Το Λαϊκό Πανεπιστήμιο "τροφώνια ακαδημία" είναι μια ανοιχτή δομή όπου μπορεί κάποιος να προσέλθει, χωρίς περιορισμούς γνώσεων, ηλικίας, και με τη διαδικασία της αυτενέργειας να αποκτήσει το αγαθό της γνώσης.
Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024
Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024
Τα «Βασίλεια των Βοιωτών», γιορτές προς τιμήν του Δία
Η εισήγηση "Τα Βασίλεια των Βοιωτών, γιορτές προς τιμήν του Δία" παρουσιάστηκε από την κ. Μαρία Δημητρίου το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024 στην Αίθουσα Τέχνης και Πολιτισμού του Δήμου Λεβαδέων, Δωδεκανήσου 5, στα πλαίσια του 3ου κύκλου του Λαϊκού Πανεπιστημίου "Τροφώνια Ακαδημία".
Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η επιγραφή του 1ου π. Χ. αιώνα που βρέθηκε στη Λιβαδειά και η οποία αφορά στην απολογία του αγωνοθέτου των Βασιλείων Σώστρατου, ενός απολογισμού, δηλαδή, των εορταστικών εκδηλώσεων προς τιμήν του Διός Βασιλέα. Επιπλέον, με τη βοήθεια της επιγραφικής επιστήμης και των μεθοδολογικών εργαλείων της θα σκιαγραφηθεί το πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό πλαίσιο που υφίστατο κατά τη σύνταξή της, ενώ επίσης θα προβληθούν και νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις σχετικά με τη χρονολόγησή της.
Επιγραφική: μια σύντομη αναδρομή
Η επιγραφική, η οποία θέτει στο μικροσκόπιό της τις αρχαίες επιγραφές τις οποίες και μελετά, συνιστά μια σύγχρονη επιστήμη, καθώς άρχισε να αποκτά συγκεκριμένη μεθοδολογία τον 19ο αιώνα[1]. Λόγω του γεγονότος ότι το αντικείμενό της ανανεώνεται διαρκώς από νέα ευρήματα που φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, την καθιστούν μια επιστήμη διαρκώς εξελισσόμενη. Αυτό γίνεται κατανοητό από τον τρόπο αντιμετώπισης των επιγραφικών κειμένων, της μεθοδολογίας που ακολουθείται[2], της διαμόρφωσης κοινού κώδικα για τις εκδόσεις του εκάστοτε αρχαίου κειμένου και της σύνταξης επικαιροποιημένων συλλογών επιγραφών με γεωγραφική ή θεματική κατηγοριοποίηση[3]. Παρά την αυτονόμηση της ως επιστημονικού κλάδου (τέλη του 19ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα), παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με τις υπόλοιπες αρχαιογνωστικές επιστήμες, όπως την αρχαιολογία, την ιστορία και τη φιλολογία, καθώς οι επιγραφές οι οποίες αποτελούν αρχαιολογικά ευρήματα χρησιμοποιούνται ως ιστορικές πηγές και τα κείμενα που εμπεριέχουν μεταφράζονται, ερμηνεύονται και εκδίδονται.
Augustus Boeckh |
Την πρώτη οργανωμένη προσπάθεια συλλογής και έκδοσης των ελληνικών επιγραφών με γεωγραφικό κριτήριο ανέλαβε η Ακαδημία του Βερολίνου στα μέσα του 19ου αιώνα[4]. Υπεύθυνος ορίσθηκε ο Augustus Boeckh, θεμελιωτής της σύγχρονης ελληνικής Επιγραφικής, ο οποίος και εξέδωσε το τετράτομο Corpus Inscriptionum Graecarum (CIG, Σύνταγμα ελληνικών επιγραφών). Στην πορεία η Ακαδημία του Βερολίνου με εκδότη τον Kirchhoff προχώρησε στην έκδοση του Corpus Inscriptionum Atticarum (Σύνταγμα αττικών επιγραφών) και του Corpus Inscriptionum Graecarum (Σύνταγμα ελληνικών επιγραφών) για τις ελληνικές επιγραφές της Δύσης[5].
Ωστόσο, η συστηματοποίηση των ανασκαφικών εργασιών από τα τέλη του 19ου έως και τα μέσα του 20ου αιώνα οδήγησε σε νέες επιγραφικές εκδόσεις, όπως η συλλογή των επιγραφών του Βρετανικού Μουσείου από τον Charles Thomas Newton, η έκδοση των ελληνικών και λατινικών επιγραφών του Εύξεινου Πόντου από τον Vasilii Latyshev κ. ά. Την ίδια περίοδο δημιουργούνται δυο βιβλιογραφικά εργαλεία το Revuedes Études Grecques (REG, 1888) και το Supplementun Epigraphicum Graecum (SEG, 1923) μέσω των οποίων παρουσιάζονται, αφ’ ενός οι δημοσιεύσεις νέων επιγραφών με το κείμενό τους ανά γεωγραφική περιοχή και αφ’ ετέρου η διόρθωση και συμπλήρωση παλαιότερων εκδόσεων επιγραφών με βελτιώσεις και βιβλιογραφική ενημέρωση[6].
Στην Ελλάδα παρά τις μεμονωμένες καταγραφές επιγραφών που παρατηρήθηκαν από τον 15ο ως τον 18ο αιώνα, η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια συγκέντρωσης και καταγραφής τους έγινε επί διακυβέρνησης Ιωάννη Καποδίστρια[7]. Προσωπικότητες που ξεχώρισαν έκτοτε ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Ιωάννης Οικονομίδης, ο Κυριακός Πιττάκης και ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής. Εξέχουσα φυσιογνωμία αναδείχθηκε ο μαθητής του Boeckh Στέφανος Κουμανούδης, λόγω της επιστημονικής μεθόδου που εφάρμοσε και της ακρίβειας των δημοσιεύσεών του, παρ’ όλο που δεν υπήρξαν αμιγώς επιγραφικά περιοδικά[8]. Μεταγενέστερα πολλές επιγραφές ανακαλύφθηκαν και καταγράφηκαν από τον αρχαιολόγο και επιγραφικό Μ. Παπαδάκι[9].Oι επιγραφές δημοσιεύονταν σε έντυπα που αφορούσαν κυρίως συλλογές και εκδόσεις αρχαιολογικών μνημείων, όπως στο Αρχαιολογικό Δελτίο και στην Αρχαιολογική Εφημερίδα. Στη συνέχεια εξεδόθη το περιοδικό Αθήναιον (1872-1881) στο οποίο δημοσιεύτηκαν και επιγραφές, αργότερα το περιοδικό Πολέμων (1929-1966), καθώς επίσης και το περιοδικό Νέον Αθήναιον (1955-1966). Σημαντική υπήρξε, αφ’ ενός η συμβολή του Επιγραφικού Μουσείου στο οποίο φιλοξενήθηκαν πολλές συλλογές και αφ’ ετέρου της Ελληνικής Επιγραφικής Εταιρείας (1985) που εστίασε στη διδασκαλία και διάδοση της επιγραφικής επιστήμης[10] και στην προώθηση επιγραφικών εκδόσεων[11]. Από το 1989 εκδίδεται το περιοδικό Horos, ενώ από το 2012 κυκλοφορεί και το ηλεκτρονικό περιοδικό Grammateion, που δημοσιεύει άρθρα σχετικά με τις επιγραφές, την αρχαία τοπογραφία και ιστορία.
Ωστόσο, ο μεγάλος αριθμός επιγραφών, ο οποίος χρήζει ενός συστηματικού και σύγχρονου τρόπου έκδοσης, καθιστά επιτακτική ανάγκη τη συστηματική διδασκαλία της Επιγραφικής στα πανεπιστήμια, καθώς επίσης και ενός οργανωμένου συστήματος προβολής και υποστήριξής της, προκειμένου η ανασύνθεση και ερμηνεία της αρχαίας ελληνικής πραγματικότητας να είναι ολόπλευρη.
Τα Βασίλεια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τον Κοινό των Βοιωτών
Το «κοινόν» ως κρατική οντότητα εμφανίζεται στον αρχαίο ελληνικό κόσμο κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα. Κάθε πόλη που προσχωρούσε σε ένα κοινό εκχωρούσε τα δικαιώματα της εξωτερικής της υπόστασης σε αυτό, ενώ η εξουσία ασκούνταν από τις ομοσπονδιακές συνελεύσεις και τις εκκλησίες, στις οποίες είχαν δικαίωμα συμμετοχής όλοι οι πολίτες των τοπικών βουλών[12]. Η βουλή ήταν το σώμα εκείνο που εξέλεγε τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές του κοινού, εφάρμοζε την εξωτερική πολιτική και προάσπιζε τα συμφέροντα του συνόλου.
Παλαιότερο πρότυπο αυτού του πολιτικού συστήματος αποτελεί το Κοινό των Βοιωτών[13], η δομή του οποίου ήταν διμερής[14]. Στα μέλη του συγκαταλέγονταν η Θήβα, η Τανάγρα, οι Θεσπιές, η Κορώνεια, η Αλίαρτος, η Ακραιφία, η Τετρακωμία, ο Ορχομενός, η Λεβάδεια, οι Κώπες και η Ανθηδόνα (Χαιρώνεια). Στην κορυφή της διοικητικής πυραμίδας βρισκόταν η κεντρική κυβέρνηση, που απαρτιζόταν από τους αντιπροσώπους των πόλεων[15], η εκλογή των οποίων γινόταν αναλογικά και στη βάση οι πόλεις. Βασικά θεσμικά όργανα ήταν: ο βοιωτάρχης (αξίωμα με πολιτικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες)[16], ο ίππαρχος και ο γραμματεύς, ενώ υπήρχαν και επιμέρους ομοσπονδιακά όργανα, όπως η πρωτοβάθμια συνέλευση, η βουλή, το δικαστήριο, ο στρατός και το ομοσπονδιακό ταμείο που εξέδιδε κοινό νόμισμα με σήμα τη βοιωτική ασπίδα. Σημείο σύγκλισης των βοιωτικών πόλεων αποτέλεσαν οι θρησκευτικές αμφικτιονίες, οι οποίες διοργάνωναν τα Παμβοιώτια, που τελούνταν στο ιερό της Αθηνάς Ιτωνίας στην Κορώνεια και τα Ποσειδώνια που πραγματοποιούνταν στο άλσος του Ποσειδώνα στην Ογχηστό[17].
Επιγραφή του αγωνοθέτου των Βασιλείων Σώσαστρου ( Μουσείο Χαιρώνειας) |
Λέων της Χαιρώνειας |
Το Κοινό των Βοιωτών διακρίνεται σε τρεις περιόδους: Η πρώτη αρχίζει από το τέλος των περσικών πολέμων και καταλύεται με την Ειρήνη του Βασιλέως (387/386 π.Χ.), η οποία κατοχύρωνε την αυτονομία των πόλεων. Το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η ηγεμονική θέση της Θήβας[18]. Αρχικά διέθετε δύο βοιωτάρχες, μετά όμως τη μάχη των Πλαταιών το 427 π. Χ. ενίσχυσε περαιτέρω τη θέση της με δύο ακόμη βοιωτάρχες[19]. Τα υπόλοιπα μέλη, ο Ορχομενός με τις Υσιές παρείχαν δύο βοιωτάρχες, οι Θεσπιές με την Εύτρηση, τις Σίφες (σημερινή Αλυκή), τη Θίσβη και τις Κορσιές (σημερινός Πρόδρομος), έως το 423 π.Χ. που καταστράφηκαν από τη Θήβα, παρείχαν επίσης δύο βοιωτάρχες. Με έναν βοιωτάρχη αντιπροσωπεύονταν: η Τανάγρα με το Δήλιον (σημερινό Δήλεσι), η Αλίαρτος με την Κορώνεια και τη Λεβάδεια και οι Κώπες με την Ακραιφία και τη Χαιρώνεια.
Από το 379 π. Χ. με την
εκδίωξη της σπαρτιατικής φρουράς από την ακρόπολη της Θήβας παρατηρήθηκε μια
αναδιοργάνωση του Κοινού, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία
ανασύστασής του. Η δεύτερη περίοδος η οποία εκτείνεται έως το 338 π. Χ. (μάχη
της Χαιρώνειας)[20]
διακρίνεται, αφ’ ενός για το δημοκρατικότερο σύστημα διοίκησης (λήψη
αποφάσεων και εκλογή βοιωταρχών από την
Εκκλησία του Δήμου) και αφ’ ετέρου στη συμμετοχή σε αυτό επτά αντί έντεκα
περιφερειών (οι περιφέρειες των Θεσπιών και του Ορχομενού δεν συμπεριλήφθηκαν)
. Διοικητική έδρα
παρέμεινε η Θήβα, ενώ εισήχθη ο θεσμός του Επώνυμου Άρχοντα, αξιωματούχου χωρίς
πολιτική εξουσία με ενιαύσια μάλλον θητεία, που εκτελούσε χρέη προέδρου.
Καταστροφή της Αλιάρτου 338 π.Χ. |
Κατά τη διάρκεια των Μυθριδατικών πολέμων, τη δεκαετία 80-70 π.Χ., το Κοινό το Βοιωτών αναβίωσε με μια εντελώς διαφορετική μορφή η οποία επιβίωσε έως το 250-260 μ. Χ. Δεν αποτελούσε πλέον ομοσπονδιακό κράτος και δεν διέθετε νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία. Ανώτατος άρχων ήταν ο Επώνυμος Άρχοντας, ενώ κύρια αρμοδιότητά του ήταν η διοργάνωση μεγάλων γιορτών (Παμβοιώτια στην Κορώνεια)[23] και πανελλήνιων αγώνων[24] (Μουσεία και Ερωτίδεια στις Θεσπιές, Βασίλεια και Τροφώνια στη Λεβάδεια, Πτώα στην Ακραιφία, Αμφιαράεια Ρωμαία στον Ωρωπό[25]), καθώς επίσης και η αποστολή απεσταλμένων στις λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν του αυτοκράτορα.
Τα «Βασίλεια των Βοιωτών»
Τα «Βασίλεια» ήταν γιορτές[26] που τελούνταν προς τιμήν του Δία στον ναό του Διός Βασιλέως τον μήνα Πάναμο (Αύγουστο/Σεπτέμβριο)[27], οι οποίες καθιερώθηκαν, σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη, μετά τη νίκη των Θηβαίων κατά των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα το 371 π.Χ., ως ανάμνηση της προφητείας που έλαβαν οι Θηβαίοι στρατηγοί Πελοπίδας και Επαμεινώνδας από το Μαντείο του Τροφωνίου[28]. Παρ’ όλο που δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για το αν τελούνταν ετήσια ή ανά πενταετία περιελάμβαναν αγώνες μουσικής, γυμνικούς και ιππικούς[29]. Επιπλέον, λάμβαναν χώρα διαγωνισμοί ραψωδών, καθώς επίσης σαλπιγκτών και κηρύκων. Οι τελευταίοι κρίνονταν με βάση τη δύναμη του σαλπίσματος ή τη δύναμη και τη μελωδικότητα της φωνής τους[30].
Ναός Διός Βασιλέως |
Στους γυμνικούς αγώνες συμπεριλαμβανόταν ο δόλιχος παίδων και ανδρών, δηλαδή αγώνας δρόμου αντοχής (1300-4500 μέτρα κατά προσέγγιση), κατά τη διάρκεια του οποίου οι δολιχοδρόμοι για να εξοικονομήσουν δυνάμεις δεν κουνούσαν τα χέρια τους, αλλά κρατούσαν τους βραχίονες κολλημένους στον κορμό. Επίσης, το παγκράτιο παίδων (αγώνες πυγμαχίας και πάλης) και το πένταθλο ανδρών (άλμα, δίσκο, στάδιο, ακόντιο και πάλη). Όσον αφορά στους ιππικούς αγώνες διεξάγονταν: ο αποβάτης αγώνας, κατά τον οποίο ένας οπλισμένος αθλητής πηδούσε από κινούμενο άρμα και συνέχιζε πεζός με αγώνα δρόμου, η συνωρίδα πώλων, αγώνας άρματος που το έσερναν δυο ίπποι και η συνωρίδα τελεία, αγώνας ταχύτητος με άλογο ή πουλάρι.
Γυμνικοί αγώνες |
Ιππικοί αγώνες |
Πληροφορίες για τη λατρεία του Διός Βασιλέως αντλούμε από επιγραφές του 4ου αιώνα π. Χ.[31], στις οποίες γίνονται αναφορές στις νίκες των αγώνων που πραγματοποιήθηκαν στα Βασίλεια και στις απελευθερώσεις δούλων που αφιερώνονταν στον Δία Βασιλέα και στον Τροφώνιο. Κατά τη διάρκεια της γιορτής σχηματιζόταν πομπή από παρθένες κανηφόρες, στις οποίες ανατίθετο η μεταφορά των ιερών κανίστρων, τα οποία τοποθετούνταν στο κεφάλι τους και στα οποία εμπεριέχονταν τα ιερά αντικείμενα για το τελετουργικό. Οι νέες πριν την πομπή έπρεπε να εξαγνιστούν στις πηγές της Έρκυνας[32]. Την τήρηση της τάξης και των κανόνων κατά τη διεξαγωγή των αγώνων αναλάμβαναν οι ραβδοφόροι.
Αρματηλάτεςστο ιερό του Ογχηστίου Ποσειδώνα |
Κατά τη διάρκεια των αυτοκρατορικών χρόνων και μετά τους Μiθριδατικούς Πολέμους τα Βασίλεια ενισχύθηκαν περαιτέρω, ενδεχομένως, χάρις στην εύνοια που έδειξε ο Σύλλας[33] και παρίσταντο διαγωνιζόμενοι από πολλές περιοχές εκτός της Βοιωτίας, όπως από την Επίδαμνο, την Αντιόχεια, την Σμύρνη, τη Βιθυνία κ. ά. Σύμφωνα με τις επιγραφές (Απολογία του Ξενάρχου) τα Βασίλεια σε αντίθεση με τα Τροφώνεια, που διακρίνονταν για τον τοπικό τους χαρακτήρα, απευθύνονταν στο σύνολο του Κοινού των Βοιωτών, χωρίς, ωστόσο, να μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια ομοσπονδιακή εκδήλωση, καθώς, όπως κάποιοι ερευνητές επισημαίνουν[34], από τις επιγραφές απουσιάζει εντελώς η οποιαδήποτε αναφορά σε συγκεκριμένα θεσμικά όργανα, όπως του Γραμματέως και του Ναοποιού, ενός σώματος, δηλαδή, που επέβλεπε την ανέγερση του Ναού του Διός στη Λεβάδεια τον 3ο π.Χ. αιώνα και ο μόνος θεσμός που επιβίωσε από τη διάλυση του Κοινού των Βοιωτών. Τον 1ο αιώνα π. Χ. οι Ναοποιοί αποτελούσαν ένα δικαστικό συμβούλιο, το οποίο εξέλεγαν κάποιες πόλεις, προκειμένου να επιβλέπει τα οικονομικά των Βασιλείων[35]. Συνεπώς, τα Βασίλεια, όχι μόνο αποτέλεσαν ένα συνεκτικό στοιχείο μεταξύ των βοιωτικών πόλεων από το 86 π.Χ. και μετά, αλλά ενδεχομένως και ένα πολιτικό μόρφωμα με κάποια μορφής πολιτική συγκρότηση (εξαίρεση κάποιων πόλεων από την καταβολή τέλους, κοινό σύστημα χρηματοδότησης, κοινό ταμείο κ. ά.)[36] κατά το πρότυπο του προγενέστερου Κοινού των Βοιωτών[37].
Αγωνοθέτες
Πομπή των Κανηφόρων Παρθένων |
Χορηγός των Βασιλείων αναλάμβανε ο Αγωνοθέτης[38], τον οποίο επέλεγε κάθε φορά το Κοινό των Βοιωτών και ο οποίος αναλάμβανε τη διοργάνωση των αγώνων, εγγυόταν την προετοιμασία και την ομαλή διεξαγωγή των εκδηλώσεων, καθώς επίσης και τη διασφάλιση της ισονομίας για όλους τους διαγωνιζόμενους, χωρίς, ωστόσο, να εκτελεί χρέη διαιτητή. Ο ρόλος αυτός ανατίθετο σε δικαστές τους αποκαλούμενους κριτές.
Η αγωνοθεσία, όπως και κάθε μορφής ευεργεσία ενσωματώθηκε στη θεσμική ζωή της πόλης και επιβραβευόταν. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι δαπάνες για τις εκάστοτε αθλητικές εκδηλώσεις χρηματοδοτούνταν από τις αρχές της πόλης, ωστόσο, η συνεισφορά του αγωνοθέτη στόχευε, πρωτίστως, στην ατομική του προβολή και υστεροφημία[39].
Από τις απολογίες και τα τιμητικά διατάγματα, προκύπτει πως οι αγωνοθεσίες εμπεριείχαν ένα πολυεπίπεδο και περίπλοκο δίκτυο κοινωνικών σχέσεων και υποχρεώσεων[40]. Η εγκωμιαστική γλώσσα που χρησιμοποιούνταν καταδεικνύει, όχι μόνο τον ζήλο και την εναργή ενασχόληση των αγωνοθετών με τα θρησκευτικά δρώμενα[41], αλλά και την ευγνωμοσύνη της πόλης, η οποία ταυτόχρονα προσπαθούσε να παρακινήσει και άλλους επιφανείς πολίτες να ασχοληθούν με αυτήν[42]. Επιπλέον, η δημοφιλία και η μακροημέρευση του θεσμού δείχνει τη βαθιά επίδραση του αθλητισμού στη συγκρότηση και καλλιέργεια της κοινωνικής ταυτότητας. Μέσω των τελετών αρθρώνονταν και δομούνταν, συγχρόνως, οι κοινοτικές αξίες και οι σχέσεις εξουσίας[43].
Νεότερες μελέτες υποστηρίζουν πως από την ελληνιστική περίοδο τα αθλητικά δρώμενα στο πλαίσιο των θρησκευτικών εκδηλώσεων απέκτησαν διαφορετική νοηματοδότηση και συνδέθηκαν με την πολιτική ζωή, καθώς αποτέλεσαν σημείο αναφοράς και αλληλεπίδρασης μεταξύ των εκπροσώπων διαφορετικών πόλεων[44]. Κατά μια έννοια η αγωνοθεσία και ο τρόπος που προωθούνταν, ήταν μια απάντηση στις συνθήκες πολιτικής οργάνωσης που προέκυψαν[45] κατά τη διάρκεια και μετά των πολέμων των διαδόχων στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. και τη δημιουργία πολυπολιτισμικών αυτοκρατοριών με επικεφαλής ισχυρές βασιλικές δυναστείες, ένας τρόπος δηλαδή του πως η κάθε πόλη αντιλαμβανόταν και εκπροσωπούσε τον εαυτό της[46].
Οι αγωνοθέτες από την πλευρά τους λειτουργούσαν ως οικονομικοί διαχειριστές, είτε κάποιων κληροδοτημάτων[47], είτε των κεφαλαίων που διέθεταν οι δημόσιες αρχές[48] και δεν εξέφραζαν μόνο τους υφιστάμενους πολιτικούς θεσμούς και νοοτροπίες, αλλά διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική ζωή των κοινοτήτων τους[49], για αυτό και η αγωνοθεσία ενσωματώθηκε στο νομοθετικό τους πλαίσιο[50]. Το πρότυπο χρηματοδότησης που ακολουθούνταν ήταν ευέλικτο και ο τρόπος εφαρμογής του διέφερε, όχι μόνο από πόλη σε πόλη, αλλά και εντός της ίδιας της πόλης, επηρεαζόμενο, κυρίως, από τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες[51], απόρροια των Εμφυλίων Πολέμων[52]. Επιπλέον, ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση των χρημάτων που έλαβε και ξόδεψε στο πλαίσιο του διαγωνισμού και όφειλε στο τέλος να συντάξει έναν οικονομικό απολογισμό και να ετοιμάσει τα βραβεία που απονέμονταν στους νικητές την ημέρα του διαγωνισμού. Πέρα από την οικονομική ενίσχυση συχνά χρηματοδοτούσαν την ανέγερση κτιριακών υποδομών, ιερών κ. ά.
Απολογία του Σώστρατου
Επιγραφή λογοδοσιας αγωνοθέτου Βασιλείων |
Η παρούσα επιγραφή αποτελεί τη λογοδοσία του αγωνοθέτου των Βασιλείων σχετικά με τις οικονομικές αρμοδιότητες που ήταν επιφορτισμένος[53]. Επιπλέον, παρέχονται πληροφορίες αναφορικά με τη διεξαγωγή των Βασιλείων στη Λιβαδειά, καθώς επίσης και για τους αγώνες που πραγματοποιήθηκαν. Σε αντιπαραβολή με προγενέστερα επιγραφικά δεδομένα διαπιστώνουμε πως κάποια αγωνίσματα δεν έλαβαν χώρα, πιθανότατα, λόγω έλλειψης συμμετεχόντων, ενώ μεταξύ των νικητών δεν υπήρξε κανένας Ρωμαίος. Εμπεριέχονται πληροφορίες για τους νικητές σε κάθε αγώνισμα και τον τόπο προέλευσής τους. Κάποιους από αυτούς τους συναντάμε και σε άλλες επιγραφές ή να αγωνίζονται σε άλλη κατηγορία (από την κατηγορία παίδων, λόγου χάρη, στην κατηγορία ανδρών). Όσον αφορά στον αγωνοθέτη, παρ’ όλο που το όνομα Σώστρατος απαντάται στους υστεροελληνιστικούς χρόνους, μέχρι τότε ήταν άγνωστος.
Στην επιγραφή προσδιορίζεται το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται οι οικονομικές αρμοδιότητες του αγωνοθέτου, δηλαδή τα έσοδα και έξοδα που καταβλήθηκαν για τη διοργάνωση των αγώνων. Όσον αφορά στα έσοδα, αποτελούσαν ένα χρηματικό αντίτιμο, το τέλος[54], που κάθε πόλη ή ομάδα πόλεων που συμμετείχε στις θρησκευτικές εκδηλώσεις, όφειλε να καταβάλλει, πρακτική που μαρτυρείται και από την απολογία του Ξενάρχου. Το κάθε τέλος οριζόταν σε 55 δραχμές με ποσοστιαία αυστηρά αναλογική συμμετοχή των μελών που συναποτελούσαν το κάθε τέλος ή καθ’ ολοκληρίαν καταβολή από εκείνες τις πόλεις που συνιστούσαν η κάθε μια χωριστό τέλος, όπως η Θήβα και οι Θεσπιές. Επίσης, καταγράφονται ποσά προερχόμενα από ιδιωτικά κεφάλαια αποκλειστικά από γηγενείς, που χορηγήθηκαν για τη μίσθωση ακινήτων, ζήτημα που ενισχύεται από τη μνεία εγγυητών, καθώς οι μισθωτές των περιουσιακών στοιχείων του ιερού του Διός Βασιλέα ήταν γηγενείς. Η καταβολή των ποσών έγινε σε χάλκινα νομίσματα, ενισχύοντας την άποψη για την εντοπιότητα των μισθωτών, καθώς αυτά χρησιμοποιούνταν για συναλλαγές τοπικού χαρακτήρα. Επιπλέον, έχουν καταχωρηθεί τα έξοδα, τακτικά και έκτακτα, που αφορούσαν στις εργασίες που έγιναν για την κατασκευή υποδομών στο στάδιο και στον ιππόδρομο, χωρίς ωστόσο να γίνεται μνεία για το είδος των προσφερόμενων βραβείων στους νικητές[55].
Δίδαχμο της Βοιωτικής Συμμαχίας
Άξιο προσοχής είναι το έλλειμμα που δηλώνει ο αγωνοθέτης σε λευκόλλειο αργύριο παρά το πλεόνασμα σε χάλκινα νομίσματα που θα μπορούσαν να το υπερκαλύψουν[56]. Από αυτό καταδεικνύεται πως η μετατροπή σε δραχμές αργυρίου συνοδευόταν από προσαύξηση της τάξεως του 25%. Επιπλέον, ο Σώστρατος επέβαλλε στους Θηβαίους με δικαστική απόφαση των εγκριτών ένα πρόστιμο, το επίκριμα. Εικάζεται πως η επιγραφή εμπεριέχει την τροπολογία κάποιου νόμου που αφορά στη διοργάνωση των Βασιλείων, χωρίς ωστόσο να αποσαφηνίζεται αν η νομοθετική αρχή ήταν η Λεβάδεια ή το Κοινό των Βοιωτών[57]. Σύμφωνα με τη νομοθετική ρύθμιση οι αγωνοθέτες μετά τον Σώστρατον θα έπρεπε να καταβάλλουν σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κάποιο ετήσιο ποσό ως τόκο για το σύνολο των χρημάτων που παραλάμβαναν από τους προκατόχους τους, ενώ η μη καταβολή του θα τιμωρούνταν με πρόστιμο.
Από την καταγραφή των εγκριτών, των εκπροσώπων των πόλεων για τις εορταστικές εκδηλώσεις των Βασιλείων και την απουσία άλλων από σημαντικές βοιωτικές πόλεις διαπιστώνουμε πως η εκπροσώπηση αφορούσε σε πόλεις της Βορειοδυτικής, Δυτικής και Νοτίου Βοιωτίας. Πιθανολογείται πως το οικονομικό βάρος της διοργάνωσης των Βασιλείων το αναλάμβαναν διαφορετικές περιοχές κάθε φορά[58], γεγονός που θα μετέβαλε και το σύστημα αντιπροσώπευσης σε ζήτημα εγκριτών.
Η χρονολόγηση της Απολογίας
Αντικείμενο συζήτησης και διαφωνίας εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας έχει αποτελέσει η ακριβής χρονολόγηση της παρούσας προς μελέτη Απολογίας. Ωστόσο, πολύτιμα στοιχεία προκύπτουν εκτός από τα επιγραφικά δεδομένα αυτά καθεαυτά, και από τα ίδια τα νομίσματα. Για παράδειγμα η αναφορά στη χρήση του Λευκόλλειου αργυρίου, παραλλαγή του αττικού τετράδραχμου πιθανότατα ενταγμένο στον Αττικό νομισματικό κανόνα, που επικυρώνει τις θέσεις του Πλουτάρχου, τοποθετεί χρονικά την επιγραφή στο 87/86 π. Χ., δηλαδή, μετά τους Μιθριδατικούς Πολέμους.
Από την αντιπαραβολή μεταγενέστερων επιγραφικών δεδομένων και από άλλες πόλεις που αφορούν σε πρόσωπα που διακρίθηκαν στα αγωνίσματα των Βασιλείων, όπως του Θαλίαρχου από την Ήλιδα ή του Χαρικλή και του Δάμωνα από τις Θεσπιές οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η παρούσα επιγραφή χρονολογείται στα μέσα του 1ου π. Χ. αιώνα, μεταξύ 48 π. Χ. και 32 π. Χ. Ωστόσο, αυτή η χρονολογική ένδειξη τείνει να καταρριφθεί, καθώς η αναφορά στον νικητή του παγκρατίου στην κατηγορία των ανδρών Σώστρατον από τις Θεσπιές απαντάται και σε άλλη επιγραφή, του Ωρωπού, ως νικητής στην κατηγορία των παίδων. Ως εκ τούτου, η νέα απολογία θα πρέπει να χρονολογηθεί 5 έως 25 χρόνια μετά την ως άνω επιγραφή, δηλαδή μεταξύ 80 – 50 π. Χ. Μετά την επαναχρονολόγηση, όμως, μεγάλου τμήματος των καταλόγων νικητών των Αμφιαρείων και των Ρωμαίων από τον Ωρωπό[59], προτάθηκε από τον επιγραφικό καθηγητή Γ. Καλλιοντζή πρωϊμότερη χρονολόγηση του καταλόγου. Το βασικό επιχείρημα που διέτεινε σχετίζεται με την παρουσία του κιθαρωδού της Πυθαΐδος Ευβίου του 98 π. Χ. Με βάση αυτά τα δεδομένα η επιγραφή θα πρέπει να τοποθετηθεί όχι μετά το 70 π. Χ. καθιστώντας την επικρατούσα επιστημονική αντίληψη εσφαλμένη. Σε αντιπαραβολή με την απολογία του Ξενάρχου η οποία πιθανολογείται να συντάχθηκε νωρίτερα, στη νέα απολογία εμπεριέχεται μια τροπολογία νομοθετικού περιεχομένου αναφορικά με την καταβολή τόκου από τον αγωνοθέτη στον διάδοχό του, καθώς επίσης και η απουσία του ι υπογεγραμμένου. Εάν θεωρήσουμε ορθή την επαναχρονολόγηση του καταλόγου των Επιγραφών Ωρωπού τότε η νέα απολογία τοποθετείται τα πρώτα χρόνια από τα Μιθριδατικά. Έτσι, δικαιολογείται και η ευρεία χρήση του Λευκόλλειου αργύρου, που είχε τεθεί σε κυκλοφορία λίγα χρόνια νωρίτερα.
Συμπεράσματα
Αναμφίβολα, η απολογία που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στη Λιβαδειά και η πληθώρα νέων στοιχείων που εμπεριέχει καταδεικνύει, όχι μόνο μια σειρά ερωτήματα που αφορούν στην ακριβή τοποθεσία και συχνότητα διεξαγωγής των Βασιλείων, αλλά και στην ανάγκη συστηματικότερης μελέτης, καταγραφής και έκδοσής των επιγραφών, προκειμένου να σκιαγραφηθούν όλες οι πτυχές της εκάστοτε ιστορικής πραγματικότητας, προάγοντας ταυτόχρονα την επιγραφική παιδεία και εκπαίδευση των νέων επιστημόνων.
Από την παρούσα επιγραφή γίνεται αντιληπτό πως η διοργάνωση αθλητικών γεγονότων μέσω της αγωνοθεσίας, δηλαδή μιας μορφής χορηγία, υπήρξε κεντρικό χαρακτηριστικό κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο. Για την ακρίβεια αποτέλεσαν ένα σύνολο υπηρεσιών που οι πολίτες και οι πολιτικές αρχές ανέμεναν να αναλάβουν οι κοινωνικές ελίτ των πόλεών τους, με αντάλλαγμα την απόδοση τιμών και τη διασφάλιση της υστεροφημίας τους. Επιπλέον, μέσω της διοργάνωσης των αθλητικών εκδηλώσεων οικοδομήθηκαν και διαμορφώθηκαν αξίες και ταυτότητες, καθώς αποτέλεσαν πρακτική με πολιτισμικό – πολιτικό πρόσημο και συνεκτικό στοιχείο ενός σύνθετου συνόλου ταυτοτήτων.
Βιβλιογραφία
Ανδρόνικος, Μ., (1974). Πανεπιστημιακές σημειώσεις: Επιγραφική. Εισαγωγικές σημειώσεις. Θεσσαλονίκη.
Βάμβουκας, Μ., (1988). Εισαγωγή στην Ψυχοπαιδαγωγική Έρευνα και Μεθοδολογία. Αθήνα: Γρηγόρη.
Καλλιοντζής, Γ., (2010–2013). Επιγραφές Βοιωτίας, ΗΟRΟΣ, 22–25, σσ. 309–326.
Ματθαίου A.Π., Παπαζαρκάδας, N., (2014-2019). Ἀπολογία ἀγωνοθέτου τῶν Βασιλείων ἐκ Λεβαδείας, Horos, (26-31) σσ. 159-192.
Ματθαίου, Α. Π., 2001. Η επιγραφική και οι Έλληνες. Η Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 30 Σεπτεμβρίου 2001. Αφιέρωμα: η Αρχαιολογία στην Ελλάδα, σσ. 24–25.
Παπαγιαννόπουλος-Παλαιός, Α., (1975). Αρχαίαι ελληνικαί επιγραφαί. Εισαγωγή εις την ελληνικήν Επιγραφικήν. Αθήνα: Πάπυρος.
Πέτρου-Μεσογείτης, Χ. (1961). Επιγραφική και επιγραφικές σπουδές στην Ελλάδα. Θεσσαλονίκη.
Bardin, L., (1993). L' analyse de contenu. Paris: P.U.F.
Beck, H., (2001). The Laws of the Fathers’ versus ‘The Laws of the League’: Xenophon on Federalism. Classical Philology, 96 (4), pp. 355–375.
Boak, A., (1921). Greek Interstate Associations and the League of Nations. The American Journal of International Law, 15 (3), pp. 375–383.
Brélaz, C., (2009). Les bienfaiteurs, “sauveurs” et “fossoyeurs” de la cité hellénistique? Une approche historiographique de l’évergétisme, in O. Curty (ed.), L’huile et l’argent. Gymnasiarchie et évergétisme dans la Grèce hellénistique, Paris: Fribourg, pp. 37–56.
Brélaz, C., Andreiomenou, A., & Ducrey, P. (2007). Les premiers comptes du sanctuaire d'Apollon à Délion et le concours pan-béotien des Delia. Bulletin de correspondance hellénique, 131, pp. 235-308.
Bruce, I., (1968). Plataea and the Fifth-Century Boeotian Confederacy. Phoenix, 22 (3), pp. 190–199.
Camia, F., (2011). Spending on the agones. The Financing of Festivals in the Cities of Roman Greece, Tyche, 26, pp. 41–76.
Chaniotis, A. et al., (2011). Thesaurus Cultus et Rituum Antiquorum (Thes CRA), VII: Festivals and Contests, Los Angeles: CA.
Gartland, S., (2015). The Epigraphy and History of Boeotia: New Finds, New Prospects (Brill Studies in Greek and Roman epigraphy). The Journal of HellenΦic Studies, 135, pp. 249–250.
GIROUX, C., (2020). Healing a Battlefield: The Local World of Hellenistic Chaironeia. In S. AGER and H. BECK (eds), Localism in Hellenistic Greece, England: University of Toronto Press, pp. 69-107.
Gossage, A. G. (1975). The Comparative Chronology of Inscriptions Relating to Boiotian Festivals in the First Half of the First Century B.C. The Annual of the British School at Athens, 70, pp. 115- 134.
Grigsby P. R. (2017). Boiotian Games: Festivals, Agōnes, and the Development of Boiotian Identity.England: Warwick Publications.
Holleaux, M. (1906), Observation sur une inscription de Lébadeia, BCH, 30, pp. 469–481.
Hornblower, S., & Morgan, C. (2007). Introduction. In S. Hornblower, & C. Morgan (Eds.), Pindar’s Poetry, Patrons, and Festivals From Archaic Greece to the Roman Empire. Oxford: Oxford University Press, p. 1-44.
Kalliontzis, Y., (2016). La date de la première célébration des Amphiareia-Romaia d'Oropos. Revue des Études Grecques, 129, pp. 85-105.
Kalliontzis, Y., (2021). Contribution à l'épigraphie et l'histoire de la Béotie hellénistique, de la destruction de Thèbes à la bataille de Pydna (335-167 av. J.-C.). Athènes: École française d’Athènes.
Klaffenbach, G., (1989). Ελληνική Επιγραφική. Αθήνα: Παπαζήσης.
Knoepfler, D., (2008). Bulletin épigraphique: Béotie, Eubée. Revue des Études Grecques, 613-668.
Knoepfler, D., (2008). Louis Robert en sa forge : ébauche d’un mémoire resté inédit sur l’histoire controversée de deux concours grecs, les Trophônia et les Basileia à Lébadée. Comptes rendus des séances de l'Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, 152 (4), pp. 1421-1462.
Kühr, Α., (2006). Invading Boeotia. ‘Polis’ and ‘Ethnos’ in the Mirror of Theban Foundation Myths. Hermes, 134 (3), pp. 367–372.
Larsen, J., (1945). Representation and Democracy in Hellenistic Federalism. Classical Philology, 40 (2), pp. 65–97.
Le Guen, B., (2011). Agoni poetica-musicali nella Grecia antica. The Journal of Hellenic Studies, 131, pp. 226–28.
Ma, J. (2003), Peer Polity Interaction in the Hellenistic Age, P&P, 180, pp. 9–39.
Ma, J. (2013), Statues and Cities. Honorific Portraits and Civic Identity in the Hellenistic World, Oxford: Oxford University Press.
Martin, A., (2017). The Epigraphy and History of Boeotia. New Finds, New Prospects. L’Antiquité Classique, 86, pp. 471–472.
McGregor, M., (1966). Method and Manners in Greek Epigraphy. Phoenix, 20 (3), pp. 210–227.
McGregor, Malcolm F. “Method and Manners in Greek Epigraphy.” Phoenix 20, no. 3 (1966): 210–27.
Migeotte, L. (2010), Le financement des concours dans les cités hellénistiques: essai de typologie, in: B. Le Guen (ed.), L’argent dans les concours du monde grec. Théâtres du monde, Saint Denis: MOM Editions, pp. 127–143.
Migeotte, L. (2015), Économie et finances publiques des cités grecques, II, Lyon: Maison de l’ Orient et de la Mediterranée Jean Pouilloux.
Migeotte, L., (2006). Le financement des concours dans la Béotie hellénistique, Coins, Cults, History, and Inscripttions VII. Studies in Honor of John M. Fossy II, 37 , pp. 14-25.
Müller, C. (2011), Évergétisme et pratiques financières dans les cités de la Grèce hellénistique, REA, 113, pp. 345–363.
Müller, C. (2014). A Koinon after 146? Reflections on the Political and Institutional Situation of Boeotia in the Second Half of the Second Century BC. In N. Papazarkadas (Ed.), The Epigraphy and History of Boeotia: New Finds, New Prospects, Leiden: Brill, pp. 126-129.
MÜLLER, C., (2020). LE CONCOURS DES PTOIA À L’ÉPOQUE HELLÉNISTIQUE: UNE AFFAIRE CIVIQUE, PAMBÉOTIENNE, FÉDÉRALE OU PANHELLÉNIQUE?. Revue Des Études Grecques, 133 (1), pp. 57–88.
Oliver, G.J. (2007). War, Food and Politics in Early Hellenistic Athens, Oxford: Oxford University Press.
Papakonstandinou Z. (2016). The Hellenistic Agonothesia: Finances, Ideology, Identities. In Athletics in the Hellenistic World, eds C. Mann, S. Remijsen. S. Scharff. Stuttgart: Franz Steiner Verlag, pp. 95-112.
Papakonstantinou, Z., The Hellenistic Agonothesia: Finances, Ideology, Identities in Athletics in the Hellenistic World, Franz Steiner Verlag, Stuttgart 2016 Edited by Christian Mann, Soie Remijsen and Sebastian Scharf
PAPAZARKADAS, N., (2011). Review of FESTS CHRIFT RHODES, by L. Mitchell and L. Rubinstein. The Classical Review 61 (2), pp. 523–525.
Papazarkadas, N., (2016). Festival Networks in Late Hellenistic Boeotia: from Kinship to Political Rejuvenation. In M. Dana and I. Savalli-Lestrade (edd.), La cité interconnectée : transferts et réseaux institutionnels, religieux et culturels aux époques hellénistique et impériale. Actes du colloque international organisé à ANHIMA, Paris: Ausonius, pp. 205- 221.
Peeters, D., (2023). A Socioeconomically-Geared History and Archaeology of Hellenistic–Late Roman Boeotia. In Shaping Regionality in Socio-Economic Systems: Late Hellenistic - Late Roman Ceramic Production, Circulation, and Consumption in Boeotia, Central Greece (c. 150 BC–AD 700), England: Archaeopress, pp. 34–52.
Piccoli, C., (2018). The Ancient Town of Koroneia: Geographical Context, Historical Background and Synthesis of the Preliminary Results by the Boeotia Survey. In Visualizing Cityscapes of Classical Antiquity: From Early Modern Reconstruction Drawings to Digital 3D Models: With a Case Study from the Ancient Town of Koroneia in Boeotia, Greece, England: Archaeopress, pp. 88-41.
Rzepka, J., (2010). Plutarch on the Theban Uprising of 379 B.C. and the Boiotarchoi of the Boeotian Confederacy under the Principate. Historia: Zeitschrift Für Alte Geschichte 59 (1), pp. 115–118.
S. C. Bakhuizen. (1994). Thebes and Boeotia in the Fourth Century B. C. Phoenix, 48 (4), pp. 307–330.
SCHACHTER, A., (1981). CULTS OF BOIOTIA: 1. Acheloos to Hera. Bulletin Supplement (University of London. Institute of Classical Studies), 38 (1) pp. 2–254.
Schachter, A., (1986). CULTS OF BOIOTIA: 2. Herakles to Poseidon. Bulletin Supplement (University of London. Institute of Classical Studies), 38 (2), pp. 2–225.
Schriewer, J., (1990). The Method of Comparison and the need for externalization: Methodological criteria and sociological concepts. In J. Schriewer, B. Holmes (Eds), Theories and Methods in Comparative Education, Frankfurt: Peter Lang, pp. 25-83.
SIMONTON, M., (2017). The Manipulation Of Information. In Classical Greek Oligarchy: A Political History, Princeton: Princeton University Press, pp. 186–223.
Slater, W. J., (2012). Stephanitic Orthodoxy? Zeitschrift Für Papyrologie Und Epigraphik, 182, pp. 168–78.
Tarn, W.W., – Griffith, G.T., (1952). Hellenistic Civilization, London: Arnold.
Tod, M., (1947). The Progress of Greek Epigraphy, 1945-7. The Journal of Hellenic Studies, 67, pp. 90–127.
Tod, Marcus N. “The Progress of Greek Epigraphy, 1919-1920.” The Journal of Hellenic Studies 41 (1921): 50–69.
Vollgraff, W. (1901), Inscriptions de Béotie, BCH 25, pp. 359–378.
[1] Α. Παπαγιαννόπουλος-Παλαιός, 1950. Αρχαίαι ελληνικαί επιγραφαί. Εισαγωγή εις την ελληνικήν Επιγραφικήν. Αθήνα: Πάπυρος, σσ. 20-39.
[2] Μ. McGregor, Malcolm F. (1966). Method and Manners in Greek Epigraphy. Phoenix, 20 (3), pp.210–227.
[3] Α. Π. Ματθαίου, (2001). Η επιγραφική και οι Έλληνες. Η Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 30 Σεπτεμβρίου 2001. Αφιέρωμα: η Αρχαιολογία στην Ελλάδα, σσ. 24–25.
[4] G. Klaffenbach, (1989). Ελληνική Επιγραφική. Αθήνα: Παπαζήσης, σσ. 25 ̶ 37.
[5] Πέτρου-Μεσογείτης, Χ. 1961. Επιγραφική και επιγραφικές σπουδές στην Ελλάδα. Θεσσαλονίκη, σσ. 16-52.
[6] Μ. Tod, (1947). The Progress of Greek Epigraphy, 1945-7. The Journal of Hellenic Studies, 67, pp. 90–127..
[7] Ν. PAPAZARKADAS, (2011). Review of FESTS CHRIFT RHODES, by L. Mitchell and L. Rubinstein. The Classical Review, 61 (2), pp. 523–525.
[8] Μ. Tod, (1921). The Progress of Greek Epigraphy, 1919-1920. The Journal of Hellenic Studies, 41, pp. 50–69.
[9] Γ. Καλλιοντζής, (2010–2013). Επιγραφές Βοιωτίας, ΗΟRΟΣ, 22–25, σσ. 309–326.
[10] M. McGregor, (1966). Method and Manners in Greek Epigraphy. Phoenix, 20 (3), pp. 210–227.
[11] M. Ανδρόνικος, (1974). Πανεπιστημιακές σημειώσεις: Επιγραφική. Εισαγωγικές σημειώσεις. Θεσσαλονίκη, σσ. 6-18.
[12] A. Boak, (1921). Greek Interstate Associations and the League of Nations. The American Journal of International Law, 15 (3), pp. 375–383.
[13] Y. Kalliontzis, (2021). Contribution à l'épigraphie et l'histoire de la Béotie hellénistique, de la destruction de Thèbes à la bataille de Pydna (335-167 av. J.-C.). Athènes: École française d’Athènes.
[14] A. Kühr, (2006). Invading Boeotia. ‘Polis’ and ‘Ethnos’ in the Mirror of Theban Foundation Myths. Hermes, 134 (3), pp. 367–372.
[15] S. Gartland, (2015). The Epigraphy and History of Boeotia: New Finds, New Prospects (Brill Studies in Greek and Roman epigraphy). The Journal of HellenΦic Studies, 135, pp. 249–250.
[16] J. Rzepka, (2010). Plutarch on the Theban Uprising of 379 B.C. and the Boiotarchoi of the Boeotian Confederacy under the Principate. Historia: Zeitschrift Für Alte Geschichte 59 (1), pp. 115–118.
[17] Α. Schachter, (1986). CULTS OF BOIOTIA: 2. Herakles to Poseidon. Bulletin Supplement (University of London. Institute of Classical Studies), 38 (2), pp. 2–225.
[18] S. C. Bakhuizen, (1994). Thebes and Boeotia in the Fourth Century B. C. Phoenix, 48 (4), pp. 307–330.
[19] I. Bruce, (1968). Plataea and the Fifth-Century Boeotian Confederacy. Phoenix, 22 (3), pp. 190–199.
[20] C. GIROUX, (2020). Healing a Battlefield: The Local World of Hellenistic Chaironeia. In S. AGER and H. BECK (eds), Localism in Hellenistic Greece, England: University of Toronto Press, pp. 69-107.
[21] D. Peeters, (2023). A Socioeconomically-Geared History and Archaeology of Hellenistic–Late Roman Boeotia. In Shaping Regionality in Socio-Economic Systems: Late Hellenistic - Late Roman Ceramic Production, Circulation, and Consumption in Boeotia, Central Greece (c. 150 BC–AD 700), England: Archaeopress, pp. 34–52.
[22] J. Larsen, (1945). Representation and Democracy in Hellenistic Federalism. Classical Philology, 40 (2), pp. 65–97.
[23] C. Piccoli, (2018). The Ancient Town of Koroneia: Geographical Context, Historical Background and Synthesis of the Preliminary Results by the Boeotia Survey. In Visualizing Cityscapes of Classical Antiquity: From Early Modern Reconstruction Drawings to Digital 3D Models: With a Case Study from the Ancient Town of Koroneia in Boeotia, Greece, England: Archaeopress, pp. 88-41.
[24] A. SCHACHTER, (1981). CULTS OF BOIOTIA: 1. Acheloos to Hera. Bulletin Supplement (University of London. Institute of Classical Studies), 38 (1) pp. 2–254. .
[25] C. MÜLLER, (2020). LE CONCOURS DES PTOIA À L’ÉPOQUE HELLÉNISTIQUE: UNE AFFAIRE CIVIQUE, PAMBÉOTIENNE, FÉDÉRALE OU PANHELLÉNIQUE?. Revue Des Études Grecques, 133 (1), pp. 57–88.
[26] W. J. Slater, (2012). Stephanitic Orthodoxy? Zeitschrift Für Papyrologie Und Epigraphik, 182, pp. 168–78.
[27] M. SIMONTON, MATTHEW. (2017). The Manipulation Of Information. In Classical Greek Oligarchy: A Political History, Princeton: Princeton University Press, pp. 186–223.
[28] H. Beck, (2001). The Laws of the Fathers’ versus ‘The Laws of the League’: Xenophon on Federalism. Classical Philology, 96 (4), pp. 355–375.
[29] A. SCHACHTER, ALBERT. “CULTS OF BOIOTIA..., ό. π.
[30] B. Le Guen, (2011). Agoni poetica-musicali nella Grecia antica. The Journal of Hellenic Studies, 131, pp. 226–28.
[31] A. Martin, (2017). The Epigraphy and History of Boeotia. New Finds, New Prospects. L’Antiquité Classique, 86, pp. 471–472. .
[32] A. Π. Ματθαίου – Ν. Παπαζαρκάδας, (2014-2019). Ἀπολογία ἀγωνοθέτου τῶν Βασιλείων ἐκ Λεβαδείας, Horos, (26-31) σσ. 159-192..
[33] A. G. Gossage, (1975). The Comparative Chronology of Inscriptions Relating to Boiotian Festivals in the First Half of the First Century B.C. The Annual of the British School at Athens, 70, pp. 115- 134.
[34] Müller, C. (2014). A Koinon after 146? Reflections on the Political and Institutional Situation of Boeotia in the Second Half of the Second Century BC. In N. Papazarkadas (Ed.), The Epigraphy and History of Boeotia: New Finds, New Prospects, Leiden: Brill, pp. 126-129.
[35] D. Knoepfler, (2008). Louis Robert en sa forge : ébauche d’un mémoire resté inédit sur l’histoire controversée de deux concours grecs, les Trophônia et les Basileia à Lébadée. Comptes rendus des séances de l'Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, 152 (4), pp. 1421-1462.
[36] Müller, C. (2014). A Koinon after 146? Reflections on the Political and Institutional Situation of Boeotia…, ό. π.
[37] Knoepfler, D. (2008). Bulletin épigraphique: Béotie, Eubée. Revue des Études Grecques, 123, pp. 613-668.
[38] G. J. Oliver, (2007). War, Food and Politics in Early Hellenistic Athens, Oxford: Oxford University, p. 196
[39] L. Migeotte, (2015), Économie et finances publiques des cités grecques, II, Lyon: Maison de l’ Orient et de la Mediterranée Jean Pouilloux, p. 87.
[40] Z. Papakonstandinou, (2016). The Hellenistic Agonothesia: Finances, Ideology, Identities in Athletics in the Hellenistic World, Franz Steiner Verlag, Stuttgart: Franz Steiner Verlag, pp. 95-112.
[41] W. Vollgraff, (1901), Inscriptions de Béotie, BCH, 25, pp. 359–378.
[42] C. Müller, (2011), Évergétisme et pratiques financières dans les cités de la Grèce hellénistique, REA, 113, PP. 345–363.
[43] Brélaz, C. (2009), Les bienfaiteurs, “sauveurs” et “fossoyeurs” de la cité hellénistique? Une approche historiographique de l’évergétisme, in: O. Curty (ed.), L’huile et l’argent. Gymnasiarchie et évergétisme dans la Grèce hellénistique, Paris: Fribourg, pp. 37–56.
[44] N. Papazarkadas, (2011). Review of FESTS CHRIFT RHODES, by L. Mitchell and L. Rubinstein. The Classical Review, 61 (2), pp. 523–525.
[45] Ma, J. (2003), Peer Polity Interaction in the Hellenistic Age, P&P 180, pp. 9–39.
[46] Ma, J. (2013), Statues and Cities. Honorific Portraits and Civic Identity in the Hellenistic World, Oxford: Oxford University, p. 45.
[47] Migeotte, L. (2010), Le financement des concours dans les cités hellénistiques: essai de typologie, in: B. Le Guen (ed.), L’argent dans les concours du monde grec. Théâtres du monde, Saint Denis: MOM Editions, pp. 127–143.
[48] F. Camia, (2011). Spending on the agones. The Financing of Festivals in the Cities of Roman Greece, Tyche, 26, pp. 41–76
[49] M. Holleaux, (1906), Observation sur une inscription de Lébadeia, BCH, 30, pp. 469–481.
[50] A. Chaniotis, et al., (2011), Thesaurus Cultus et Rituum Antiquorum (Thes CRA), VII: Festivals and Contests, Los Angeles: CA, p. 48.
[51] W. W. Tarn, – G. T. Griffith, (1952), Hellenistic Civilization, London: Arnold, p. 109.
[52] P. R. Grigsby P. R. (2017). Boiotian Games: Festivals, Agōnes, and the Development of Boiotian Identity. England: Warwick Publications, p. 198.
[53] S. Hornblower, & C. Morgan, (2007). Introduction. In S. Hornblower, & C. Morgan (Eds.), Pindar’s Poetry, Patrons, and Festivals From Archaic Greece to the Roman Empire. (pp. 1-44). Oxford: Oxford University Press, pp. 1-44.
[54] C. Brélaz, A. Andreiomenou, & P. Ducrey, (2007). Les premiers comptes du sanctuaire d'Apollon à Délion et le concours pan-béotien des Delia. Bulletin de correspondance hellénique, 131, pp. 235-308.
[55] Z. Papakonstantinou, (2016). The Hellenistic Agonothesia: Finances, Ideology, Identities in…, ό. π.
[56] L. Migeotte, (2006). Le financement des concours dans la Béotie hellénistique, Coins, Cults, History, and Inscripttions VII. Studies in Honor of John M. Fossey III. 37 , p. 14-25.
[57] A. Π. Ματθαίου – Ν. Παπαζαρκάδας, (2014-2019). Ἀπολογία ἀγωνοθέτου τῶν Βασιλείων, ό. π.
[58] Brélaz, C., Andreiomenou, A., & Ducrey, P. (2007). Les premiers comptes du sanctuaire d'Apollon…, ό. π.
[59] Kalliontzis, Y. (2016). La date de la première célébration des Amphiareia-Romaia d' Oropos. Revue des Études Grecques, 129, pp. 85-105.