Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

Πρόσκληση 2ης συνάντησης 2ου κύκλου : 14-1-2023

 

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

ΛΑΪΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ

με την επωνυμία τροφώνια ακαδημία

2ος κύκλος μαθημάτων 2022-2023

Θεματική ενότητα: «Λιβαδειά: Η πόλη, οι πολίτες, ο πολιτισμός. Από το παρελθόν στο παρόν. Από το παρόν στο μέλλον».

 

2η συνάντηση: Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

18.30 – 21

Τόπος συνάντησης: Θολωτό Κρύας

 

Πρόγραμμα

 

Εισηγήσεις:

1. Γιώργος Κωτσαδάμ: « Βασίλης Μπούσγος, ο σεμνός αγωνιστής της Επανάστασης

2. Μαρία Σκουρολιάκου : «Δικαστικό Μέγαρο Λιβαδειάς»

 

Οι εισηγήσεις θα είναι διάρκειας 30 λεπτών της ώρας η κάθε μία και θα ακολουθούν ερωτήσεις, διευκρινήσεις για 10 λεπτά της ώρας για κάθε εισήγηση.

Γενικότερη Συζήτηση

Μετά το πέρας των εισηγήσεων θα λάβει χώρα γενικότερη συζήτηση επί της συσχέτισης των εισηγήσεων με τη θεματική ενότητα αυτήν και πιθανώς επί νέων εισηγήσεων που θα προκύψουν από τη γενικότερη συζήτηση.

 

Η ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Παλιά επαγγέλματα της Λιβαδειάς

Στα πλαίσια του 2ου κύκλου της τροφώνιας ακαδημίας με θέμα «Λιβαδειά: Η πόλη, οι πολίτες, ο πολιτισμός. Από το παρελθόν στο παρόν. Από το παρόν στο μέλλον», το Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022, στο Εμπορικό Επιμελητήριο Λιβαδειάς,  το μέλος της τροφώνιας ακαδημίας κ. Νίκη Μπλούτη  παρουσίασε το θέμα "Παλιά επαγγέλματα της Λιβαδειάς".   


Καλησπέρα σας! Απόψε θα περπατήσουμε νοερά σε μια άλλη όμορφη εποχή...Στα μονοπάτια και στις γειτονιές του χθες... Τότε που η ατμόσφαιρα ήταν θολή από την σκόνη του χωματόδρομου. Τότε που διάβαινες τα σοκάκια κι απ΄ τα ανοιχτά παράθυρα σ’ έπαιρναν στο κατόπι όμορφες μυρωδιές. Τότε που σε κάθε γωνιά, έλεγες  πάντα κι από μια καλημέρα στον άνθρωπο που συναντούσες..

 Θα ξεκινήσω την εισήγησή μου με ένα διήγημα που είναι αφιερωμένο στις υφάντρες της Λιβαδειάς

‘’Οι υφάντρες’’  (Διήγημα της Νίκης  Μπλούτη)

 

  ‘’Τάκου τάκου ο αργαλειός μου ... τάκου κι έρχεται ο καλός μου...’’ της τραγουδούσε η γιαγιά της χτυπώντας  το χτένι  ρυθμικά και δυνατά στον αργαλειό για να σφίξει το νήμα ανάμεσα στο στημόνι.

‘’Κι εγώ όταν μεγαλώσω υφάντρα θέλω να γίνω...’’ άκουγε μέσα της την τρυφερή, λεπτή φωνούλα της να λέει στην αγαπημένη της γιαγιά, γυρεύοντας με λαχτάρα να της μάθει την όμορφη τέχνη της.

Σήμερα ετοιμάζει τα προικιά της κόρης της και φορτισμένη απ’ τη συγκίνηση αφήνει ελεύθερο  το νους της να ταξιδέψει προς τα πίσω, σ’ εκείνα τα όμορφα χρόνια που οι γυναίκες τακτοποιούσανε με περίσσια φροντίδα στους γιούκους των φτωχικών  σπιτιών τους τα υφαντά τους.  Η κάθε υφάντρα εφήρμοζε την τέχνη που είχε διδαχθεί από τη γιαγιά ή τη μάνα της, σκυμμένη για μέρες απάνω στον αργαλειό της.

Σήμερα χαϊδεύει στοργικά τις  φλοκάτες, τις  βελέντζες, τα σαγίσματα, και τις κουβέρτες που βγάζει ένα ένα από τον γιούκο της και μοσχοβολάει λεβάντα το σπιτικό της απ’ το άρωμα που αναδύνουν.  Χαϊδεύει  με τρυφεράδα τις κουρελούδες, τα γιουρντιά και τα ταγάρια κι αναθυμάται τον κόπο και τον χρόνο που αφιέρωνε για το καθένα τους,  σιγοψιθυρίζοντας εκείνο το παλιό τραγούδι της γιαγιάς της. ‘’Πέτα σαΐτα μου γοργή με το ψηλό μετάξι...να  ’ρθει ο καλός μου τη Λαμπρή να βρει χρυσά ν’ αλλάξει. Τάκου τάκου ο αργαλειός μου... τάκου κι έρχεται ο καλός μου...’’


  Ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, θυμάται νοσταλγικά  και την παραμικρή λεπτομέρεια. Πώς έπαιρναν το νήμα από το μαλλί  των προβάτων μετά από την κουρά τους και το έβραζαν μέσα σε μεγάλα καζάνια για να καθαρίσει...  Κι ύστερα το έλιαζαν στον ήλιο για να στεγνώσει και το έξαιναν με τα λανάρια  για να το κάνουν τουλούπες. Και μετά είχε σειρά  το γνέσιμο που γινότανε με τη ρόκα. Τυλίγανε το κλωσμένο νήμα απάνω στο αδράχτι κι όταν αυτό γέμιζε, το αδειάζανε τυλίγοντας το νήμα στο τυλιγάδι για να το μεταφέρουνε  πιο εύκολα στην ανέμη. Η νοικοκυροσύνη και η τέχνη της υφάντρας, λέγανε τότε πως, φαινότανε από το πόσο λεπτή έκανε την κλωστή του νήματος. Κι αυτή είχε αποκτήσει  δίκαια τον τίτλο της πιο καλής υφάντρας στην πόλη τους, χάρη στο μεράκι  και στην αγάπη που έτρεφε για την τέχνη της και τον αργαλειό της.

  Τώρα που ετοιμάζει τα προικιά της μοναχοκόρης της, νιώθει  περήφανη που τούτα τα θαύματα των χεριών της θα στολίσουνε το σπιτικό των παιδιών της.  Κι έχει ακόμα σκοπό, να δωρίσει στη θυγατέρα της τον αργαλειό της. Αυτό το αριστούργημα που της χάρισε κι εκείνης η δική της μάνα  και στέκεται ακόμα σε περίοπτη θέση στο φτωχικό της. Κι είναι σίγουρη πως η μονακόρη της θα χαρεί και θα νιώσει το ίδιο περήφανη, που κάποτε η  μάνα της κι η γιαγιά της ήτανε  οι  καλύτερες υφάντρες της Λιβαδειάς’’


 

.............................................

Με το πέρασμα των χρόνων, καθώς ο τρόπος ζωής , οι ανάγκες των ανθρώπων και ο τρόπος παραγωγής πολλών προϊόντων αλλάζουν, πολλά επαγγέλματα εξαφανίζονται ή αντικαθιστούνται από άλλα που έχουν να κάνουν με τον σύγχρονο τρόπο ζωής.

Εκείνες τις εποχές, τα στελέχη εταιρειών ή οι κάτοχοι πανεπιστημιακών τίτλων, ήταν  λιγότεροι από ότι σήμερα και πολλές από τις υπηρεσίες με περίσσια ζήτηση, δεν είχαν στέγη, προσφέρονταν στην ύπαιθρο, στην αυλή ή ακόμα και στις πλατείες των γειτονιών. «Μπακίρια γανώνω! Εφημερίδες! Εδώ το καλό παγωτό...», ήταν μερικές από τις συνήθεις φράσεις που ακούγονταν από τους πλανόδιους, οι οποίοι κατανάλωναν το 8ωρο τους περιφερόμενοι προς αναζήτηση πελατείας.

   Διαβαίνοντας το κατώφλι του εκσυγχρονισμού  η μάχη της αυτάρκειας μετέβαλε και τις καθημερινές  μας ανάγκες, με αποτέλεσμα, να τοποθετηθούν, εκτός των άλλων, και πολλά επαγγέλματα του χθες, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ποιες είναι όμως οι εργασίες εκείνες που ακόμα κι αν κατακλύζουν τις αναμνήσεις των γηραιότερων, σήμερα, απουσιάζουν εντελώς ή έστω διατηρούνται με τον ελάχιστο δυνατό αριθμό των εκπροσώπων τους.

Μερικές  από αυτές είναι: Γανωτής, λούστρος, πλανόδιος μανάβης, νερουλάς, υαλοποιός, τσαγκάρης, παγωτατζής, εφημεριδοπώλης, σαμαράς, πεταλωτής, βαρελάς, αγωγιάτης, ντελάλης, πλανόδιος φωτογράφος, καρβουνιάρης, καροτσέρης, πωλητής πάγου, καρεκλάς, πλύστρα, στρωματάς, λατερνατζής, καλαθάς, ομπρελάς,  σιδεράς, ξυλοκόπος, λατερνατζής.

 

Γανωτής = Γανωτζής


Η λέξη γανωτής προέρχεται από το ρήμα ΓΑΝΩΝΩ και μάλιστα από το αρχαίο ρήμα ΓΑΝΩ = δίνω λάμψη…Γανωτής ή γανωτζής  ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο (καλάι). Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως  τα καζάνια, τα κουτάλια,τα πηρούνια κλπ. Η φωνή του πλανόδιου γανωτή, τραχιά και δυνατή θα αντηχεί ακόμη στα αυτιά όσων τους πρόλαβαν «Γανωωωτής! Μπακίρια γανώνωωωω! Γανωωωτής», μα δεν ακούγεται πια στις γειτονιές της Λιβαδειάς. Ο γανωτζής κουβαλούσε στην πλάτη του τα απαραίτητα εργαλεία και περπατώντας φώναζε και καλούσε τις νοικοκυρές να του φέρουν τα είδη που χρειάζονταν γάνωμα. Έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο κι αφού καθάριζε καλά το σκεύος, περνούσε το εσωτερικό του με σπίρτο και το έτριβε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο καλάι σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα. Ζητούσε και από τη νοικοκυρά του σπιτιού μια λεκάνη με κρύο νερό, στην οποία βουτούσε το σκεύος, που γάνωσε και λαμπύριζε στον ήλιο. Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο. Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα του γανωτή έχει εξαφανιστεί αφού τα μαγειρικά σκεύη είναι πλέον ανοξείδωτα και δεν χρειάζονται επικασσιτέρωση.

Ο λούστρος

 

Ο λούστρος έβαφε τα παπούτσια των περαστικών στον δρόμο και συνήθως τριγύριζε έξω από καφενεία και καταστήματα αλλά και σε διάφορα κεντρικά σημεία των δρόμων για να βρει πελάτες. Ο εξοπλισμός του ήταν ένα ξύλινο κασελάκι με πλαϊνές θήκες που είχε τις μπογιές και τις βούρτσες του και ότι άλλο χρειαζόταν για το γυάλισμα των παπουτσιών.

 

Ο δραγάτης    .....ήταν ένα είδος αγροφύλακα. Ήταν πάντα εποχιακός και σκοπός του ήταν η φύλαξη των αμπελιών την περίοδο της ωρίμανσης των σταφυλιών και μόνο. Η πληρωμή του γινόταν από την κοινότητα ή τους κατοίκους αμπελιών. Σε διάφορα περίοπτα σημεία ο δραγάτης έστηνε τα παρατηρητήρια του, τις «δραγασιές» όπως τις έλεγαν, που  ήταν συνήθως πάνω σε ψηλά δέντρα ή τις έστηνε  ο ίδιος πάνω σε 4 ψηλές κολώνες από ξύλο για να έχει τον απόλυτο έλεγχο της περιοχής. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει το αμπέλι του. «Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου»... Ο δραγάτης οπλοφορούσε πάντα και συνήθως είχε μαζί του και ένα ζαγάρι (σκυλί) να διώχνει τις αλεπούδες, τις νυφίτσες, τις κουρούνες  και άλλα είδη πτηνών και ζώων που έτρωγαν τα σταφύλια όταν άρχιζαν να μαντεύουν (ροδίζουν). Τότε έριχνε και καμία τουφεκιά για το φόβο των κλεφτών και των άγριων πουλιών που κατά κύματα κατέβαιναν για να φάνε τις ώριμες ρώγες.

Ο λατερνατζής

 

Ο λατερναζής ήταν πλανόδιος μουσικάντης. Κρατούσε στο χέρι έναν τρίποδα και στον ώμο τη λατέρνα καταστόλιστη και φορτωμένη με μπιχλιμπίδια, χάντρες, φούντες και φωτογραφίες με όμορφες κοπέλες. Έτσι γύριζε στους δρόμους και καθόταν σε κάποιο κεντρικό σταυροδρόμι, γύριζε τη μανιβέλα και γέμιζαν μελωδίες οι γειτονιές.

 

Ο αγωγιάτης


θα μπορούσε να θεωρηθεί ο ταξιτζής της εποχής του καθώς τα προπολεμικά τα αυτοκίνητα δεν ήταν και ό,τι πιο συνηθισμένο υπήρχε στους δρόμους. Αποστάσεις λοιπόν σήμερα που μας μοιάζουν μικρές, τότε ήταν ένα ταξίδι που ήθελε προγραμματισμό.

 

 

Οι αγωγιάτες χρησιμοποιώντας μουλάρια ή γαϊδούρια έκαναν το σύνηθες καθημερινό δρομολόγιο της εποχής κατά το οποίο μετέφεραν ανθρώπους και φυσικά τα εμπορεύματά τους.

Ο παγοπώλης    

 

Τα παλιότερα χρόνια όπου τα ψυγεία δεν τα έβρισκες στα ελληνικά σπίτια, οι νοικοκυρές έβαζαν τον πάγο στις «παγωνιέρες», που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα ξύλινο ορθογώνιο κατασκεύασμα, επενδυμένο εσωτερικά με αλουμίνιο. Είχε και δύο πόρτες, μια πάνω και μία κάτω.

Στο πάνω μέρος τοποθετούσαν την παγοκολόνα και δίπλα ήταν ένα ντεπόζιτο που κατέληγε εξωτερικά σε μια κάνουλα. Γέμιζαν το ντεπόζιτο με νερό, και έτσι είχαν πάντα κρύο νερό. Στο κάτω μέρος υπήρχαν ράφια όπου τοποθετούσαν τα τρόφιμα και τα ποτά. Κάτω, κάτω υπήρχε ένα συρταράκι όπου έτρεχαν τα νερά από τον πάγο που έλιωνε και οι νοικοκυρές το άδειασαν όταν γέμιζε για να μην πλημμυρίσει. Ο παγοπώλης λοιπόν ήταν ο άνθρωπος που προμήθευε τα σπίτια και τις επιχειρήσεις με τον πάγο τον οποίο και μετέφερε με το κάρο του.

 

Ο βαρελάς

 

Συνεχίζοντας το ταξίδι στο παρελθόν θα δούμε τον βαρελά. Ο βαρελάς ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, σκευών που απαιτούσαν ιδιαίτερη τεχνική και ειδικά εργαλεία για καμπύλες επιφάνειες. Οι βαρελάδες, δούλευαν με παραγγελίες. Εκτός από βαρέλια κατασκεύαζαν και άλλα είδη οικιακής χρήσεως από ξύλο: Ξύλινες κανάτες, τσότρες (ξύλινα δοχεία κρασιού), παγούρια κ.ά.

 

O Tσαγκάρης


Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Πολλοί τσαγκάρηδες γύριζαν τις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για επιδιόρθωση. Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Στον πάγκο βρίσκονταν, βελόνες, σακοράφες, σουβλιά, σφυράκια, λίμες, τανάλιες καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Δεν υπήρχαν τότε κόλες και μηχανές. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του.


Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδεςκαι τσιράκια. Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα. Ένα ζευγάρι παπούτσια, τότε κόστιζαν σχεδόν μια χρυσή λίρα, για να φτιαχτούν χρειάζονταν 2-3 ημέρες δουλειά. Είχαν φυσικά στη διάθεση τους και μερικά μέσα, όπως ποδοκίνητες μηχανές, για να ράβουν γρηγορότερα τα παπούτσια. Η κατασκευή τους ήταν εξ ολοκλήρου χειροποίητη.  Ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να κατασκευάσει ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα. Τα δέρματα ήταν δύο ειδών, τα ψιλά που τα χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, με τα οποία έφτιαχνε το κάτω μέρος, τις σόλες δηλαδή. Όταν ερχόταν ο πελάτης για να παραγγείλει ένα ζευγάρι παπούτσια, τον έβαζε ο τσαγκάρης να πατήσει πάνω σ’ ένα χοντρό πετσί και μ’ ένα μολύβι, που το σάλιωνε προηγουμένως ζωγράφιζε το πέλμα του.

 

Καρεκλάς.

 

Και αυτός όπως και τόσα άλλα επαγγέλματα έτσι και το επάγγελμα του καρεκλά ήταν από τα περιοδεύοντα στα χωριά. Συνήθως αυτοί οι περιοδεύοντες ήταν επισκευαστές, επιδιορθωτές των παλαιών και φθαρμένων καρεκλών. Για καινούριες έδιναν παραγγελίες . Οι καρέκλες τότε ήταν κυρίως ψάθινες. Οι ψάθινες καρέκλες αντικατέστησαν ξύλινα σκαμνιά και ξύλινα παγκάκια. Σήμερα οι ψάθινες καρέκλες είναι ασύμφορες γιατί από την μια μεριά δεν υπάρχει το ψαθί και το καλάμι, από την άλλη δεν υπάρχουν τεχνίτες.

 

Σαμαράς ή Σαγματοποιός

   Ένα ακόμη παλιό επάγγελμα υπό εξαφάνιση Το εξαφάνισε κι αυτό η πρόοδος και  το αυτοκίνητο... παρά ταύτα στα χωριά υπάρχουν ακόμη αυτά τα τετράποδα που εξυπηρετούν ανάγκες στην ύπαιθρο. Δεν υπήρχε σπίτι κόπου να μην είχε ένα ή δυο ζωντανά για τις ανάγκες του. Τα ζώα,όπως, το άλογο, το μουλάρι, το γαϊδούρι, εάν δεν είχαν το σαμάρι τους δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με αυτά οι διάφορες μεταφορές αγαθών και ανθρώπων.  Το επάγγελμα του σαγματοποιού μεταβιβαζόταν από το παππού στον γιο και από εκεί στον εγγονό  Για να γίνει ένα σαμάρι έπρεπε να υπάρχει σχετική εξειδίκευση. Τα υλικά που έπρεπε να υπάρχουν δεν ήταν πολλά. Τα πιο κατάλληλα ξύλα για τον  σκελετό του σαμαριού ήταν από πλάτανο, όπως το μπροστάρι, το πιστάρι, (δυο ξύλα που διασταυρώνονταν χιαστί) οι σαμαροπαγίδες, και τα κολιτσάκια.  Με αυτά τα ξύλα γινόταν ο σκελετός του σαμαριού, οι σαμαροπαγίδες  έμπαιναν από δύο στα πλαϊνά και δύο πάνω στη ράχη, όπου καθόταν ο αναβάτης. Το μπροστάρι και το πιστάρι είχαν ανάλογες φωλιές που οι σαμαροπαγίδες περνούσαν μέσα, έμπαιναν και τα κολιτσάκια και έτσι ολοκληρώνονταν ο σκελετός. Για να τελειοποιηθεί το σαμάρι έπρεπε να γίνει και το εσωτερικό που έπρεπε είναι μαλακό για να μην πληγιάζει το σώμα του ζώου από τα ξύλα και από την πίεση του βάρος:  Γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν ψάθα χοντρή, για γέμισμα δέρμα που θα κάλυπτε το επάνω μέρος, το Σαχτιάνι, όπως το έλεγαν, τέλος το σαμαροσκούτι, ύφασμα γερό που έμπαινε στο εσωτερικό του σαμαριού, που θα έρχονταν σε επαφή με τη ράχη και τα πλευρά του ζώου. Το ολοκληρωτικό τελείωμα γινόταν  με την προσθήκη στο σαμάρι τις ίγκλες,(ζώνη του σαμαριού) τα μπαλτίμια (τα πισωκάπουλα ζωνάρια) και η λαιμαριά, άντε και το καπίστρι και το μεταφορικό μέσο ήταν έτοιμο.

Σιδηρουργός ή Σιδεράς

 

Είναι ο τεχνίτης που κατεργάζεται το σίδερο. Ένα επάγγελμα πανάρχαιο από την ανακάλυψη του σιδήρου και της φωτιάς. Δεν είναι από τα φθίνοντα επαγγέλματα, αντίθετα οι σιδηροκατασκευές μαζί με τις αλουμινοκατασκευές εξακολουθούν να είναι σε ανάπτυξη, μόνο που ο τρόπος άλλαξε και τα εργαλεία που υπάρχουν χρησιμοποιούν σήμερα για την επεξεργασία του σιδήρου και του αλουμινίου διευκολύνουν.

Τα εργαλεία που έφτιαχναν οι σιδηρουργοί ήταν πάρα πολλά: Κάγκελα, καγκελόπορτες, υνιά, σκεπαρνιές κοσιές, κλαδευτήρες, τσεκούρια, τσάπες, χερούλια για τις πόρτες, τσιμπίδες, σιδεροστιές. πέταλα. Τα σιδηρουργεία τότε  ήταν και τα κατ’ εξοχήν πεταλωτήρια, αφού έφτιαχναν οι ίδιοι τα πέταλα. Όλοι ξέρουμε τη σημασία του σιδήρου σήμερα και τη χρησιμότητά του. Το παλαιό σιδηρουργείο δεν είχε καμία σχέση με τα σημερινά σιδηρουργεία. Έλλειπαν μια πλειάδα από  εργαλεία που έχουν τα σημερινά καθώς και τεχνικές.Οι κατασκευές τους όμως τότε ήταν καλλιτεχνήματα και έχουν μεγάλη συλλεκτική αξία.

Το παλιό σιδηρουργείο είχε την εστία. όπου έμπαινε στη φωτιά ο λιθάνθρακας και τούτο γιατί το είδος αυτό του καυσίμου δίδει πολλές θερμίδες .Πίσω ακριβώς από την εστία υπήρχε μια χωνοειδής  φυσούνα που συνδεόταν  με έναν ιμάντα που κρεμόταν μπροστά  από την εστία. Ο ιμάντας αυτός ή τριχιά, τραβώντας τον προς τα κάτω, έστελνε αέρα στην εστία και δημιουργούσε φλόγα ανεβάζοντας έτσι τις  θερμίδες της φωτιάς, που απαιτείτο για την τήξη των μετάλλων και στη συνέχεια τη συγκόλλησή τους. Συνήθως στο σιδηρουργείο ήταν δύο ο τεχνίτης- σιδηρουργός και ο κάλφας ή βοηθός. Ο βοηθός χειριζόταν τη φυσούνα  και ο τεχνίτης με μια μεγάλη τσιμπίδα με ξύλινη λαβή έβαζε τα σίδερα ή το σίδηρο στη φωτιά και όταν αυτό ήταν έτοιμο το έβγαζε από τη φωτιά και το έβαζε πάνω στο Αμόνι για να το μορφοποιήσει στο σχήμα που ήθελε ή να το συγκολλήσει. Τότε ο βοηθός άφηνε τη φυσούνα και έπαιρνε την βοριά. Ο τεχνίτης, ενώ συνέχιζε να κρατά το σίδηρο με την τσιμπίδα στο αμόνι, με ένα σφυρί στο δεξί του χτυπούσε το πυρακτωμένο σίδηρο, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο  στον βοηθό του το σημείο που έπρεπε να χτυπήσει δυνατά με τη βαριά, για  να πετύχει τη συγκόλληση. Μετά από αυτήν την κοπιώδη εργασία και όταν το σίδηρο έφτανε στη μορφή και στο σχήμα που ήθελε να πετύχει, το βούταγε μέσα σε ένα δοχείο με νερό για να γίνει η βαφή του. Εάν παρ’ ελπίδα δεν πετύχαινε το  σχήμα που ήθελε τότε έμπαινε ξανά στη  φωτιά και πάλι από την αρχή. Τα εργαλεία του τότε σιδηρουργού εκτός από το αμόνι το σφυρί, τη βαριά που αναφέραμε πιο πάνω ήταν: το σιδηροπρίονο και το φτυάρι ή φαράσι για το κώκ.

Ο φωτογράφος

 

Ο υπαίθριος φωτογράφος χρησιμοποιούσε ένα ξύλινο ορθογώνιο πλαίσιο που στηριζόταν σε ένα τρίποδα, τη φωτογραφική μηχανή. Ο φακός βρισκόταν στο κέντρο του ορθογωνίου και από κάτω υπήρχε ένα κασελάκι με συρταράκια που περιείχαν όλα τα απαραίτητα υλικά εκτύπωσης μέσα σε μπουκαλάκια. Πολλοί φωτογράφοι στόλιζαν γύρω γύρω το πλαίσιο με παλιές φωτογραφίες.

Από την άλλη μεριά του πλαισίου, υπήρχε ένα μαύρο ύφασμα όπου ο φωτογράφος έμπαινε από κάτω, τον σκέπαζε δηλαδή, για να μπορέσει να τραβήξει τη φωτογραφία. Ρύθμιζε τον φακό και.. τσαφ, έτοιμη η φωτογραφία!

Η εμφάνιση των φωτογραφιών γινόταν με τη χρησιμοποίηση του αρνητικού υγρού που υπήρχε στον κουβά όπου κρεμιόταν κάτω στον τρίποδα. Κουνούσαν το χαρτί στο υγρό και σιγά σιγά άρχιζαν να εμφανίζονται πρώτα τα πιο σκούρα σημεία της φωτογραφίας και στο τέλος όλη η φωτογραφία. Μετά σκούπιζαν τη φωτογραφία με ένα πανί για να φύγουν τα υγρά. Η δουλειά του φωτογράφου συνεχιζόταν καθώς έπαιρνε το ψαλίδι με τα δοντάκια και την έκανε σαν κέντημα.

Όταν επιθυμούσαν να βγάλουν ένα αντίγραφο της φωτογραφίας, τέντωνε το βραχίονα που κρεμιόταν κάτω από το πλαίσιο και έβαζε πάνω σε αυτό τη φωτογραφία. Αν παρουσίαζε κάποιο ελάττωμα η πρώτη φωτογραφία, τη διόρθωνε ο φωτογράφος με τη χρήση κάποιας μπογιάς με μελάνι, και μετά τη φωτογράφιζε.

Θα κλείσω την εισήγησή μου μ’ ένα ακόμα διήγημά  μου ....

Ο πεταλωτής

 

‘’Ο Δημητρός’’   (Διήγημα της  Νίκης Μπλούτη)

   Ο Δημητρός έμαθε την τέχνη απ’ τον πατέρα του που ήτανε κτηνοτρόφος και πόναγε και φρόντιζε με περίσσια αγάπη  όλα τα ζωντανά του.  Σαν  μεγάλωσε κι αυτός και πήγε στο Στρατό, πήρε από κει το δίπλωμα του πεταλωτή.  Όταν γύρισε ξανά στον τόπο του, την όμορφη Ρούμελη, ασχολήθηκε μ’ αυτό που αγαπούσε πιότερο στη ζωή του, τα ζωντανά. Πετάλωνε βόδια, γαϊδούρια  κι άλογα...  Έβαζε στα ζώα, σα να  λέμε, τα παπούτσια τους.  Τα εργαλεία του, το σφυρί, την τανάλια, το σατράτσι, τα καρφιά και τα πέταλα, τα πρόσεχε σαν τα μάτια του.  Στην αρχή ακινητοποιούσε το πόδι του ζώου κι έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο. Μετά με το σατράτσι, ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού, έκοβε προσεκτικά την οπλή του ζώου από κάτω, για να μπορέσει να την ισιώσει.  Κι ύστερα τους έπαιρνε τα μέτρα, επειδή υπήρχανε διάφορα μεγέθη.  Τα πέταλα τα έκοβε μονάχος του, όπως του είχε δείξει ο κύρης του, χρησιμοποιούσε τη  λαμαρίνα τα πρώτα χρόνια κι ύστερα το σίδερο.  Έκοβε μικρά, μεγάλα, μέτρια και τα ταίριαζε  απάνω στα ζώα. Δεν έπρεπε να είναι χοντρά αλλά δυο-τρία χιλιοστά λαμαρίνα το καθένα για να κάνει το πέταλο. Μετά το έσιαζε και το τρυπούσε. Τα καρφιά αυτά είχανε μεγάλο κεφάλι για να εξέχουνε απ’ την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει.  Σαν ετοίμαζε  τις τρύπες ήτανε κι έτοιμα για το πετάλωμα.  Τα βόδια επειδή ήτανε δίχαλα, μπορούσε  να τα καλουπώσει κιόλας. Τα βόδια οργώνανε τότε, γι' αυτό το λόγο τα πεταλώνανε.   Στα άλογα κάρφωνε το πέταλο στο περιόπλιο, στην οπλή από κάτω. Σαν έκοβε  και καθάριζε σχολαστικά εκείνο το σημείο, φαινότανε ένα γαϊτανάκι γύρω κι εγνώριζε καλά πως μέχρι εκεί επιτρεπότανε να βάλει καρφί.  Στα μεγάλα  ζώα έβαζε τέσσερα από τη μια μεριά και τέσσερα απ’ την άλλη, οχτώ στο σύνολο,  ενώ στα πιο μικρά άλογα έβαζε από τρία, δηλαδή έξι στο κάθε πέταλο. Από δυο χρονών και πάνω τα πεταλώνανε τα άλογα, γιατί πιο μικρά δεν είχανε ανάγκη, επειδή δεν δουλεύανε. Από τότε που τους  βάζανε σαμάρι, αρχίζανε και τα πεταλώνανε. Το πετάλωμα βοηθούσε τα ζωντανά να μην πληγώνονται τα πόδια τους στους κακοτράχαλους δρόμους και να ισσοροπούνε.   Έτσι μπορούσανε  να σηκώνουνε βάρος και να ανεβαίνουνε στα βουνά εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Δουλεύανε όλα τα ζώα τότε, μοχθούσανε κοντά στους αφέντες τους, κι  έπρεπε απάνω στο μήνα να τα φροντίζουνε και να τα πεταλανώνουνε κανονικά, επειδή τα πέταλά τους φθείρονταν συχνά.

 Αυτά ιστορούσε εψές ο Δημητρός στον εικοσάχρονο εγγονό του, που λάτρευε τη φοράδα του παππού του και τη περιποιότανε και τη χάιδευε και της μιλούσε τρυφερά, σαν να ήτανε η φιλενάδα του.  Λίγο πριν έρθει ο παπα-Φώτης, που φώναξε η κυρά του για να τον κοινωνήσει, εζήτησε απ’ το εγγόνι του να του φέρει σιμά του όλα  τα αγαπημένα του εργαλεία. ‘’Ετούτα είναι ο θησαυρός μου, δεν έχω άλλα να σου δώσω.  Τ’ αφήνω στα χέρια σου να τα προσέχεις...’’ του ψιθύρισε με κόπο κι ύστερα έκλεισε ήσυχα τα μάτια του φχαριστημένος που τ’ άφησε κληρονομιά  σε άξια χέρια. 

Σας ευχαριστώ!

Πηγές  

https://eleftherostypos.gr/istories/76766-epaggelmata-apo-to-elliniko-parelthon-pou-den-yparxoyn-pia

https://www.newsbeast.gr/weekend/arthro/784155/epaggelmata-pou-hathikan-sto-hrono

https://xanthinet.gr/index.php/lifestyle/istoria/item/2932-palia-paradosiaka-epaggelmata-pou-xathikan          

 https://www.lavanitsa.gr/koinonia/koininia-xexasmena-epaggelmata/