Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

Ήθη και έθιμα της Λιβαδειάς μέσα από τη λογοτεχνία.

Το Σάββατο 10  Ιουνίου 2023 στην Αίθουσα Τέχνης και Πολιτισμού του Δήμου Λεβαδέων το μέλος του Λαϊκού Πανεπιστημίου, με την επωνυμία τροφώνια ακαδημία,  κ. Νίκη Μπλούτη Καράντζαλη παρουσίασε την εισήγηση "Ήθη και έθιμα της Λιβαδειάς μέσα από τη λογοτεχνία", στα πλαίσια της 2ης θεματικής ενότητας "Λιβαδειά: η πόλη, οι πολίτες, ο πολιτισμός. Από το παρελθόν στο παρόν. Από το παρόν στο μέλλον". 

"Η λέξη παράδοση είναι παράγωγο ουσιαστικό του ρήματος «παραδίδωμι» που σημαίνει δίνω στα χέρια κάποιου, εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον. Είναι  μια διαδικασία, μια μεταβίβαση – συνήθως προφορική – με την οποία μεταφέρονται από τη μια γενιά στην άλλη ήθη, έθιμα, γνώσεις ή δοξασίες και έτσι διαιωνίζονται. Οι πολιτιστικές αξίες του παρελθόντος, που έδωσαν το ιδιαίτερο χρώμα και διαμόρφωσαν τα διακριτικά στοιχεία του ελληνικού λαού αποτελούν την ελληνική παράδοση. Οι αξίες αυτές εξακολουθούν και σήμερα να αρδεύουν τον πολιτιστικό μας χώρο και να προσθέτουν στο παρόν στοιχεία από τις εθνικές μας ρίζες. Παράδοση δε σημαίνει οπισθοδρόμηση, αλλά πηγή γνώσεων, αρχών και αξιών από το παρελθόν για μια σωστή πορεία στο μέλλον.

Η ελληνική παράδοση είναι τα λαϊκά δημιουργήματα που τα ονομάζουμε λαϊκό πολιτισμό, όπως τα ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια, παραμύθια, παραδόσεις, διάφορα κτίσματα, η γλώσσα, το ντύσιμο, οι θρησκευτικές παραδόσεις, αλλά κι ό,τι επιβίωσε από παλιότερες εποχές και συνθέτει το νεοελληνικό ήθος και ύφος ζωής, τον τρόπο που αντιμετωπίζει τη ζωή και τον κόσμο ο νεοέλληνας, όπως η περηφάνια, η αγωνιστικότητα, η αγάπη για την ελευθερία .

 H παράδοση είναι η αλυσίδα που συνδέει τις γενιές μεταξύ τους. Η γενιά μας συνδέεται με τις προηγούμενες αλλά και με εκείνες που θα έρθουν. Συνάμα αποτελεί και προϋπόθεση για την ύπαρξη του πολιτισμού. Γιατί ποτέ ο πολιτισμός μιας γενιάς δε δημιουργείται από το μηδέν. Ριζώνεται στον πολιτισμό των γενιών που πέρασαν. Ένας λαός που έχει ξεχάσει την παράδοση είναι σαν τον άνθρωπο που έχει χάσει το μνημονικό του κι έχει πάθει αμνησία.

  • Μνημόσυνα

Η λέξη μνημόσυνο πρέρχεται από τη Μνημοσύνη που ήταν η προσωποποίηση της μνήμης στη μυθολογία. Ανήκε στις Τιτανίδες και ήταν κόρη της Γαίας και του Ουρανού και μητέρα των Μουσών από τον Δία. Το μνημόσυνο είναι μια τελετή που πραγματοποιείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία για την ανάπαυση της ψυχής των κεκοιμημένων μας.

Τι συμβολίζουν τα συστατικά στα παραδοσιακά κόλλυβα...

Το σιτάρι: Συμβολίζει τις ψυχές των πεθαμένων. Η ζάχαρη: Συμβολίζει τη γλυκύτητα του Παραδείσου. Ο μαϊντανός: Τη χλωρότητα του παραδείσου (Εν τόπω χλοερό, εν τόπω αναψύξεως). Το ρόδι: Συμβολίζει τη λαμπρότητα του παραδείσου. Από εκεί και ύστερα προσθέτουμε διάφορα άλλα υλικά για γεύση και άρωμα. Δικής μας αρεσκείας.

 Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’Κάποτε... στον Παράδεισο’’

  • Ο δίσκος και οι μακαρίτες

  Όλο το χωριό  προτιμάει τη δουλειά της γιαγιάς μου στα μνημόσυνα,  γιατί φτιάχνει τους καλύτερους δίσκους στους μακαρίτες. Εμάς μας έπαιρνε πάντα κοντά όταν πήγαινε να τους στολίσει. Κάθεται ως τα μεσάνυχτα και βάλε. Τότε που μας έπαιρνε μαζί της εγώ με την αδερφή μου αποκοιμιόμασταν στα ξένα ντιβάνια σαν πέρναγε η ώρα και νυστάζαμε. Κι ύστερα μας κουβάλαγαν στο γυρισμό στα χέρια οι νοικοκυραίοι του σπιτιού, που ‘χαν το μακαρίτη. 


   Εμένα μ’ αρέσει πολύ να χαζεύω τη γιαγιά όταν στολίζει το δίσκο. Κάθομαι πλάι της σε μια καρέκλα και την κοιτάω με τις ώρες, δίχως να βαριέμαι.  Πρώτα-πρώτα, της φέρνουν οι γυναίκες το βρασμένο στάρι, το σουσάμι που το ‘χουν αλέσει και καψαλίσει στο φούρνο, τ’ αμύγδαλα που τα ‘χουν ξεφλουδίσει και μου βάζει η γιαγιά στο στόμα μερικά επειδή ξέρει πόσο μ’ αρέσουν. Ύστερα φέρνουν και το γαρίφαλο με την κανέλα και το ρόδι, που ‘ναι καθαρισμένο.

   Η γιαγιά παίρνει το σοβαρό της ύφος, σαν να ‘ναι καμιά γιατρός κι ετοιμάζεται να χειρουργήσει. Σηκώνει τα μανίκια της ψηλά, βάζει την άσπρη ποδιά της που την έχει μονάχα γι’ αυτή τη δουλειά και για το ζύμωμα και στο τέλος δένει ένα μαντίλι στο κεφάλι της γύρω-γύρω, για να μην πέσει καμιά τρίχα στο στάρι λέει και μας μολογάνε όλοι μετά. Όλες οι γυναίκες μαζεύονται γύρω της και την παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή, δίχως να μιλάνε για να μην την ενοχλήσουν.Η γιαγιά αρχίζει ν’ ανακατεύει καλά με τις χούφτες της όλα τα υλικά μαζί για πολλή ώρα. Μόλις τελειώσει το ανακάτεμα, ζητάει τη λαδόκολα  και σκεπάζει το στάρι που ‘ναι μες στο δίσκο  με προσοχή. Το στρώνει καλά και το πατάει με τις παλάμες της. Ύστερα ζητάει απ’ τις γυναίκες να της φέρουν τα υπόλοιπα υλικά. 

  Οι γυναίκες τα ‘χουν ξεχωρίσει όλα σε μικρά πιατάκια και τα φέρνουν μπροστά της, μαζί με τη ζάχαρη άχνη. Τότε η γιαγιά, αρχίζει μ’ ένα μικρό σουρωτήρι, να χιονίζει το δίσκο και να κάνει όλο το υλικό με το στάρι χιονισμένο. Μόλις δει ότι έριξε όσο πρέπει, σταματάει και ξαναπιάνει τη λαδόκολλα για να τη στρώσει όμορφα. Μετά διατάζει τις γυναίκες του σπιτιού, που πότε είναι γριές και πότε πιο νέες και τους λέει να χτυπήσουν τη μαρέγκα, για ν’ αρχίσει την κανονική δουλειά. Αυτές τρέχουν στην κουζίνα να κάνουν όπως τους είπε.


   Αν αυτός που ‘χει πεθάνει είναι νέος, κάθονται όλες οι γυναίκες τσιμουδιά και δε μιλάνε. Είναι λυπημένες και κλαμμένες. Οι άντρες κάθονται χώρια, σ’ άλλο δωμάτιο και συζητάνε σιγανά και μερικές γυναίκες πάνε πέρα δώθε σ’ αυτούς για να τους πάνε κονιάκ, καφέδες, βουτήματα και στάρι. Όταν όμως ο μακαρίτης είναι κάνας γέρος ή καμιά γριά, τότε η γιαγιά αρχίζει τα καλαμπούρια της για να περάσει η ώρα. Άμα είναι και καμιά φιλενάδα της μαζί, σιγοντάρει η μια την άλλη και πετάνε μέσα-μέσα και τα πονηρά τους. Τότε όλες οι γυναίκες χαχανίζουν σιγανά κι άλλες πιο σεμνές κοκκινίζουν κιόλας, που ‘μαστε κι εμείς μπροστά τα παιδιά.


Όταν τον τελειώνει, κάνει δυο βήματα πίσω και τον εξετάζει προσεχτικά μην τυχόν και ξέχασε τίποτα. Μετά λέει με καμάρι, ‘’έτοιμος’’ κι αυτό είναι το σύνθημα για όλες τις γυναίκες που κάθονται να σηκωθούν να τον δουν κι αυτές. Αυτές κάνουν αμέσως ‘’Αααα, γειά στα χέρια σου Αγγελική μου… Τέλειος είναι…’’ κι η γιαγιά κοκκινίζει ελαφρά όμως, γιατί αυτή ποτέ δεν ντρέπεται, ούτε όταν τη παινεύουν ούτε όταν ακούει πονηρές κουβέντες. Η γιαγιά φτιάχνει αλλιώτικο το δίσκο κάθε φορά, για να μην της λένε πως κάνει σ’ όλους τα ίδια σχέδια. Όταν πεθαίνει κάποιος καψερός, αυτή ξενυχτάει τα βράδια και σπάει το κεφάλι της να  ζωγραφίσει πάνω σε κάτι χαρτιά σχέδια καινούργια.

   Πολλές φορές περνάει κι ο παπάς απ’ το σπίτι του μακαρίτη για ν’ ανάψει ένα κεράκι και δεν ξεχνάει ποτέ να ρίξει μια ματιά στον δίσκο και να παινέψει τη γιαγιά, γιατί την άλλη μέρα αυτή θα του το πει, όχι σαν παράπονο αλλά σαν μάλωμα. Ο παπάς βέβαια κάθεται στο άλλο δωμάτιο με τους άντρες και με φωνάζει και μένα να πάω από κει.   Οι άντρες μιλάνε για τα χωράφια και τα σπαρτά τους, επειδή στο χωριό οι πιο πολλοί είναι γεωργοί. Οι άλλοι που δεν είναι, βαριούνται και ζητάνε ν’ αλλάξουν κουβέντα. Αν ο μακαρίτης ήταν γέρος, αρχίζουν να θυμούνται ιστορίες απ’ τα παλιά κι αναστενάζουν. Αν ήταν και καλαμπουρτζής, τότε προσπαθούν να θυμηθούν αστείες ιστορίες για να γελάσει λιγάκι το χείλι τους, επειδή οι άντρες δεν κλαίνε να ξεσπάσουν και πλαντάζουν απ’ τη στενοχώρια όταν συζητάνε όλο για πεθαμένους....’’

  • Αρραβώνας και γάμος

Παλαιότερα, αλλά και σήμερα ακόμα, ήταν και είναι γενική πεποίθηση πως προορισμός του κάθε ανθρώπου  είναι ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας. Σε κάθε ελληνικό τόπο, ο γάμος κατέχει εξέχουσα θέση και τα έθιμα που σχετίζονται με το γεγονός αυτό είναι ποικίλα. Λέξεις όπως προξενιό, προικοσύμφωνο, αρραβώνας, νυφοστόλι, γλέντι, παρθενιά, είναι γνωστές σε όλους. Όλα αυτά έχουν πολλές ομοιότητες, αλλά κρύβουν και διαφορές οι οποίες συνθέτουν την ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου.

Γλυκά της γνωριμίας

  Όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, τα παλιά χρόνια,  έτσι και στη Λιβαδειά, το προξενιό αποτελούσε τον κύριο τρόπο γνωριμίας και συνένωσης δύο ανθρώπων που ήταν σε ηλικία γάμου. Επαγγελματίες προξενήτρες δεν υπήρχαν. Αν κάποιος νέος ήθελε μια κοπέλα, έστελνε κάποιον, συγγενή ή γνωστό, στον πατέρα της  να τη ζητήσει. Πολλές φορές οι συμφωνίες κλείνονταν  ανάμεσα στους πατεράδες στα καφενεία και ανακοινώνονταν το βράδυ στη μητέρα, η οποία με τη σειρά της το έκανε  γνωστό στην κόρη. Ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που θα ρωτούσαν τη γνώμη της κόρης ή που η γνώμη της θα μετρούσε. Στα παλιά τα χρόνια γάμος χωρίς προίκα δε γινόταν. Η προίκα πολλές φορές ήταν η αιτία να γίνει ένας γάμος, αλλά και να χαλάσει.

Αφού γινόταν η γνωριμία, βασικό μέλημα, κυρίως των πατεράδων των μελλoνύμφων, ήταν η συζήτηση της προίκας, η οποία μπορούσε να γίνει και στο  καφενείο. Η επίσημη συμφωνία, όμως, γινόταν στο σπίτι της νύφης παρουσία των γονέων των δύο υποψήφιων,  μαρτύρων και ενός που ήξερε γράμματα. Η συμφωνία, το λεγόμενο προικοσύμφωνο, ήταν γραπτή και περιελάμβανε αναλυτικά όλα τα περιουσιακά στοιχεία που έδινε ο πατέρας στην κόρη του, αλλά και αυτά που έδινε η μητέρα, τα οποία ήταν πράγματα που αφορούσαν κυρίως τη λειτουργία του σπιτιού. Στο προικοσύμφωνο αναγράφονταν και τα περιουσιακά στοιχεία που έταζε ο πατέρας του γαμπρού να δώσει στο γιο του. Το προικοσύμφωνο υπογραφόταν και από τους δύο πατεράδες παρουσία των μαρτύρων.

Το νυφικό κρεβάτι

 Απόσπασμα από το διήγημα ‘’Ένας αετός παντρεύεται...’’

 ‘’...Τότι είχαμ’ σειρά σε όλα. Κάναμ’ κι έκθεσ’ στα προικιά, να τα δούν’ ου κόσμους κι να τα ράνι με του ρύζ’ για να στεριώσ’νι τα στέφανα. Βράζαμ’ νερό σε καζάνια απ’ τα χαράματα κι τα πλέναν τα κουρίτσα έξου στου δρόμου σε κουρίτις. Μιτά μαζευόμαστ’ όλις οι γ’ναίκις κι κατιβαίναμ’ στη βρύσ’ τ’ χουριού για να τα ξιβγάνουμ’ καλά απ’ τη σαπ’νάδα. Μουσχουβουλάγαν λουλάκ’! Ύστιρα τ’ απλώναμ’ σ’ όλ’ τη γειτουνιά κι κάναμ’ τραπέζ’ στην αυλή στα σ’μπεθέρια, στα κουρίτσα που πλέναν κι στη γειτουνιά που ερχόταν για του καλό. Μιτά τα μαζεύαμ’ κι τα ομορφουσιδερώναμ’ ένα ένα κι τα κρεμάγαμ’ γύρου στα τοίχια να φαίνουντ’ όμουρφα. Τι κεντητά, τι δαντέλις, τι σεμέν, τι τραπεζουμάντ’λα όλου δαντέλα, τι σιντόνια κουφτά! 

Σε μια άκρη φτιάχναμ’ κι του γιούκο με χοντρά σκεπάσματα του ένα απάν’ στου άλλου να φαίνουντ’ όλα. Βελέτζις, μαντανίες καραμιλουτές, κουβέρτις βιλουτέ σ’ όλα τα χρώματα! Κι τι δε σας είχα η καψερή. Όχι μουνάχα εγώ, όλις οι μανάδις φτιάχναν τότις για τα κουρίτσα τς προικιά. Όλις κάναν του κουμάντου τς. Τα αφήναμ’ καμιά βδουμάδα τα προικιά κρεμασμένα για να περάσ’νε όλ’ να τα δούνε κι ύστιρα τα μαζεύαμ’ όλις μαζί οι γ’ναίκις πάλι κι ερχόταν φουρτηγό μεγάλου με καρότσα από πίσου κι τα απλώναμ’ πάλι ένα ένα να φαίνουντ’ όμουρφα για να τα πάμι στου σπίτ’ τ’ γαμπρού.

Τα προικιά πάνε με το φορτηγό στο σπίτι του γαμπρού 

 Άλλου γλέντ’ εκεί μιτά. Όμουρφα χρόνια! Τα θ’μάσι αυτά ε; Έχ’ς φουτουγραφίες απ’ τα προικιά σ’, να τς βγάλ’ς να τς δούμι καμιά μέρα, να τς δείξουμ’ κι στα παιδιά. Να δουν τι όμουρφα περνάγαν ου κόσμους τότι κι ας ήταν φτουχοί. 

   Την Κυριακή πάλι προτού του γάμου στρώναμ’ κι του νυφικό κριβάτ’. Βάζαμ’ τα καλύτιρα σιντόνια με τς δαντέλις κι απού πάν’ του καλό του κουβερλί. Εσένα θ’μάμι σου ‘χα πλέξ’ ένα κουβερλί όλου δαντέλα κι κουφτό! Οι γ’ναίκις είχαν να του λεν’ για την ουμουρφιά τ’! Αυτό να στρώσ’ς  ανήμιρα στου γάμου, κι μιτά να του δώσ’ς τ’ παιδιού προίκα να θ’μάτι τη γιαγιά τ’. Τα άλλα όλα που σου ‘χα, μοίραστα στα κουρίτσα. Πώς θα τα ξικινήσ’ς μιθαύριου κι αυτά; Δε θα τς έχ’ς τίπουτα σα μάνα; Ευτυχώς που φτάν’νε τα θ’κά μ’ κι για τα δυο, αλλιώς εσείς οι μανάδις σήμιρα ούτι ένα κουμπί δε νουγάτι να ράψιτ’, όχ’ κέντημα. Μάθατ’ όλις κι τρέχετ’ στς μουδίστρις για να σας γυρίσ’νι ένα παντιλόν’. Εμείς τότι, είχαμ’ όλις οι νοικουκυρές κι απού μια μηχανή στα σπίτια μας κι όλα απ’ τα χιράκια μας περνάγαν. Τη θ’μάσι τη σίνκερ που μου ‘χε πάρ’ ου πατέρας σ’, ε; Εμ τι λέου... Αφού εσύ την έχ’ς πάρ’ κι την έχ’ς για ουμουρφιά στη κριβατουκάμαρα σ’. Τι δ’λειά είχα πατήσ’ τότι μ’ αυτή τη μηχανή! Ένα καιρό κένταγα μέρα νύχτα μέχρι να σας τελειώσου την προίκα σας.


  Που ‘χαμ’ μείν’ τώρα; Α, για του νυφικό κριβάτ’ σου ‘λεγα. Ερχόταν π’ λες, όλου του χουριό να ράν’νε κι του κρεβάτ’. Ρίχναν λιφτά κι ρύζ’ με ρουδουπέταλα. Κοίτα μη ξεχάσουμ’ μιθαύριου να κόψουμ’ ρουδουπέταλα απ’ τη τρανταφ’λιά που θα βγαίν’ ου γαμπρός απ’ του σπίτ’. Θα τ’ ανακατέψουμ’ με ρύζ’ κι θα ράνουμ’ του παιδί. Θα πούμ’ κι του τραγούδ’, ‘’Σήμερα γάμος γίνεται σ’ ωραίο περιβόλι, σήμερα αποχωρίζεται η μάνα από την κόρη...’’ για του καλό. Έτσ’ κάναμ’ τότι. Ύστιρα ρίχναμ’ στου κρεβάτ’ κι του πιο μ’κρό παιδί απάν’, πάλι για του καλό. Αρσενικό ρίχναμ’ για να κάν’ κι του ζευγάρ’ του πρώτου αρσενικό. Σε σένα πέτ’χι, το ’κανες του πρώτου αγόρ’. Λέγαμ’ κι για του κριβάτ’ τραγούδια... ‘’Ελάτε όλες οι λεύτερες που δε σας πιάνει μάτι, όμορφα να στολίσετε της νύφης το κρεβάτι. Στρώσετε τα μεταξωτά στρώσετε τα βελούδα να πέσει ο νιος ο δροσερός κι η κόρη η πεταλούδα.’’ Είδες, του θ’μήθηκα κι αυτό! Δε ξεχνιώντι αυτές οι χαρές ρε μανάρι μ’, όσα χρόνια κι να περάσ’νι. Τώρα όμους τα κόψατ’ όλα. Ούτι προικιά ούτι κριβάτια ούτι γλυκά για του καλό. Τίπουτα. Εμ αυτά αξίζ’νι. Τα έθιμα πρέπ’ να τα κρατάει ου κόσμους. Τώρα βγήκαν τα βάτσιλουρ στη μόδα... Καλά του ’πα; Αυτό που λέν πως θα πάνι τα παιδιά τη παραμουνή; Άλλα έξουδα απού κει. Κι δε πάν’ κι μαζί, χώρια λέει  ου καθένας με τς φίλους τς. Παναϊτσα μ’! Τι άλλου θ’ ακούσουμ’; Παραμουνή του γάμου κι να γλεντάνι χώρια!

 

  • Γιορτές και πανηγύρια


 Τα πανηγύρια  επίσης, έχουν καθιερωθεί στα χωριά της πατρίδας μας από τα πολύ παλιά χρόνια σαν γεγονότα θρησκευτικοκοινωνικών εκδηλώσεων, εθίμων και διασκέδασης. Είναι εκείνες οι μοναδικές στιγμές του χρόνου όπου τα μέλη κάθε κοινότητας θα βρεθούν μαζί για να γιορτάσουν τον Άγιό τους στην εκκλησία, το ξωκλήσι ή το μοναστήρι που φέρει το όνομά του, θα διασκεδάσουν και θα βιώσουν τελετουργικά την ενότητά τους.

Το θρησκευτικό μέρος, το φαγοπότι, διάφορα έθιμα που συνδέονται με φάσεις της αγροτικής και κτηνοτροφικής ζωής, ο χορός, το τραγούδι και το γλέντι είναι συστατικά των πανηγυριών και έχουν μεγάλο ενδιαφέρον σαν ολότητα, αλλά και το καθένα απ’ αυτά μεμονωμένα.

 

  • Αη-Δημήτρης ο Μυροβλύτης    

  [Απόσπασμα από το μυθιστόρημα " Κάποτε... στον Παράδεισο"]

 

"...Ο παπα-Λουκάς με το επιτελείο του τους ψαλτάδες, συνεχίζει να ψέλνει μπροστά στην εκκλησιά της Αγίας Τριάδας που έχει σταματήσει η πομπή με την εικόνα του αγίου μας, τ’ Αη-Δημήτρη! Αυτός ο άγιος φυλάει και προσέχει όλο το χωριό μας, μαζί κι εμάς. Εμένα πάντως μ’ αρέσει πολύ έτσι που γυρνάμε την εικόνα ένα γύρω στο χωριό. Μ’ αρέσει που μαζεύονται όλοι οι χωριανοί κι ακολουθούμε τον παπα-Λουκά και τη στολισμένη με λουλούδια εικόνα. Η γιαγιά μου πάει απ’ τις πρώτες κάθε χρόνο την παραμονή και βοηθάει στο στόλισμα. Φέτος, πήρε και την αδερφή μου κοντά της, να βάλει κι αυτή ένα λουλουδάκι είπε, να μας έχει γερούς ο άγιος όλο τον χρόνο. Όλα τα σπίτια έχουνε αναμμένα τα φώτα τους κι ας είναι ακόμα νωρίς. Οι αυλές μοσχομυρίζουνε ασβέστη κι οι γλάστρες φουντώνουνε απ’ τα χρυσάνθεμα, τα λουλούδια του αγίου! Eμένα μου μοιάζουνε μ’ ανεμώνες ή μαργαρίτες, αλλά η γιαγιά τα λέει Αη-Δημητρολέλουδα. Οι νοικοκυρές βάζουνε έξω απ’ την πόρτα τους λιβανάκι κι ανάβουνε κεράκια. Η καμπάνα χτυπάει συνέχεια κι εγώ ανατριχιάζω απ’ τη συγκίνηση. Μοιάζει με κηδεία, αλλά χαρούμενη. Χωρίς στενοχώριες και κλάματα.

Περνάμε απ’ τα καφενεία αργά-αργά κι οι παππούδες σηκώνονται όλοι όρθιοι και κάνουνε τον σταυρό τους. Τώρα είμαστε μπροστά στο μπακάλικο του κυρ Θεμιστοκλή του μάγκα, που λένε πως χαζοκοιτάει όλες τις γυναίκες. Έχει ανάψει κι αυτός λιβάνι και κεριά στο κατώφλι του.  Τους πιο πολλούς στο χωριό μας Δημητράδες τους λένε, λόγω του αγίου μας. Τους λίγο μεγαλύτερους τους φωνάζουνε Μήτσους και τους ακόμα πιο γέρους τους λένε Μήτρους… Θα μ’ άρεσε και μένα να γιόρταζα αύριο που γιορτάζει και το χωριό. Έχουμε και πανηγύρι και γλέντια στην πλατεία και Λούνα Παρκ και παιχνίδια.

Το Λούνα Παρκ που στήσανε το μεσημέρι έχει ανάψει όλα τα φώτα γύρω-γύρω που στολίζουνε τις κούνιες. Πράσινα, κόκκινα, μπλε, πορτοκαλιά… Τη μουσική τη σβήσανε τώρα που περνάμε από δω. Μου ’χει τάξει και μένα η γιαγιά χαρτζιλίκι για τις κούνιες, που ’ναι κάτι βαρκούλες σιδερένιες μικρές, ζωγραφισμένες με φεγγάρια και ήλιους. Τραβάς ένα σκοινί που κρέμεται από πάνω σου κι αρχίζει η βάρκα το πέρα-δώθε. Κανονικά χωράει δυο άτομα, έναν στην πρύμνη κι έναν στην πλώρη, αλλά εμένα μ’ αρέσει πολύ να κουνιέμαι μόνος μου. Τους σκίζω όλους! Τους περνάω σε δευτερόλεπτα σαν παραβγαίνουμε στο ύψος.

Ο παπα-Λουκάς στέκεται μπροστά στο ιερό και διαβάζει το ευχολόγιο για την αυριανή γιορτή. Μας περιμένει όλους λέει αύριο στην εκκλησιά για να τιμήσουμε τον Αη-Δημήτρη τον Μυροβλύτη. Πρέπει να κοιμηθώ νωρίς το βράδυ, αλλά δεν το βλέπω να γίνεται. Της γιαγιάς τής αρέσει να ξημεροβραδιάζεται στο πανηγύρι. Περνάει καλά κι αυτή κι εμείς, αν δε μας κρατάει μέχρι το ξημέρωμα και γινόμαστε και τα δυο τάραμα απ’ το ξενύχτι. 


Τα ελεύθερα κορίτσια, λέει ο Γιώργης δε τ’ αφήνουνε να σύρουν πρώτα τον χορό στο πανηγύρι, για να μη γίνει καμιά φασαρία. Άμα τις κεράσει κάνας μεθυσμένος, μετά ο γονιός της πρέπει να του ζητήσει τον λόγο κι αν ο άλλος έχει πιει πολύ και δεν καταλαβαίνει τίποτα, μπορεί να πλακωθούνε στο ξύλο. Ούτε όμως τις παντρεμένες γυναίκες κάνει να τις κεράσει κανένας λέει, γιατί αυτό είναι ακόμα χειρότερο. Προσβάλλει τον άντρα της και πρέπει κι αυτός να του ζητήσει τον λόγο μετά. Γι’ αυτό ο πατέρας του θέλει να ’χει το κεφάλι του ήσυχο και να πίνει μονάχος του να ξεδίνει και να μην έχει τη μάνα του κοντά που μπορεί στα καλά καθούμενα να του φέρει φασαρίες. Έτσι κάθεται και χαζεύει και κοροϊδεύει τους άλλους, που ’χουνε στον νου τους τα κορίτσια τους και τις γυναίκες τους. Ευτυχώς που δεν υπάρχει τίποτα για τις χήρες που τις κερνάνε, γιατί τότε η γιαγιά θα ξεσήκωνε πολλές φασαρίες. Όσο όμως είν’ ο παπάς κοντά της, κανένας δεν κοτάει να κάνει τίποτα παραπάνω κι έτσι είμαι κι εγώ ήσυχος σαν το πατέρα του Γιώργη, που τρώει και πίνει δίχως έννοιες".

  • Πάσχα στη Λιβαδειά

To Πάσχα της Λιβαδειάς φημίζεται για τη γιορταστική λαμπρότητά του. Συνεχίζει και διατηρεί την παράδοση του Ρουμελιώτικου Πάσχα, ενώ χρόνο με το χρόνο ζωντανεύει ακόμα περισσότερο μιας και οι νεώτεροι συμμετέχουν με ιδιαίτερο μεράκι και κέφι στο έθιμο του "λάκκου".Από τη Μεγάλη Πέμπτη όλοι οι κάτοικοι προμηθεύονται το αρνί, και οι παρέες κάνουν τον προγραμματισμό τους για το στήσιμο του "λάκκου". Το Μεγάλο Σάββατο διαλέγουν το μέρος (κήπο, αλάνα, δρόμο κλπ.) όπου θα συγκεντρωθούν κατά, συνήθως, γειτονικές παρέες να γλεντήσουν και να ψήσουν τα αρνιά. Σφάζουν, σουβλίζουν και αλατίζουν το αρνί. Τα εντόσθιά του τα καθαροπλένουν και τα προετοιμάζουν για το κοκορέτσι. Μέρος αυτών τα χρησιμοποιούν για την παρασκευή της μαγειρίτσας ή της γαρδούμπας, που θα φαγωθούν στο βραδινό τραπέζι μετά το "Χριστός Ανέστη".


Μετά την Ανάσταση και πριν καλά ξημερώσει, όλη η πόλη μετατρέπεται σε μια μεγάλη ψησταριά: οι Λιβαδείτες ετοιμάζουν τη φωτιά με τέχνη και μαεστρία με τις συμβουλές και την επιμέλεια των έμπειρων και ειδικών. Ο γεροντότερος, κάνοντας τον σταυρό του, βάζει φωτιά με τη λαμπάδα της Ανάστασης στο σωρό με τα κλήμματα ή τα κάρβουνα. Με ραντίσματα νερού και συχνό χτύπημα με ένα μακρύ ξύλο, η θράκα ετοιμάζεται για να ψηθούν τα αρνιά. Το ίδιο γίνεται σε κάθε "λάκκο". Η πόλη τυλίγεται σε μυρωδιές και σύννεφα καπνού. Οι φωτιές είναι έτοιμες και τα αρνιά τοποθετούνται στους "λάκκους". Το γύρισμα των αρνιών και το πασχαλινό γλέντι με χορούς και συνοδεία παραδοσιακής μουσικής διαρκεί μέχρι το απόγευμα.

Τη μέρα αυτή αναδεικνύεται η πατροπαράδοτη λιβαδείτικη φιλοξενία. Οι ξένοι που θα περάσουν από τη Λιβαδειά αυτή την ημέρα της Λαμπρής, θα γιορτάσουν μαζί με τους κατοίκους και θα γευθούν τη φιλοξενία τους.

Ο Δήμος της πόλης προσφέρει δωρεάν άφθονο κρασί και φαγητό στο δημοτικό "λάκκο" (αρχικά στην Κεντρική Πλατεία ή την Πλατεία Λάμπρου Κατσώνη, αλλά τελευταία στην περιοχή της Κρύας), ενώ κλείνει τη μέρα με διοργάνωση εκδηλώσεων με τη συμμετοχή παραδοσιακών χορευτικών συγκροτημάτων και τραγουδιστών, ενώ η πατροπαράδοτη πλέον καύση των πυροτεχνημάτων ολοκληρώνει την εορταστική ατμόσφαιρα και φωτίζει τον νυκτερινό ουρανό της Λιβαδειάς.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Θύμιου Δάλκα: "ΛΕΙΒΑΔΙΑ Ιστορικοί περίπατοι Α Στα Νοτιανατολικά της", 2η έκδ. 1991.

«Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί…»

Η λαμπρότερη απ' όλες τις θρησκευτικές μας γιορτές, για μας τους Έλληνες, είναι το Πάσχα. Λαμπρή ονόμασε την Πασχαλιά ο λαός μας. Οι Δυτικοί έχουν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά για τις μεγαλύτερες τους γιορτές, αλλά για μας η Ανάσταση του Σωτήρος, καθώς συμπίπτει με την άνοιξη, πού αστράφτει, ευωδιάζει και ευφραίνεται όλη η πλάση, αποτελεί «εορτήν εορτών και πανήγυριν πανηγύρεων».

Η ανάσταση του Χρστού για τους Έλληνες γενικά σημαίνει ακόμα και ανάσταση του Έθνους μας, για τούτο και σ' όλη την Ελλάδα γιορτάζεται με μεγάλη επισημότητα. Στη Λειβαδιά ο εορτασμός του Πάσχα έχει μια ξεχωριστή ιδιομορφία και γίνεται με τέτοια μεγαλοπρέπεια, πού δεν τη συναντά κανείς σε άλλη πόλη της πατρίδας μας. «Αγάλλεται και χαίρει πάσα κτίσις» αληθινά εδώ, πως ψάλλει ο εκκλησιαστικός υμνωδός. Για τούτο, το Πάσχα στη Λειβαδιά συγκεντρώνει όχι μόνο τα σκορπισμένα από τις ανάγκες της ζωής και τις ιδιοτροπίες της ανθρώπινης μοίρας, παιδιά της, αλλά και χιλιάδες επισκέπτες απ' όλη την Ελλάδα.


Στα παλιότερα χρόνια έλεγαν: «Απόκριες στην Αθήνα και Πάσχα στη Λειβαδιά». Και πραγματικά, όπως στην αρχαιότητα τα Τροφώνια, τα Ερκύνια και τα Βασίλεια συνάθροιζαν στη Λειβαδιά τους Βοιωτούς και τους Πανέλληνες και παρακολουθούσαν, εχθροί και φίλοι μονιασμένοι, τους γυμνικούς, τους ιππικούς και τους μουσικούς της αγώνες, έτσι και τώρα μαζεύονται όλοι, για να συνεορτάσουν και να χαρούν κοντά της την Ανάσταση του Χριστού μ' ένα τρόπο μάλιστα όχι μόνο ευχάριστο, αλλά και σύμφωνο με τα διδάγματα του Χριστού κι εναρμονισμένο ακόμη με το πνεύμα και τα ιδανικά του Έθνους μας.


Δεν είναι υπερβολή, αν πούμε, ότι ο επισκέπτης, (πλημμυρισμένος από θαλπωρή, οικειότητα, εγκαρδιότητα και φιλοξενία, κατά την απομάκρυνση του επαναλαμβάνει τους στίχους του ποιητή Άννινου.

Όμορφη πούσαι Λειβαδιά!. ..

Με τα πλατάνια τα ψηλά δροσιά κι ανάσα δίνεις

και με τις δυο σου τις πηγές Λήθης και Μνημοσύνης

ξεχνάει καθείς από τη μια, όσα έχει άλλου περάσει,

και με την άλλη δένεται ποτές μη σε ξεχάσει.

http://viotikoskosmos.wikidot.com/pascha-livadia

Σας ευχαριστώ θερμά!"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου