Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Η γειτονιά μου, ο Ζαγαράς, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού

Στο Θολωτό της Κρύας το Σάββατο 27 Μαΐου 2023 ο κ. Χρήστος Παπαθανασίου παρουσίασε την εισήγησή του "Η  γειτονιά μου, ο Ζαγαράς, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού" στα πλαίσια του 2ου κύκλου του Λαϊκού Πανεπιστημίου με την επωνυμία τροφώνια ακαδημία με θέμα: «Λιβαδειά: Η πόλη, οι πολίτες, ο πολιτισμός. Από το παρελθόν στο παρόν.  Από το παρόν στο μέλλον».

       Ποιος είμαι και που μεγάλωσα

Λέγομαι Χρήστος Παπαθανασίου ή Κουκ όπως με φωνάζουν από τα παιδικά μου χρόνια ακόμη. Βλέπετε στην γειτονιά που μεγάλωσα, όλοι μας είχαμε και δεύτερο όνομα το «παρατσούκλι» που μας ξεχώριζε. Γεννήθηκα λίγο πιο πάνω από τον Αι Νικόλα, στην σημερινή πλατεία «Παναγιώτη Στάμου», δίπλα από το ρέμα και πολύ κοντά στα αλώνια και τον Άγιο Λουκά, από γονείς Ελικώνιους «Ζερικιώτες» που ήρθαν στην Λιβαδειά διωγμένοι από τον Ελληνικό Στρατό και την Κυβέρνηση την εποχή του εμφυλίου πολέμου, παρά την θέλησή τους.

Πλατεία ΠαναγιώτηΣτάμου
 

 Ο πατέρας μου μάλιστα βασανίστηκε άγρια γιατί τόλμησε με το άλογο να μεταφέρει τρόφιμα στους γονείς του και τις αδελφές του που είχαν μείνει στο χωριό, γιατί θεώρησαν  ότι θα τα παρέδιδε στους αντάρτες που ήταν ακόμη στον Ελικώνα. Για την ιστορία, οι περισσότεροι από τους κατοίκους του Ελικώνα οδηγήθηκαν πρώτα στο χωριό του Αγίου Γεωργίου και από εκεί, αφού τους έδιωξαν ήρθαν στην Λιβαδειά, όπου ο στρατός επίταξε σπίτια Λιβαδειτών και εγκατέστησε τους ανέστιους Ζερικιώτες μέσα σε δωμάτια, όπου συμβίωναν δύο οικογένειες σε ένα σπίτι. Η οικογένεια της μάνας μου (Κοτσικόρου) φιλοξενήθηκε από την οικογένεια Φούφουλα-οκτώ άτομα σε ένα δωμάτιο- και τους χρωστούσαν ευγνωμοσύνη γιατί τους συμπεριφέρθηκαν με τον καλύτερο τρόπο σαν να ήταν παιδιά τους.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες του εμφυλίου λοιπόν, εγκαταστάθηκαν σιγά σιγά στην συνοικία του Ζαγαρά πάνω από τον Αι Νικόλα, γύρω από το Κάστρο, πάνω στα βράχια που ήταν σαν αητοφωλιές και έφτασαν μέχρι το πρόκημα τα αλώνια και το Νεκροταφείο του Αι Λουκά που το τελευταίο του σπίτι βρίσκεται τόσο κοντά- δυο μέτρα μόνο από την μάντρα του.

 Πως ήταν εκείνη την εποχή ο Ζαγαράς

 Το κέντρο του Ζαγαρά ήταν ο Άι Νικόλας που γέμιζε από τις χαρούμενες φωνές των παιδιών κάθε απόγευμα και τις μυρωδιές από το κοκορέτσι, το σπληνάντερο, τα ψητά και την ρετσίνα. Εκεί οι γάμοι, εκεί οι αρραβώνες και τα γλέντια. Ακόμη θυμάμαι τον Αριστείδη Μόσχο με το σαντούρι του που τόσο αγαπούσα και ήταν όνειρό μου να παίξω κάποτε.

 

Η εκκλησία Άγιος Νικόλαος  

 

 

Οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ, οι ντόπιοι Λιβαδείτες, ήταν αγρότες κατά κύριο λόγο και εργάτες στα λίγα εργοστάσια και στα σωματεία των φορτοεκφορτωτών στα βαμβάκια. Υπήρχαν επίσης μοδίστρες, ράφτες και ελάχιστοι υπάλληλοι. Υπήρχαν όμως και σχεδόν 15 μπακαλοταβέρνες, αριθμός τεράστιος, γιατί όλη η πόλη δεν είχε άλλες τόσες.

Δρόμοι χωμάτινοι και καλντερίμια, αλλά η καθαριότητα δεν τους έλειπε, όπως και στα σπίτια. Οι Λιβαδείτισες ήταν πολύ καθαρές (οι περισσότερες ήταν νοικοκυρές βλέπεις και μόνο όταν ήταν η εποχή του σκάλου ή της συγκομιδής του βαμβακιού, έπαιρναν τα φαγητά τους και δούλευαν και αυτές λίγο στα χωράφια τους).

Οι Ζαγαρείτες ήταν εργατικοί, δουλευταράδες και προκομμένοι άνθρωποι αλλά και άνθρωποι του κεφιού, γλεντζέδες με το τραγούδι στα χείλη να πλημμυρίζει την γειτονιά από τις ταβέρνες κάθε απόγευμα και τα βράδια όπου ξεχνούσαν την κούραση και τα βάσανά τους με το κρασί και το τραγούδι.

«Απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα…..Και εγώ ποτέ χατίρι δεν του χάλασα….» τραγουδούσαν τα θρυλικά «Ρηγάκια» μέχρι το πρωί, πηγαίνοντας ο ένας τον άλλο στο σπίτι του, ώσπου ξημέρωνε. Ιστορική έχει μείνει η αποκομιδή νεκρού με την συνοδεία μεθυσμένων φίλων του που έψελναν και τραγουδούσαν εν πομπή.

Δίπλα σε αυτούς τους ωραίους ανθρώπους- που αν και ήταν χαροκαμένοι και κυνηγημένοι από την εποχή του εμφυλίου πολέμου- έχτισαν τα σπίτια τους οι Ζερικαίοι. Σαν το μελίσσι, σαν τα μυρμήγκια, χέρι - χέρι να δίνουν και να παίρνουν οι κουβάδες και οι τενεκέδες με το νερό και το τσιμέντο, μέσα σε μια βραδιά να πέσει η πλάκα, να τελειώσει το λαθραίο σπιτάκι, να μην προλάβει η αστυνομία να τους σταματήσει και να το κατεδαφίσει. Υπήρχαν άνθρωποι μαλωμένοι μεταξύ τους που δεν αντάλλασσαν μιλιά αλλά βοηθούσαν παρόλα αυτά στο «ρίξιμο  «της πλάκας του γείτονά τους. Ήμουν δεν ήμουν επτά χρονών, ρίχναμε την πλάκα του θείου μου, όταν σκέφτηκα ότι μπορεί να ανέβει το ‘εκατό’ όταν πήρα μερικές πρόκες και κατέβηκα στην Ταμπάχνα, και τις έριξα στο δρόμο… για να τους καθυστερήσω!!!

 Αυτή η Κοινωνία της Αλληλεγγύης και της προσφοράς υπήρχε και διατηρήθηκε για πάρα πολλά χρόνια στους πατριώτες μας.

Σε ένα τέτοιο σπίτι με δυο κάμαρες (καμαρούλες) μια σταλιά γεννήθηκαν τα αδέλφια μου και ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια. 

Με τον μικρότερο αδελφό μου

Από τα δυο δωμάτια, το καλό, το είχαμε νοικιάσει για λίγα χρόνια. Αργότερα στο ίδιο, φέρναμε το βαμβάκι από την Κωπαΐδα και το κάναμε «γκουμούλες» μέχρι να ανέβει η τιμή του λίγες δεκάρες. Ώσπου κάποιο χειμώνα του 71 πήρε φωτιά και παραλίγο να καεί όλο το σπίτι. Τότε είδα για πρώτη φορά πως καίγεται το βαμβάκι σαν φυτίλι.

Βρύση στο σπίτι δεν υπήρχε, ούτε και τουαλέτα, παρά μόνο νιπτήρας τσίγκινος και φανάρι για το φαγητό. Και ευτυχώς πάνω από το σπίτι υπήρχε δημόσια βρύση όπου παίρναμε νερό περιμένοντας στην σειρά. Αργότερα ήρθαν τα ξύλινα ψυγεία και παίρναμε τον πάγο σε κολώνες από το τρίκυκλο του «Κολιβέτα». Σύντομα ήρθε το δίκτυο μαζί με την αποχέτευση στο Ρέμα. Σωλήνες τσιμεντένιοι από τα τελευταία σπίτια στα Αλώνια μέχρι το ρέμα της Καλαμκανούς και την Μητρόπολη. Εκεί συνάντησε τον τούρκικο θολωτό αγωγό που έβγαζε στο ποτάμι και ήταν τεράστιος. Με αξίνες μακάπια και κασμάδες έσκαβαν και τρυπούσαν τα βράχια οι πατριώτες μας για να γίνει το έργο που για την εποχή του ήταν τεράστιο και σημαντικό, γιατί γλύτωσε τον κόσμο από τις ασθένειες και την βρώμα των λυμάτων.

Τα λιγοστά πράγματα που περίσσευαν ως σκουπίδια, μαζεύονταν σε κασόνια ανοιχτά από πάνω με πάτο που μπορούσες να τον τραβήξεις και να πέσουν. Με φόρτωνε ο «Κατριμπάνος» μαζί με τα κασόνια στα καπούλια και φτάναμε στη ρεματιά του Αι Λια, τραβούσα τον πάτο και τα «λιγοστά» σκουπίδια έπεφταν στο ρέμα.

Τα «Αλώνια» ήταν η ζωή παιδιών και μεγάλων. Μπάλα μέχρι την δύση του ήλιου μέσα στο κρύο και την βροχή. Στην θέση τους έγινε το νέο κτίριο του 3ο Δημοτικού Σχολείου Ζαγαρά. Στα πάνω Αλώνια γινότανε το αλώνι και εκεί ερχόταν η «πατόζα» και ο κόσμος πήγαινε τις θημωνιές και έβγαζε το σιτάρι επί μέρες.

Το Κάστρο ήταν σημείο αναφοράς και οι Πύργοι του ήταν  για εμάς ό,τι είναι σήμερα οι κορυφές για τους ορειβάτες. Τέτοια εποχή στο φαράγγι του Ξηριά, στο «Καζάνι» και το «Καζανάκι» όπως τα λέγαμε κάτω από το τρίχινο γεφύρι κάναμε τις βουτιές μας και την ηλιοθεραπεία με το μαύρο σώβρακο με λάστιχο.

 Ο Ελικώνας

 Ο Ελικώνας υπήρξε επί χιλιάδες χρόνια ο ζωοδότης της πόλης αφού μετέφερε μέσω της Έρκυνας, όπως ο Νείλος στην Αίγυπτο, την τροφή για τα χωράφια, λίπαινε και εμπλούτιζε τη γη με οικολογικά χώματα και παράλληλα σκέπασε ένα κομμάτι της αρχαίας πόλης «προστατεύοντάς» το από την κάθε είδους λεηλασία

 Η πόλη

Η πόλη για εμάς ήταν η Ταμπάχνα που έσφυζε από ζωή τότε καθώς και η Μητρόπολη. Κάποιοι έφταναν μέχρι το Ζάππειο για βόλτα και χωνάκι παγωτό. Κυριακή πρωί Σινεάκ με 2 δραχμές και το απόγευμα στο γήπεδο με τον Λεβαδειακό ήταν η χαρά των παιδιών και των μεγάλων το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι του 1971 είδα να γκρεμίζονται κτίρια της πλατείας της Λιβαδειάς και κάτι γκρέμισε  για πάντα μέσα μου…

Οι Ελικώνιοι καταπιάστηκαν με την οικοδομή και οι γυναίκες έγιναν εργάτριες στα χωράφια αλλά και στις βιομηχανίες της Λιβαδειάς (Προσόψια, Μουρίκη, Γιουνικοτ) αλλά κυρίως στης Θήβας (Μιχαηλίδης, Αμπαζόγλου, Δουρίδας κλπ). Με χιόνι και βροχή από τις 4.30 το πρωί κατέβαινα μελίσσι οι γυναίκες και τα κορίτσια που δούλευαν στα εργοστάσια (ακόμη και από τα 13 τους χρόνια με πλαστά χαρτιά)

Αυτή η αλλαγή έφερε τις γυναίκες στο προσκήνιο όχι χωρίς συγκρούσεις με τους άντρες και μία τεράστια οικονομική πρόοδο στην πόλη και τα χωριά. Γιατί έγιναν νέες οικοδομές. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά το σεισμό του 1981 ο Ζαγαράς χτίστηκε από την αρχή και έτσι χάθηκε η ομορφιά του παραδοσιακού οικισμού που υπήρχε, φέρνοντας στην ζωή των κατοίκων μερικές ανέσεις αλλά δημιουργώντας και οικιστικά προβλήματα, διαλύοντας τις μέχρι τότε καλές σχέσεις γειτονίας και φιλίας μεταξύ των ανθρώπων. Κάτι που δυστυχώς συνεχίζεται μέχρι και σήμερα…..

Φούρνος με ξύλα

 


Το 3ο Δημοτικό Σχολείο του Ζαγαρά

 

Το 3ο Παλιό Δημ. Σχολείο του Ζαγαρά 

Το σχολείο ήταν για μένα μεγάλη αγάπη και χαρά. Κάθε καλοκαίρι περίμενα πως και πώς να ξεκινήσουμε. Για πολλά παιδιά όμως ήταν βάσανο μεγάλο γιατί αβοήθητα δεν τα κατάφερναν μιας και οι γονείς δούλευαν στην Κωπαΐδα ή έλειπαν στην Γερμανία αλλά και γιατί το ξύλο ήταν στην ημερησία διάταξη από την μεριά των δασκάλων. Χρόνια μετά μου ζήτησε συγνώμη ο δάσκαλος για αυτή του την συμπεριφορά.

Μετά το σχολείο τρέχοντας πηγαίναμε στην Μητρόπολη, εκεί που τώρα βρίσκεται  το Καφωδείο και τρώγαμε συσσίτιο με μία δραχμή. Αλλά μέχρι να γυρίσουμε πίσω στον ανήφορο πεινούσαμε πάλι και οι γονείς μας οργίζονταν!

Το καλοκαίρι δεν είχε διακοπές, αλλά δουλειά. Πρώτα στην Κωπαϊδα, στα χωράφια, μέχρι τις αρχές του Οκτωβρίου. ‘Άλλες φορές «μπακαλόγατοι» στις λεμονάδες του Βλάχου, στις οικοδομές, μηχανικοί στο θερινό της Έρκυνας! Υπήρχε η αντίληψη της σκληραγώγησης των παιδιών μέσα από την εργασία και της ένταξης στην κοινωνία που το ελάχιστο μεροκάματο μας καθιστούσε μέλη της. Υπήρχε τεράστια παραβατική συμπεριφορά πράγμα που οδήγησε πολλά παιδιά στις φυλακές ανηλίκων και τα αναμορφωτήρια σε ηλικίες 13-14 ετών. Βλέπεις ήταν δικτατορία και η κλοπή μιας σοκολάτας μπορούσε να σε οδηγήσει στο αναμορφωτήριο.

 Γιορτές

 Το Πάσχα και οι Απόκριες ήταν ονομαστές στο Ζαγαρά και κράτησαν μέχρι τις μέρες μας. Λάκκοι με 10-20 αρνιά, δεκάδες άνθρωποι που έστηναν τον λάκκο από κλήματα και σκέπαζαν την πόλη οι καπνοί και οι φωνές των παιδιών και των μεγάλων. Οι Ζαγαρείτες δεν κατέβαινα την μέρα αυτή στο Κέντρο. Έπρεπε να πιουν, να μεθύσουν και να χορεύουν μέχρι αργά το βράδυ.

Τις Απόκριες άναβαν μεγάλες φωτιές από φρύγανα και φάνες. Καίγανε ακόμη και τα παλούκια από τις περιφράξεις των σπιτιών και το πρωί έβρισκαν το σπίτι «ξέφραγο» αμπέλι οι γείτονες. «Ντύνονταν» άντρες και γυναίκες και έλεγαν άσεμνα τραγούδια ονομαστά, πράγμα που παρέπεμπε στην λατρεία του Διόνυσου.

 Οι γάμοι στον Αι Νικόλα άφηναν εποχή αφού μετέφεραν την νύφη εν χορδαίς και οργάνοις από το σπίτι στην εκκλησία και ήταν καλεσμένοι όλοι οι συντοπίτες. Τα προικιά πλένονταν σε μεγάλα καζάνια με αλισίβα και αφού τα στέγνωναν και τα σιδέρωναν, τα περιέφεραν σε όλη την πόλη με φορτηγά όπου πάνω ήταν όλοι οι συγγενείς και φίλοι με τα όργανα. Τέτοιες σκηνές σήμερα συναντάς στην Ινδία και στο Πακιστάν!

Τα βαφτίσια

Στα βαφτίσια πετούσε ο νονός τα κέρματα στον αέρα «λιμούρα» και γινότανε μάχη «πατείς με πατώ σε» ποιος να τα μαζέψει.

 Ο θάνατος

Και ο θάνατος ήταν πάνδημος. Ο νεκρός έμενε στο σπίτι όλο το βράδυ και τον μοιρολογούσαν οι συγγενείς και οι γείτονες αναφέροντας τα χαρίσματά του, τα πάθη, τα όνειρά του και οι χαροκαμένοι έστελναν μαζί του δώρα για να τα πάει στους δικούς τους νεκρούς – όπως στην αρχαιότητα.

 Εικόνες του Ζαγαρά σήμερα…..

Με θέα το Κάστρο

 

 







 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου