός χώρος Ακραιφνίου


Ακολούθησε η κάθοδος του Άλμου  που ιδρύει την Αλμωνία ή τις Όλμωνες ( Στροβίκι), του Υηττού, που ιδρύει την Υηττό.

Εικ.8: Τάφος στην Αρχαία Υητό

 

Εικ.9: Αρχαία Λατομία στην Υητό

 

Μετά το θάνατο του Ετεοκλή βασιλιάς έγινε ο Φλεγύας, γιος του Άρη και της Χρύσης, κόρης του Άλμου, ο οποίος ίδρυσε το κράτος της Φλεγυαντίδας. Η δεύτερη κόρη του Άλμου η Χρυσογένεια απέκτησε με τον Ποσειδώνα τον Χρύση, ο οποίος έγινε βασιλιάς μετά το θάνατο του Φλεγύα. Ο Χρύσης απέκτησε έναν γιο από την Ισιόνη, τον Μινύα, ο οποίος έγινε βασιλιάς μετά το θάνατο του Χρύση και ίδρυσε το κράτος των Μινύων.


Ει. 10 : Αρχαίες Όλμωνες


 Ει. 11 : Τοίχιση στις Αρχαίες Όλμωνες
 

Μετά τον Θάνατο του Μινύα βασιλιάς γίνεται ο γιος του ο Ορχομενός. Επί της βασιλείας του θα πραγματοποιηθούν τα αποστραγγιστικά έργα της λίμνης Κωπαΐδας και ο Ορχομενός  θα αποκτήσει πολλά πλούτη  και θα γνωρίσει μεγάλες δόξες. Μετά το βασιλιάς θα γίνει ο εγγονός του Φρίξου, ο Κλύμενος, τον οποίο διαδέχτηκε, μετά το θάνατό του, ο Εργίνος, του οποίου παιδιά ήταν ο Τροφώνιος και ο Αγαμήδης.

Εικ.12: Τάφος του Μινύα στον Ορχομενό

 

Ο Αθάμαντας αφού έμεινε αρκετό διάστημα στη περιοχή του Αθαμανικού πεδίου, μετά μετακινήθηκε δυτικά σε ένα τεράστιο χώρο, που κάλυπτε τις σημερινές περιοχές της Αλιάρτου, της Κορώνειας και της Λιβαδειάς.  Στις εκβολές του  Τρίτωνα ποταμού  υπήρχε μια πόλη η ονομαζόμενη Αθήναι, αφιερωμένη στη θεά Αθηνά, πιθανόν να ήταν η νέα πόλη την οποία ίδρυσαν οι Αθαμάνες.  

Εικ.13: Όλμωνες, Υητός, Αθαμανικό πεδίο, Ακραίφνιο, Αλίαρτος,Κορώνεια, Αθήναι, Μίδεια - χάρτης από το βιβλίο Λεβαδειακή Τριλογία του Σπ. Φλώρου

 

Όμως η εποίκηση συνεχίστηκε με  τα εγγόνια του Σίσυφου, τον Κορώνα, που ίδρυσε την Κορώνεια και τον Αλίαρτο που ίδρυσε την Αλίαρτο. Ο Σίσυφος ήταν γιος του Αιόλου και αδερφός του Αθάμαντος.  Όλοι αυτοί  απέσπασαν εδάφη από του Αθαμάνες.

Εικ.14: Μεσαιωνικός Πύργος στην αρχαία Κορώνεια

 

Εικ.15:  Ακρόπολη Αλιάρτου

Μετά από αυτό οι Αθαμάνες περιορίστηκαν στην περιοχή του Λαφυστίου όρους, καταλήγοντας στο οροπέδιο του Αγίου Παντελεήμονα . Εδώ βρήκαν την  κατάλληλη θέση με πλούσια νερά και έκτισαν την πρωτεύουσά τους και ασχολούνταν κυρίως  με την κτηνοτροφία. Το νεκροταφείο που βρέθηκε ΒΔ του οροπεδίου πιθανόν είναι Αθαμανικό.

Εικ.16: Η πορεία των Αθαμάνων προς στη Μίδεια


 Η παράδοση δεν έσωσε το όνομα της πρωτεύουσας αλλά στη Μυκηναΐκή εποχή στην περιοχή του Λαφυστίου μια μόνο πόλη υπήρχε, η ομηρική Μίδεια.  Μέχρι τις παραμονές του Τρωικού πολέμου δεν έχουμε ενδείξεις για εγκατάσταση άλλου φύλου, πλην των Αθαμάνων, αυτό μας κάνει να δεχτούμε ότι η Μίδεια ήταν η πρωτεύουσα των Αθαμάνων.   H Μίδεια πήρε το όνομά της από τη νύμφη Μίδεια, η οποία  ήταν η μητέρα του Ασπληδόνα,  του οποίου το όνομα δόθηκε στην πόλη της Βοιωτίας, Ασπληδόνα,  τον σημερινό Πύργο. Πατέρας του Ασπληδόνα  ήταν ο Ποσειδώνας.

Όταν ο παραλίμνιοι οικισμοί της Κωπαΐδας Ελευσίς και Αθήναι, που βρίσκονταν κοντά στον Τρίτωνα ποταμό, καταποντίστηκαν οι κάτοικοι των Αθηνών κατέφυγαν, με επικεφαλής το Λέβαδο, στη Μίδεια. Στη συνέχεια ο Λέβαδος μαζί με τους κατοίκους των Αθηνών, που προέρχονταν από αγροτική περιοχή,  διάλεξαν να κατοικήσουν το χώρο της μετέπειτα Λιβαδειάς, ώστε, να έχουν πρόσβαση στη μικρή κοιλάδα που πότιζαν οι ποταμοί της Έρκυνας και της Προβασίης

Οι πλημμυροπαθείς της Αθήνας έχτισαν τη νέα τους πόλη στην ανατολική όχθη της Έρκυνας την ονόμασαν Λεβάδεια από το όνομα του οικιστού της, τον Λέβαδο. Στη Λεβάδεια – Λιβαδειά -κατέβηκαν και οι κάτοικοι της Μίδειας οι οποίοι με τα χρόνια άφησαν την κτηνοτροφία και ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια της γης.

Εικ. 17:Έρκυνα , το ποτάμι της Λιβαδειάς

Η ολοσχερής καταστροφή της πόλης των Αθηνών, άφησε οδυνηρές αναμνήσεις στους κατοίκους της. Η απώλεια των αγαπημένων προσώπων, ο πόνος για τη στέρηση των πατρώων εδαφών, του σπιτιού τους χαράχθηκαν βαθιά μέσα στη ψυχή τους και διατηρήθηκε ανεξίτηλα στις επόμενες γενιές. Εξακολουθεί να υπάρχει ένας λεβαδειακός θρύλος ακόμη και σήμερα, που λέει ότι κάτω από το υπέδαφος της πόλης περνά ένα υπόγειο ποτάμι, η Κλυμένη, που σε περίπτωση αποφράξει θα καταστρέψει την πόλη «… όπως την κατάστρεψε και τα παλιά χρόνια».  Βέβαια η Λιβαδειά ποτέ στην ιστορία της δεν καταστράφηκε από πλημμύρα. Τούτο αποκλείεται και λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Η αναφορά αυτού του θρύλου μας θυμίζει τη βιβλική καταστροφή της κωπαϊδικής Αθήνας πριν χιλιάδες χρόνια.

Δε γνωρίζουμε το χρόνο κτίσης της Λιβαδειάς, αλλά μπορούμε να πούμε ότι κτίστηκε αφού τα  αποστραγγιστικά έργα της Κωπαΐδας είχαν καταστραφεί άρα ήταν και πάλι λίμνη και λόγω της χειμωνιάτικης κακοκαιρίας καταποντίστηκαν οι Αθήναι και η Ελευσίνα της Κωπαΐδας. Πιο συγκεκριμένα μπορούμε να πούμε ότι κτίστηκε μετά την ήτα του Βασιλιά του Ορχομενού Εργίνου από τους Θηβαίους και πριν την εκστρατεία στην Τροία. 

Στην Τροία  η Λιβαδειά  είχε  στείλει  10 πλοία και παλικάρια με αρχηγό τον Αρκεσίλαο, ο Όμηρος την αναφέρει με το αρχαιότερο όνομά της Μίδεια. Ο Αρκεσίλαος αναδείχτηκε από τους πιο λαμπρούς πολεμιστές. Όταν ο Αχιλλέας  μαλωμένος με τον Αγαμέμνονα αποσύρθηκε από τις μάχες στη σκηνή του, ο Αρκεσίλαος πολέμησε ηρωικά , για να συγκρατήσει τους Τρώες στην εξόρμησή τους, για την κατάληψη των ελληνικών πλοίων, και έπεσε χτυπημένος από τον Έκτορα. Μέγα κι επιβλητικό μνημείο δέχτηκε τα οστά του, που τα έφεραν στην επιστροφή τους οι χαλκοχίτωνες συμπολεμιστές του με τον Λήιτο, που μόνος αυτός από τους υπόλοιπους Βοιωτούς αρχηγούς (Πηνέλεων, Προθυήνορα, και Κλονίονα) γλύτωσε από την Τρωική περιπέτεια.  

Η Λιβαδειά ήταν στην αρχαιότητα από τις ευτυχέστερες και πλουσιότερες πόλεις της Ελλάδας. Υπήρχε στη μυκηναϊκή εποχή και κατά την κλασική εποχή  μετέχει ενεργά στο Κοινό των Βοιωτών.

Κατά τη μακραίωνα πορεία της δεν φαίνεται να αναπτύσσει κάποια ιδιαίτερη πολιτική ή στρατιωτική δραστηριότητα. Δεν προσπάθησε να επιβληθεί δυναμικώς των άλλων πόλεων, η συμβολή της στην Ιστορία ήταν καθαρά πνευματική. Η Λιβαδειά ήταν  γνωστή από το μαντείο της.  Ο Δάλκας αναφέρει ότι ακόμα και ο Στράβων αντί να τοποθετήσει το μαντείο στην πόλη, τοποθετεί την πόλη στο μαντείο,  «Λεβάδεια» δ' εστίν όπου Διός Τροφωνίου μαντείον ίδρυται". Η Λιβαδειά αναπτύχθηκε με ηρεμία και έζησε στην σκιά του μαντείου της.


Εικ.18: Εσοχές πάνω από την πηγή της Κρύας

 

Βοιωτοί

Οι Βοιωτοί κατοικούσαν στην κεντρική Πίνδο, στο Βόιο όρος. Από εκεί έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην Άρνη, στο κέντρο περίπου της  Θεσσαλίας. Οι Βοιωτοί 60 χρόνια μετά την άλωση της Τροίας διώχτηκαν από τους Θεσσαλούς. Ένα μέρος των Βοιωτών με βασιλέα τον Οφέλτα κατευθύνθηκε στη χώρα που αργότερα ονομάστηκε Βοιωτία. Κατέλαβαν πρώτα τη Χαιρώνεια, το αρχαίο της όνομα ήταν Άρνη, και έπειτα τον Ορχομενό  και την Κορώνεια.  Στην Κορώνεια ίδρυσαν το ναό της Ιτωνίας Αθηνάς. Λάτρευαν την Ιτωνία Αθηνά στην πόλη Ίτωνος της Θεσσαλίας η οποία ιδρύθηκε  από τον Δευκαλίωνα γιο του Προμηθέα και θεωρούνταν η τρίτη αρχαιότερη πόλη των Ελλήνων.

Εικ.19 :Η κόκκινη γραμμή δείχνει την πορεία των Βοιωτών από το Βόιο όρος στη Θεσσαλία και  στη συνέχεια στη Βοιωτία

 

 Το  Ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς στη Θεσσαλία βρισκόταν κοντά στις όχθες του ποταμού Σοφαδίτη (Κουράλιου). Ήταν πανθεσσαλικό και ομοσπονδιακό κέντρο και η Ιτωνία Αθηνά ήταν προστάτιδα όλων των Θεσσαλών. Το ναό της Ιτωνίας Αθηνάς στην Κορώνεια τον ίδρυσε ο εγγονός του Δευκαλίωνα, Ίτωνας, Στη Θεσσαλία προς τιμήν της  τελούνταν μεγάλη γιορτή, τα Ιτώνια το ίδιο και στην Κορώνεια.

 

Εικ.20:  Αρχαία Ίτων στη Θεσσαλία - λατρευόταν από τους Βοιωτούς η Ιτωνία Αθηνά

 

Βοιωτός

 

Σύμφωνα με τον Παυσανία ο επώνυμος των Βοιωτών θεωρούταν ο ήρωας Βοιωτός, γιος του Ίτωνου και της Μελανίππης, θεά του κάτω κόσμου. Άλλη παράδοση αναφέρει ως πατέρα του Βοιωτού τον Ποσειδώνα, τον μεγαλύτερο θεό των Βοιωτών, ενώ ο Διόδωρος διέσωσε ως προς τη μητέρα του ήρωα την παράδοση πως ήταν η Άρνη, παλαιά θεά του κάτω κόσμου και επώνυμη ηρωίδα πόλεως της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας.

 

Στην τραγωδία «Μελννίπη η Σοφή», του Ευρυπίδη, που δυστυχώς χάθηκε, αναφέρεται ότι η Μελανίππη παντρεύτηκε τον Ίτωνο, σύμβουλο του βασιλιά του Ορχομενού και απέκτησαν ένα γιο που είχε μεγάλα αυτιά και τον έβγαλαν Βοϊωτό, σήμερα θα τον λέγαμε βοϊδαυτιά. Η Μελανίππη ήταν έξυπνη, μορφωμένη, πλούσια, είχε παντρευτεί παλατιανό, είχε τις διασυνδέσεις της. Έφερε λοιπόν στον Ορχομενό ένα σοφό διδάσκαλο από τη Λυδία για να διδάξει το παιδί της τη Γεωμετρία που αγαπούσε!

Ο Βοϊτωτός ήταν αυτός που χάραξε τα σύνορα της Βοιωτίας, που έφτιαξε το χάρτη της πάνω σε δέρμα, και έδωσε το όνομά του. Είναι ένας από τους παλαιότερους χαρτογράφους της Ελλάδας.

Ο Ψευδοπλούταρχος (η ονομασία Ψευδοπλούταρχος αποδίδεται στους αγνώστους συγγραφείς των ψευδεπίγραφων έργων που παλαιότερα αποδίδονταν στον Πλούταρχο) στο βιβλίο του Περί Ποταμών (Β,2) αναφέρει ότι το Βοϊωτό, Βοιωτό, τον διεκδικούσαν  όλες οι πριγκίπισσες της εποχής του, αλλά εκείνος θέλοντας να παντρευτεί από όλες τις υποψήφιες την καλύτερη, τις κάλεσε στον Κιθαιρώνα και όταν είδε ένα αστέρι να πέφτει πάνω στους ώμους της Ευρυθεμίστηςτην επέλεξε και ονόμασε την τοποθεσία Αστερία.

 

Βιβλιογραφία :

·        Κων/νος Θ. Συριόπουλος: « Η προϊστορία της Στ. Ελλάδος»

·        Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου: «Ελληνικά έθνη κατά την Εποχή του Χαλκού»

·        Σπ. Φλώρου : Η Τριλογία της Λιβαδειάς

·        Εκδοτική Αθηνών: «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» Τόμος 1,

·        Ευάγγελος Κακαβογιάννης : Γ. Διεθνές συνέδριο  Βοιωτικών Μελετών : «Τέμμικες»

·         Εκδοτική Αθηνών: «Ελληνική Μυθολογία»

·        Παυσανίας : Ελλάδος Περιηγήσεις – Βοιωτικά

·        Στράβων: Γεωγραφικά 9ος τόμος

·        Τότα Τσάκου – Κοβερτίνο: Ορχομενός

·        Βαρδίκος Δημήτριος: «Εμείς οι Έλληνες» τόμος Αρχαιολογία